Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Just couldn't tie me down

   Τις τελευταίες τέσσερις ώρες παίζω κρυφτό με τον εαυτό μου. Η μισή εγώ μετράει μέχρι το δέκα και η άλλη μισή τρέχει να κρυφτεί. Το πρώτο μου μισό όμως πάντα είναι πιο έξυπνο και πάντα το βρίσκει το δεύτερο, και πάντα σμίγουν για λίγο κι αποκαλύπτεται το μυστικό μου, μα έπειτα το ρίχνουν ξανά στο παιχνίδι και να σου πάλι απ' την αρχή, πέντε, δέκα, δεκαπέντε, είκοσι, εικοσιπέντε, φτου και βγαίνω. Αυτό εδώ και τέσσερις ώρες. Ή μήπως τέσσερις μέρες; Ή τέσσερις εβδομάδες; Μήπως ήταν παραπάνω; Μήπως τέσσερις μήνες; Τέσσερα χρόνια; Πόσο πέρασε στ' αλήθεια απ' την τελευταία φορά που μ' άγγιξες; Γιατί εμένα τώρα μου φαίνεται αιώνας, μα πάω στοίχημα πως δεν ήταν και τόσο μακριά. Και να σου τώρα, μετά απ' αυτήν την σκέψη, τη μισή σκέψη, την ανολοκλήρωτη, το ρίχνουν πάλι στο κρυφτό τα δύο μου μισά. Τις ρωτάω λοιπόν εγώ, δεν κουράστηκαν να παίζουν; Μου λένε κι οι δυο όχι. Λέω, εγώ κουράστηκα, όμως. Κουράστηκα να σας βλέπω να τρέχετε πάνω κάτω στο κεφάλι μου και να γέρνει αυτό ανάλογα το ποια κερδίζει, να γέρνει σαν το ασημένιο κουτάλι στο χέρι της Μαριλούς. Μια στ' αριστερά και μια στα δεξιά, μια στο ένα μισό και μια στ' άλλο μισό. Μια στον πόθο, μια στη λογική. Να τρέχουνε πάνω κάτω σαν τα μαλακισμένα και να τα μπλέκουν όλα μεταξύ τους, όλα, να παρασέρνουνε φωτιστικά, καναπέδες, γυαλικά, να τα παίρνουνε όλα σβάρνα και να τα μπλέκουν πάνω κάτω· σε όλους τους τομείς. Κουράστηκα, λοιπόν, παίδες, οπότε σας προτείνω ετούτο, τους λέω: να πάει η μία να κρυφτεί, αλλά η άλλη να μην την ψάξει. Να παρατήσει το παιχνίδι στη μέση και να μείνει η μια κρυμμένη και η άλλη να περιπλανιέται ελεύθερη. Ας αφήσουμε το ένα μισό ν' αραχνιάσει, να σαπίσει, δεν πειράζει, καλύτερα, καλύτερα να τελειώνουμε μ' αυτό. Αφού, έτσι κι αλλιώς, τους λέω, δεν γίνεται να συνυπάρξετε. Γιατί δεν κρύβεστε η μια απ' την άλλη; 
  Γνέφουν και οι δυο, περιέργως, στην πρότασή μου·"Ναι, ας κρυφτούμε" λένε κι έπειτα κάθονται απέναντι η μια απ' την άλλη και κοιτιούνται σαν ηλίθιες. Κοιτάζω και 'γω, σαν χάνος." Άιντε" λέω. "Κρυφτείτε". Γνέφουνε ξανά. "Ναι, ας κρυφτούμε". Καμιά όμως δεν κάνει το πρώτο βήμα. "Λοιπόν" λέω, "θα μετρήσω μέχρι το 3 κι έπειτα θα γυρίσετε κι οι δυο πλάτη η μια στην άλλη και θα προχωρήσετε. Εντάξει;" "Εντάξει." και γνέφουνε και οι δυο την ίδια στιγμή. Τρία,δύο.. 
  Στο ένα γυρνάνε πλάτη και κάνουν αργά και σταθερά βήματα, αυξάνοντας όσο πάει την απόσταση μεταξύ τους. Άντε μπράβο, ψιθυρίζω εγώ. Άιντε μπράβο, να τελειώνουμε. Άιντε να κόβει αυτή η ταλαιπωρία. Μα πάνω που πάω να ξεφυσήξω από ανακούφιση, μιλάμε όπως πάνω σε ακριβώς αυτό το δευτερόλεπτο, το λογικό μισό μου γυρνά, κάνει μια στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών και βρίσκεται να κοιτάζει την πλάτη του άλλου μισού, εν αγνοία του. Τρέχει καταπάνω του με ταχύτητα τέτοια που εγώ ίσα που βλέπω τη σιλουέτα της να κινείται, και κατασπαράζει το άλλο μισό με λαιμαργία. "ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΜΩΡΗ ΚΑΡΙΟΛΑ;" φωνάζω εγώ μέσα στη σύγχησή μου."ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΜΩΡΗ;;" Μα η Λογική μου ήδη γλύφει τα χείλη της απ' τα περισσεύματα του Πόθου μου. "ΚΑΛΑ ΓΑΜΙΕΣΑΙ;" Και τι διάολο έγινε μόλις; Το ένα μου μισό καταβρόχθισε το άλλο!
  Έπρεπε να το 'ξερα πώς θα κλέψει, έπρεπε να το ήξερα, έπρεπε να ήμουν δύο βήματα πιο μπροστά από αυτήν. Λάθος μου. 
  Λάθος της κι εκείνης γιατί έπρεπε να ξέρει πως ο Πόθος δεν θα πεθάνει έτσι απλά. Το σώμα του μια μορφή ήταν, μα αυτός είναι παραπάνω, είναι νοητός, είναι αέρας, μυρωδιά. Κι έτσι το μόνο που κατόρθωσε η πουτάνα η Λογική μου είναι να περιφέρεται μέσα στο κεφάλι μου και να το παίζει αυστηρή και ψυχρή, ενώ ξέρουμε κι οι δυο πως στη θέση της καρδιάς στο θώρακά της τώρα βαράει μπουνιές ο Πόθος, απ' τα μέσα προς τα έξω. Και να δείτε που σε λίγο μέχρι και η Λογική θα χάσει τα λογικά της. 



  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου