Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Στον Π

 Είδα ξανά τον Παυλή να περπατάει ανάμεσα στον όχλο που ήταν περίεργα στοιβαγμένος σε μια άτακτη τάξη, αηδιαστική, ακολουθώντας το γνωστό αηδιαστικό βηματισμό, στο γνωστό αηδιαστικό ρυθμό· αυτόν που παλιά θυμόμουν άκουγε και κάλυπτε τ' αυτιά του με τα χέρια του, να μην ακούει. Τον είδα λοιπόν, εκεί που δεν περίμενα ποτέ να τον δω, και αναρίγησε ολόκληρο το είναι και το σώμα μου στη θέα του. Ξεχώριζε όμως, ακόμα κι όταν προχωρούσε ίδιος ανάμεσα στους ίδιους, ο Παυλής μου ξεχώριζε· το λευκό ασιδέρωτο πουκάμισό του που του ήταν γύρω στα δυο νούμερα μεγαλύτερο- σίγουρα δανεικό από κανένα μεσήλικα συγγενή, ο Παυλής δεν φόραγε πουκάμισα ούτε γι' αστείο- το τρύπιο μπλουτζίν του που τού 'χε περάσει παραμάνες για να μην φαίνονται οι τρύπες,τ' ατημέλητα μαλλιά του, τα ολοφώτεινα μάτια του.. Κι όλα αυτά χυμένα ανάμεσα στους προσεγμένους νεαρούς με τα λευκά πουκάμισα ζωσμένα μέσα απ' το παντελόνι, τα γυαλιστερά παπούτσια (αντί για γυαλιστερά μάτια) και τα μαλλιά περιποιημένα με ζελέ και χτένα, μην πετάει ούτε μια τρίχα ούτε μια ιδέα απ' το κεφάλι. Ντουμ, ντουμ, ντουμ, ντουμ, να παρελαύνουν οι νεαροί μπροστά στον άξεστο κόσμο, κι ο Παυλής ανάμεσά τους, να καταπιέζει την προσωπικότητά του που έχει φτερά και πετά σ' όλη την πόλη μέσα στο κουτί εκείνο που συμπιέσανε το είναι του για ένα καψόνι.. Τι έκανε εκεί ο Παυλής; Μ' απειλήσανε, μου 'χε γράψει. Μ' απειλήσανε πως αν δεν πάω θα μ' απολύσουνε. Δεν μπορώ να μ' απολύσουνε. Υποτάχθηκες, Παυλή, του είχα πει, μ' απογοήτευση. Υποτάχθηκες.
  Χώθηκα λοιπόν κι εγώ ανάμεσα στον κόσμο κι άρχισα να σπρώχνω μια από 'δω, μια από 'κει, να περάσω τον όχλο και να βρεθώ κι εγώ ανάμεσα στους λευκογάλανους ανθρώπους. Κάντε πέρα, μαντάμ, πρέπει να περάσω, κάντε πέρα, πλιζ, κάντε πέρα! Μ' απαντούσανε αυτοί, πού πας κοπελιά; Πού πας; Στάσου κοπελιά, ουστ κοπελιά, φύγε κοπελιά. Σάλτα και στο διάολο, δεν με σταματάει κανείς, είν' ο Παυλής εκεί, πρέπει να πάω να τον πάρω από κει!
  Και ΓΡΑΠ! Μ' αρπάζει απ' το μπράτσο ένας μπάτσος. Παρακαλώ, σερ. Δεν μπορείς να περάσεις από 'δω, κοπελιά. Είναι παρέλαση. Μα κι εγώ να παρελάσω θέλω, σερ. Δεν είσαι κατάλληλα ντυμένη, κοπελιά. Ω, μα, χέστε με, σερ- και δίνω ένα σάλτο και ξεφεύγω απ' τα χέρια του, βάζω φτερά στα πόδια μου και τρέχω προς τον Παυλή. Σιγά καλέ! Σιγά! Ώπα! Πρόσεχε μωρέ πού πατάς! Καλύτερα το 'χεις να σκοντάψεις πάνω μου και να χτυπήσουμε παρά να χαλάσεις το βηματισμό; 
 Εδώ θα 'θελα να κάνουμε μια παύση και να γίνουμε πουλιά που πετάνε πάνω απ' το κέντρο της πόλης και χαζεύουνε εμάς · χαζεύουνε δηλαδή τους ανθρώπους- πρόβατα που περπατάνε στις ομοιόμορφες στολές τους με τον ίδιο βηματισμό, κι εμένα να σπρώχνω μια από 'δω, μια από 'κει, και να τρέχω αντίθετα στο ρεύμα, μία χρωματιστή κουκκιδίτσα ανάμεσα στις σωστά στοιβαγμένες γαλανόλευκες κουκκιδίτσες, με τους μπασκίνες να φωνάζουν πως χαλάω το θέαμα, χαλάω την παρέλαση, και πιάστε την, πιάστε την, και λόγω εμένα μέχρι και η μπάντα του δήμου να 'χει χάσει τις νότες της και να παίζει άλλα αντί άλλων. Σαββόπουλο παίξτε! Σαββόπουλο Φωνάζω με την ψυχή στο στόμα. Την Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ! Στα πλαϊνά ο κόσμος να κραυγάζει, άλλοι μ' αηδιά, άλλοι γελώντας, άλλοι να βωμολοχούν εις βάρος αυτού του απολίτιστου κοριτσιού που χώθηκε μες στην παρέλαση- και τα ρούχα της, τα είδατε τα ρούχα της; Τα χρώματα, τα είδατε τα προκλητικά τα χρώματα; Και στο βάθος, λίγα μέτρα πιο πέρα από 'μενα, τον Παυλή να ξεχωρίζει με τα όλα του· ακόμα κι από 'κει πάνω ξεχωρίζει ο Παυλής. Πάντα. 
  Πιάστε την! Πιάστε την! Φωνάζουνε οι μπάτσοι πίσω στη γη, στο έδαφος, και οι νεαροί από εδώ κι από 'κει σκάνε στα γέλια με το θέαμα, άλλοι προσπαθούνε μάταια να μ' αποφύγουνε που έχω φέρει το χάος στον αηδιαστικό ρυθμό τους. Σταματάω και πιάνω απ' τη μέση τον πρώτο σημαιοφόρο που συναντάω και το ρίχνουμε στο σουίνγκ- μόνο εγώ χορεύω δηλαδή, αυτός μου πετάει τα χέρια μακριά και τρέχει να σώσει την σημαία του που πέφτει απ' τη ζώνη και σχεδόν τραυματίζει τους μπροστινούς, που ευτυχώς προλάβανε και φύγανε απ' τη μέση. Δεν ήθελα ο χορός μου να πληγώσει κανέναν. 
  Αν υπήρχε τρόπος να προσθέσω μουσική υπόκρουση σ' αυτήν την παράκρουση θα ήταν το "Θα σου Κλέψω το Σακάκι" το Άσιμου. 
  Ρε πιάστε την! Πιάστε την! Στο παρατσάκ γλιτώνω απ' τα χέρια ενός με καπέλο και μπλε στολή. Μα σερ, εγώ δίνω ζωή στις νεκρές γιορτές σας και 'σεις με κυνηγάτε; Ο Παυλής τώρα απέχει μόνο δυο μέτρα απόσταση από 'μένα. Παυλή! Βροντοφωνάζω και πέφτω πάνω του με την αγκαλιά μου ορθάνοιχτη. Με σηκώνει εκείνος με τα χέρια του και με κάνει μια στροφή, στη μέση του δρόμου, στη μέση της παρέλασης· η αγκαλιά μας χωρίζει στα δύο τους γαλανόλευκους νεαρούς που συνεχίζουν ακάθεκτοι τον ψόφιο τους ρυθμό.  Μ' αφήνει κάτω μ' ένα γλυκό χαμόγελο που μεταδίδεται σ' εμένα σε χρόνο μηδέν. "Παυλή" του λέω, κοιτώντας τον βαθιά στα μάτια -βαθιά, πολύ βαθιά- "ξέχασες το μαντήλι σου", και βγάζω απ' την τσέπη μου ένα κόκκινο μαντήλι και του το φοράω στο πρόσωπο, να του καλύπτει τα χαρακτηριστικά, απ' τη μύτη και κάτω. 
  Γελάει. "Δεν το ξέχασα" μ' απαντάει, και απ' την τσέπη του πουκάμισου βγάζει το δικό του μαύρο μαντήλι και το φοράει σ' εμένα με τον ίδιο τρόπο· τα δάχτυλά του χαϊδεύουν τα μαλλιά μου στη διαδικασία. "Δεν το ξέχασα καθόλου". 
   Κι έτσι με τα μαντήλια μας στο πρόσωπο βάλαμε φωτιά σ' όλες τις φασιστικές ιδέες που λερώνανε την πόλη μας μ' ασχήμια. Έτσι με τα μαντήλια μας μάς βρήκε η αυγή, ολόγυμνους πέρα απ' τα μαντήλια. Μα όταν φάνηκε ο ήλιος ολόκληρος πάνω απ' την πόλη, εκείνος είχε ήδη χαθεί. Και ίσως τον ξαναδώ, ίσως όχι· σε καμιά επέτειο, σε κανένα πόλεμο. Σε καμιά έκρηξη ζωής. Όταν όλα τα πόδια αυτής της σάπιας πολιτείας θυμηθούν ξανά πώς χορεύεται το σουίνγκ. 
  Όταν τα τανκ βάλουνε όπισθεν και διασχίσουν τα ίσα πίσω. 

  Ανυπότακτος είσαι Παυλή. Ανυπότακτος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου