Σάββατο 27 Ιουλίου 2013

Φαύλος (γαμημένος) Κύκλος

  Αλίκες περιφόρονται άτακτα στη Χώρα των Θαυμάτων μου· ξένα, άγνωστα σώματα που δεν ταιριάζουν στο περιβάλλον, το μολύνουν, το ρυπαίνουν, δεν το σέβονται.. Αλίκες περιφέρονται με ακαθόριστες τροχιές και πορείες στον Κήπο της Εδέμ μου και τον βανδαλίζουν, τον καταστρέφουν με κυνισμό. Για να πάρουν αυτό που θέλουν. Και τι θέλουν, δεν γνωρίζουν.. γι' αυτό παίρνουν τα πάντα. Οι Αλίκες που περιφέρονται άτακτα στην Χώρα των Θαυμάτων μου φέρνουν το χάος, την αταξία.. βέβαια και το χάος είναι κι αυτό μια τάξη.. Οι Αλίκες φέρνουν εκρήξεις, ανατινάζουν τις ομορφιές στην Χώρα των Θαυμάτων μου, βάζουν δυναμίτες στο κεφάλι μου οι Αλίκες. Τους κρύβουν καλά και εγώ σαν χαζή ψάχνω να τους βρω, να τους απενεργοποιήσω, λέει, πριν προλάβουν να σκάσουν. Και κάθε φορά δεν προλαβαίνω και κάθε φορά σκάνε στα χέρια μου.. Αλίκες· όμορφες σαν Αφροδίτες. Πονηρές. Κυνικά πλάσματα που εγώ κατασκεύασα, με το μυαλό μου. Κι ας λέω πως τρυπώσαν μόνες τους απ' τ' αυτιά μου και τη μύτη και το στόμα μου, κρυφά και παράνομα, κι ας τις ονομάζω Αλίκες γι' αυτό το λόγο. Εγώ τις έφτιαξα. Δικό μου το φταίξιμο. Και τι 'ναι σωστό, να μισείς το δημιούργημα ή το δημιουργό; Ψάχνω να βρω απάντηση και δεν είναι πουθενά· άσε που στην πορεία συναντώ κι άλλους δυναμίτες, κι άλλες Αλίκες..

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Alter Ego (?)

   Do you know me? Ρώτησα τους ανθρώπους γύρω μου. Ρώτησα το βλέμμα στα μάτια τους. Ρώτησα τον καθρέπτη, ρώτησα τον αντικατοπτρισμό μου, ρώτησα το βλέμμα στα μάτια του παιδιού στον καθρέπτη. Με κοίταξα κατάματα και με ρώτησα. Είδα, αναγνώρισα το μίσος αλλά δεν έμαθα γιατί. Ρώτησα ξανά, do you know me? Κανείς δεν ήξερε να μ' απαντήσει. Ρώτησα το λύκο που περπατούσε πιστός πίσω μου· με κοίταξε μα δεν μίλησε. Ρώτησα τον πίθηκο που προχωρούσε μπροστά μου και χάραζε το δρόμο, αφέντης, αρχηγός, βασιλιάς. Δε γύρισε καν το κεφάλι. 
  Γιατί εκείνος αφέντης κι όχι εγώ; Ποτέ δεν είχα αναρωτηθεί πριν. Νομίζω η απάντηση ήταν πως δεν θα μπορέσω να γίνω ποτέ αφέντης εγώ, πως δεν θα κατορθώσω να γίνω αφέντης του εαυτού μου, γιατί είμαι καταραμένος να βρίσκομαι πάντα ανάμεσα στους δύο, αλλά πως μπορώ να διαλέξω ποιος θα πορεύεται μπροστά και ποιος θ' ακολουθεί για πάντα πίσω. Λέω νομίζω γιατί ποτέ δεν θα 'μαι σίγουρος· άλλωστε εγώ ρώτησα κι εγώ ο ίδιος απάντησα στον εαυτό μου. Για κάτι τέτοια κανείς ποτέ δεν θα 'ναι σίγουρος, γενικά όμως όλοι από κάτι θα πιστεύουμε και θα πράττουμε βάσει αυτού. Κι έτσι εγώ πιστεύω πως δεν μπορώ να επιβληθώ, δεν μπορώ να χαράξω εγώ την πορεία, αλλά μπορώ να διαλέξω ποιος απ' τους δυο θα το κάνει για εμένα. Ποιος θα οδηγεί και ποιος θα φυλάει τσίλιες. 
  Ο πίθηκος είχε πάρει την αρχηγία γιατί ήταν πιο έξυπνος, πιο πονηρός απ' το λύκο. Η διαφορά τους: ο λύκος είναι αρκετά έξυπνος για να λύνει παζλ, ο πίθηκος αρκετά πονηρός ώστε να τα δημιουργεί. Κι έτσι μας είχε μπλέξει σ' ένα παζλ τέτοιο, εμένα και το λύκο μου, που δεν μπορούσαμε να ξεφύγουμε, να βρούμε την άκρη. Ο λύκος συνεπώς υποτάχθηκε. Κι εγώ δεν μίλησα. Δεν ήμουν όμως και ήρεμος, δεν μπορούσα να βρω την ηρεμία, πάνω απ' όλα γιατί δεν ήξερα ποιος ήταν μπρος και ποιος μπροστά, δεν είχα ιδέα, τότε. Ήξερα πως περπατάω με την παρέα τους, δεν ήξερα όμως ποιος χαράζει πορεία και ποιος όχι. Αργότερα έμαθα. Κι έμαθα επίσης πως ο λύκος έφταιγε για το συναίσθημα της ενοχής· ο πίθηκος ευθυνόταν για τον λόγο που την ένιωθα. 
  Δεν συμπαθώ τον πίθηκο μέσα μου. Υποστηρίζει πως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Είναι χαιρέκακος. Σχεδιάζει το κακό, είναι πρόθυμος να καταστρέψει τα πάντα προκειμένου να πάρει αυτό που θέλει. Ο λύκος, αντιθέτως, επιτίθεται μόνο εν βρασμώ. Χωρίς σχέδια. Και αν και μπορεί να σκοτώσει μόνο με λίγες κινήσεις, δεν θα το κάνει αν δεν είναι αναγκαίο. Δεν θα χρησιμοποιήσει τη δύναμή του χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Και το σημαντικότερο: δεν θα προσχεδιάσει το κακό που θα προκαλέσει. Αυτό είναι που καθιστά 'λευκό' τον λύκο και 'μαύρο' τον πίθηκο, στο ying yang του εγώ μου: ο πίθηκος προγραμματίζει την πραγματοποίηση του κακού και χαίρεται μ' αυτήν, ενώ ο λύκος, όταν βλάπτει, βλάπτει χωρίς να αποσκοπεί σε αυτό. Η ζημιά που προκαλεί είναι παράπλευρη απώλεια, συνέπεια της ανεξέλεγκτης δύναμής του. Όμως, έχει μέσα του το σεβασμό. Την πίστη. Την αίσθηση της αγέλης. 
  Κάποια στιγμή στην ζωή μου, ευχήθηκα ο λύκος να κατασπαράξει αυτόν τον μαλάκα πίθηκο. Το μετανιώνω όσο τίποτα· είναι αδύνατον η μία πλευρά να σκοτώσει την άλλη. Χάνεσαι. Γιατί: γιατί είσαι καταραμένος να βρίσκεσαι συνεχώς ανάμεσα στα δύο ζώα. Ακόμα και τη στιγμή της μάχης. Οι δυο τους είναι οι μαχόμενες φυλές, εσύ είσαι το πεδίο μάχης. Θα καταστραφείς πριν προλάβει ο ένας απ' τους δύο να ανακυρηχθεί νικητής. Ο λύκος θα σε καταλύσει γιατί αποτελείς εμπόδιο, ο πίθηκος θα σε χρησιμοποιήσει στην επίθεσή του. Αποτελούν και οι δύο κομμάτια του εαυτού σου. Δεν αποφεύγονται, δεν αγνοούνται, δεν σκοτώνονται. Μαθαίνεις να ζεις μ' αυτά. Έχεις όμως και το δικαίωμα της επιλογής, γιατί εσύ είσαι αυτός που τρέφει τα δυο ζώα. Απ' τα χέρια σου τρώνε. Διαλέγεις ποιον θα ταΐζεις πιο σωστά για να γίνει δυνατότερος. Διαλέγεις ποιον θα βάλεις γι' αφέντη και ποιον θα 'χεις δια δούλο. Ποτέ η ευθύνη δεν φεύγει απ' τους ώμους σου ουσιαστικά, ποτέ δεν μπορείς να πεις πως δεν φταις εσύ μα ο πίθηκος. Φταις. Τον έβαλες βασιλιά σου, αρχηγό σου. Να χαράζει πορεία, να πράττει. Είχες την ευθύνη. Φταις.
  Do you know me? Έμαθα πως απάντηση δεν θα πάρω ρωτώντας από 'δω κι από κει. Δεν θα πάρω επίσης απάντηση αν ρωτήσω το λύκο ή τον πίθηκο, ή και τους δυο μαζί. Απάντηση θα πάρω όταν μάθω ποιος είναι κυρίαρχος και ποιος πιστός υποταγμένος. Τότε θα μάθω τι είμαι, όταν κοιτάξω μπροστά μου και βρω τον πίθηκο ή το λύκο μου. Όταν κοιτάξω πίσω μου και βρω τον λύκο ή τον πίθηκό μου. 
  Απάντηση πήρα·ηρεμία δεν βρήκα ακόμη. Την ψάχνω. Προσπαθώ να διαλέξω ποιο είναι το σωστό, ποιος θα 'πρεπε να μπει μπροστά και ποιος πίσω, δεν ειν' εύκολο. Ακόμα κι αν φαίνεται εξαιρετικά προφανές, κι αν έχω ήδη διαλέξει, δεν είμαι σίγουρος πως ήταν το σωστό. Με τον πίθηκο είσαι ανίκητος, παίρνεις αυτό που θέλεις σίγουρα. Με το λύκο όχι. Κινδυνεύεις να συμβιβαστείς. Είσαι όμως πιο ήρεμος, με την έννοια της ηρεμίας που προέρχεται από μια ήσυχη συνείδηση. Δεν ξέρω κι αν θα τη βρω ποτέ την ηρεμία. Το ελπίζω, μου το εύχομαι, αλλά έχω ακόμα δύναμη, δεν με κούρασαν ακόμα. Αν και συγκρούονται συχνά.. κι έχουν εμένα για παράπλευρη απώλεια. Σίγουρο θύμα..
  



Η ιδέα οφείλεται στο βιβλίο "Ο φιλόσοφος και ο λύκος" του Mark Rowlands. 

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

Σε ενοχοποιούν, όχι τόσο οι πράξεις σου.. σε ενοχοποιούν οι σκέψεις..

  Εκείνη: Όταν τον γνώρισα, τρελάθηκα. Το εννοώ. Έχασα το μυαλό μου. Με μπέρδευε, με μπέρδευε πάρα πολύ ο ίδιος. Πίστευα στον εαυτό μου πριν ενωθούμε, ήμουν σταθερός χαρακτήρας, στεκόμουνα όρθια· όταν χωριστήκαμε είχα μετατραπεί σε ένα χάος. Τρία κουβάρια μπλεγμένα μαζί. Η παρουσία του στην ζωή μου πέρασε από μέσα μου σαν ανεμοστρόβιλος. Τυφώνας. Τα πήρε όλα και τα έκανε άνω κάτω. Η σχέση μας- και εδώ χρησιμοποιώ την λέξη με την κανονική της έννοια, δηλαδή, ο τρόπος που συσχετιζόμασταν μεταξύ μας και όχι κάποια δέσμευση- ήταν ένα καλούπι, ένα πηγάδι στο οποίο πέσαμε και οι δύο, μαζί, χέρι χέρι πέσαμε σε αυτό το πηγάδι.. Έπειτα ζήσαμε για λίγο μέσα στο πηγάδι, απομονωμένοι,  ευτυχισμένοι· δεν είμαι σίγουρη αν αυτό θα 'πρεπε να το μετανιώνω ή όχι. Από πλευράς λογικής, ήταν το πιο ηλίθιο πράγμα που έκανα ποτέ στην ζωή μου. Κανείς δεν μπορεί να ζήσει για πάντα σ' ένα πηγάδι, έπρεπε να το χα σκεφτεί, να είχα προνοήσει, να ήμουν πιο προσεκτική- δεν ήμουν. Δεν σκεφτόμουν όταν μέτρησα αντίστροφα κι έπειτα πήδηξα μαζί του μέσα στη μαύρη τρύπα. Δεν σκεφτόμουν ούτε όταν έπεφτα. Και δεν θα άρχισα ποτέ να σκεφτόμουν αν δεν το 'κανε πρώτα ο ίδιος.. Κάποια στιγμή η απομονωμένη ζωή στο πηγάδι άρχισε να δείχνει τα ψεγάδια της, τις ελλείψεις της. Ίσως αν ήταν άλλος να μην είχε συμβεί έτσι. Φταίει κι εκείνος. Φταίω κι εγώ. Βέβαια, ίσως και αν ήταν άλλος να μην είχαμε πέσει καν μέσα στο πηγάδι. Και ξαναλέω, δεν ξέρω αν αυτό θα 'πρεπε να το μετανιώνω ή όχι. Μου 'βαζε τη μπουκιά στο στόμα, και τη στιγμή που πήγαινα να κλείσω τα χείλη και να καταπιώ, τσουπ την έβγαζε απ' έξω και την πετούσε στο πάτωμα. Η τρυφερότητά του δεν κρατούσε ποτέ για πολύ. Πολλές φορές ήμουν ανεπιθύμητη. Είχα την όρεξη να φύγω, να τον αφήσω να ηρεμίσει, αλλά πόσο μακριά μπορούσα να πάω; Ήμουν φυλακισμένη σε εκείνο το πηγάδι στο οποίο και οι δύο βουτήξαμε, χέρι-χέρι, όπως είπα. Νομίζω ότι αυτό τον τρέλαινε περισσότερο από όλα. Το ότι δεν μπορούσε να φύγει, το ότι ήμασταν προσκολλημένοι ο ένας στον άλλο. Μια μέρα πήγα σπίτι του. Αδειάσαμε μαζί ένα μπουκάλι βότκα κι έπειτα κάναμε έρωτα. Έρωτα. Απέναντι από το κρεβάτι του υπάρχει ένας καθρέπτης. Όταν τελειώσαμε κι ηρεμήσαμε κι οι δυο, εκείνος σηκώθηκε και πλησίασε στον καθρέπτη. Ήμουν πίσω του και τον κοίταζα. Δεν άντεξα. Σηκώθηκα και στάθηκα πλάι του. Πάγωσε. Μου ψιθύρισε κάτι, δεν άκουσα, έπειτα άρχισε να βρίζει. Μ' έδιωξε. Δεν έφυγα απ' το σπίτι· δηλαδή, βγήκα έξω απ' το διαμέρισμα αλλά όχι από την πολυκατοικία. Έκατσα κάτω απ' το παράθυρο του μπάνιου και κρυφάκουγα. Ανησυχούσα. Γιατί διάολο τον πείραξε τόσο πολύ που στάθηκα δίπλα του στον καθρέπτη; Τι άλλαξε; Τι δεν του άρεσε; Αργότερα εκείνη τη νύχτα κατάλαβα πως εγώ δεν έφταιγα, δεν έκανα τίποτα λάθος. Όλα διαδραματίζονταν μέσα στο δικό του κεφάλι, στη δική του πραγματικότητα. Απ' την οποία με έδιωξε κακήν κακώς πριν προλάβω να πληγωθώ απ' αυτήν. Ή, απ' αυτόν. 
 Άκουσα πολλούς καθρέπτες να σπάνε όσο καθόμουν κάτω απ' το παράθυρο του μπάνιου και κρυφάκουγα. Είμαι σίγουρη πως ήταν καθρέπτες. Είμαι σίγουρη γιατί τον άκουγα να φωνάζει.. 'Φύγε!'..
 Την τελευταία μέρα που τον συνάντησα, ήταν που ήρθε σπίτι μου και παίξαμε ξύλο. Ξύλο, κανονικό ξύλο. Θυμάμαι πως είδα αίμα, αλλά δεν θυμάμαι αν ήταν δικό μου ή δικό του. Ή και των δύο. Δεν πρόλαβα να μάθω πόσο τον είχα χτυπήσει. Μπούκαραν στο σπίτι μου μπάτσοι, κάποιος γείτονας θα μας είχε ακούσει και θα τους κάλεσε. Τι θέλουν και μπλέκονται. Από τότε δεν τον ξανάδα. 

 Εκείνος: Όταν την γνώρισα, αρχικά, βρήκα την ηρεμία μου. Μπήκα σ' έναν εντελώς άλλο κόσμο και άφησα πίσω τον δικό μου. Για λίγο. Έτσι νόμιζα, έστω. Γιατί προφανώς δεν τον είχα αφήσει πίσω, απλώς τον είχα κρύψει, καλά, κάπου μέσα στο σπίτι. Να μην τον βρω και ξανακυλήσω στα άσχημα καλούπια. Δεν κατάφερα ποτέ να τον ξεφορτωθώ εντελώς. Γι' αυτό ξανακύλησα. Πέσαμε μαζί μέσα σε ένα πηγάδι όταν την γνώρισα, έπειτα για λίγο επιπλέαμε στην αρμονία-αν και στην πραγματικότητα ήμασταν στον πάτο- και κάπως, κάποια στιγμή, μας έπιασε μανία να βγούμε απ' την τρύπα. Στην αρχή προσπαθούσαμε μαζί, δεν έβγαινε όμως, δεν δούλευε αυτή η τεχνική. Κι έτσι αρχίσαμε να πατάμε ο ένας πάνω στον άλλο προσπαθώντας να βγούμε. Εγώ της τσαλαπατούσα το κεφάλι προσπαθώντας να φτάσω στο φως κι εκείνη μου 'κοβε κάθε φορέ τα πόδια. Και, αν και απ' αυτό βγήκαμε και οι δυο χτυπημένοι, άσχημα, κατακρεουργημένοι, εκφυλισμένοι, δεν το μετανιώνω. Δεν το μετανιώνω για αυτήν την αρμονία που μου πρόσφερε, για την ηρεμία που βρήκα όταν με έβαλε στον κόσμο της. Είναι ο πιο ανάλαφρος άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Ο ένας και μοναδικός άνθρωπος που ξέρω που νίκησε το μυαλό. Που το μυαλό δεν τον έβαλε από κάτω, να τη χτυπάει, αλύπητα κι αδιάκοπα, μέχρι να πεθάνει. Ήθελα να μου μάθει το μυστικό της, το μαγικό της· δεν πρόλαβε. Δεν προλάβαμε. Φταίω. Μονάχα εγώ φταίω. Εκείνη δεν θα μπορούσε να το 'χε χειριστεί καλύτερα. Φταίω. Φταίω και για τις μελανιές που άφησα στο χαρακτήρα της. Την άλλαξα. Την γέρασα. Η ύπαρξή μου στην ζωή της ήταν λάθος. Ήμουν ένας πόθος που πονούσε, μια μαζοχιστική συνήθεια. Κάτι που δεν θα 'πρεπε να έχει. Η διαφορά όμως ήταν πως εκείνη είχε ερωτευτεί τη φωτιά, όχι το κάψιμο. Είχε ερωτευτεί τη φωτιά την ίδια. Με πάθος, αφόρητο πάθος. Το παρατράβηξε. Ήρθε πολύ κοντά και την έκαψα..
  Εκείνη τη μέρα που κάναμε έρωτα κι έπειτα στάθηκε δίπλα μου κοντά στον καθρέπτη, αν έμενε έστω και για λίγο μαζί μου στον κάτοπτρο θα τη σκότωνα. Ήθελα να τη σκοτώσω. Με τα ίδια μου τα χέρια. Να την πνίξω. Να τη δω να πασχίζει ν' αναπνεύσει ενώ τα δυο μου χέρια θα αγκαλιάζουν το λαιμό της. Να δω τη λάμψη στα μάτια της να χάνεται. Θα τη σκότωνα, σας το ορκίζομαι. Δεν έπρεπε να μ' αφήσει να κοιταχτώ στον καθρέπτη. Αυτό ήταν το λάθος της, αυτό ήταν που δεν κατάλαβε ποτέ σ' εμένα, αυτό που περίμενα να καταλάβει και το αντιλήφθηκε μόνο όταν ήταν πολύ αργά. Δεν έπρεπε να μ'αφήσει να κοιταχτώ στον καθρέπτη. Όταν έφυγε, προσπάθησα να σκοτώσω κάθε επιθυμία που είχα μέσα μου να τη δολοφονήσω. Δεν γινόταν. ΔΕΝ ΓΙΝΟΤΑΝ. Ήταν άρρωστο, το ξέρω, ακούγεται άρρωστο, το απλοποιώ όσο μπορώ.. όσο γίνεται.. Αποφάσισα πως θα έπρεπε να δοκιμάσω. Να τη χτυπήσω. Έκανα ένα πάρα πολύ μεγάλο λάθος: εμπιστεύθηκα τον εαυτό μου και τα συναισθήματά μου. Πίστεψα πως, αν τη χτυπούσα, κάποια στιγμή θα ένιωθα τον πόνο της να γίνεται δικός μου. Θα ένιωθα την αγάπη μέσα μου, την προστασία που ήθελα να της παρέχω κάποτε. Γιατί αυτή ήταν το φως, έπρεπε να την προσέξω.. Λάθος μου, μέγα λάθος. Πήγα σπίτι της και τη χτύπησα μόλις μου άνοιξε. Κυλιστήκαμε στο πάτωμα και παίζαμε ξύλο. Τη χτύπησα άσχημα. Κι εκείνη μου άνοιξε μια- δυο πληγές. Όσο πιο πολύ τη χτυπούσα, τόσο πιο πολύ η βία φούντωνε. Φούντωνε. Μεγάλωνε. Άρρωστη αγάπη, άρρωστη. Στο πρόσωπό της έβλεπα ό,τι μισούσα. Αν και το πρόσωπό της ήταν ό,τι αγαπούσα περισσότερο. Ευτυχώς μπούκαραν οι μπάτσοι και μας σταμάτησαν. Μας χώρισαν και μας πήγαν στο κρατιτήριο.. σε διαφορετικά τον καθένα.. 
  Από τότε, την ξανάδα άλλη μια φορά μόνο, τυχαία, στο δρόμο· φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα που της πήγαινε πολύ. Δεν με είδε. Δεν της μίλησα. Γύρισα σπίτι κι έσπασα άλλον έναν καθρέπτη. Εκείνον που την αγαπούσε. 



"Σε ενοχοποιούν

όχι τόσο οι πράξεις σου


σε ενοχοποιούν οι σκέψεις


οι σχέσεις σου


κάτι χαμόγελα που έσβησες


κάτι μαλακισμένες εικόνες που κουβαλάς


σχεδόν ηλιοβασίλεμα

.
Σε ενοχοποιεί η αθωότητά σου


και αυτά που της χρωστάς.


Κάτι λάθη


και κάτι πάθη."

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013

Doors

 Ένα ακόμα βράδυ που κάνανε οι φόβοι περιπολίες στα όνειρά μου· δεν άφηναν ούτε μια χαρούμενη σκέψη να βγει χωρίς το τίμημά της. Την χαρά πάντα κάποιος την πληρώνει. Πικρό όμως, αυτός που χαίρεται κι αυτός που πληρώνει να είναι συνεχώς το ίδιο γαμημένο άτομο.
  Δεν είχα ύπνο. Μισούσα τη νύχτα για αυτό το λόγο. Πρόσεξέ με, αυτό που θα πω τώρα θέλω να το θυμάσαι όσο μπορείς: δεν την φοβάμαι τη νύχτα, δεν το φοβάμαι το σκοτάδι, απλώς το μισώ, γιατί επιβάλλει τον ύπνο, κι εγώ με αυτόν δεν τα βρίσκουμε. Ποτέ. Κλείνεις τα μάτια σου και φυλακίζεσαι μέσα στο μυαλό σου. Μα το μυαλό είναι επικίνδυνο πράγμα, καταστρεπτικό, εθιστικό.. Δεν έχω φοβηθεί τίποτα περισσότερο στην ζωή μου· το μυαλό τα δημιουργεί όλα, συνεπώς μπορεί και να τα κατακρεουργήσει. Δεν σου κρύβω όμως πως είμαι πολύ πιο δυνατός ενάντια στο μυαλό μου από ότι παλιότερα. Πατάω σταθερά στα πόδια μου, έμαθα να αγνοώ, να μην δίνω σημασία, είμαι οπλισμένος με την άγνοια και μπορώ να σταθώ ενάντια σε πολλά που προηγουμένως δεν μπορούσα. Εκείνη τη βραδιά όμως το μυαλό ήταν πολύ δυνατότερο από εμένα· ήμουν ένα τίποτα μπροστά σε αυτό. Ήμουν ένας άνθρωπος και ήταν το σύμπαν, ήμουν μικροσκοπικός. Ήμουν ένα φτερό και ήταν ο άνεμος. Ήμουν ένα χαλικάκι και ήταν το κύμα. Θα με σκότωνε. 
  Τίποτα δεν βοηθάει σε κάτι τέτοιες βραδιές. Υπομονή δεν έχω. Τα μάτια μου κλείνουν κι ανοίγουν, κλείνουν κι ανοίγουν, κλείνουν κι ανοίγουν, έπειτα μένουν ανοιχτά. Μάχομαι αλλά δεν γίνεται, ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ, ανοίγω τρύπες στο νερό, ιδρώνω και ξεϊδρώνω, σηκώνομαι και ρίχνω κρύο νερό στο πρόσωπό μου, βάζω μουσική και κάνω ήρεμες σκέψεις αλλά εκείνες τις βραδιές ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ήρεμες σκέψεις. Καταλαβαίνεις; Κανείς και τίποτα, κανείς και τίποτα να με σώσει από αυτές τις βραδιές. Κάποτε χρησιμοποιούσα τους εθισμούς μου για να με ηρεμίσουν· κάνα-δυο τσιγάρα, ίσως ένα ποτό.. βοηθούσαν λίγο. Λίγο. Τώρα τους έκοψα κι αυτούς τους εθισμούς, είπα να παλέψω μονάχος. Μαλάκας κι εγώ, μπήκα ξυπόλυτος στο χορό με τα κάρβουνα. Αλλά, αν όντως αυτό ήταν ο χορός με τα κάρβουνα, τότε οι εθισμοί μου ήταν οι κλακέτες. Καμία απολύτως ουσιαστική βοήθεια· απλά το κάνανε πιο διασκεδαστικό.
  Fear makes the wolf look bigger, συνέχιζα να λέω στον εαυτό μου. Fear makes the wolf look bigger. Μαλακίες. Κλισέ, καθησυχαστικές μαλακιούλες χωρίς νόημα. Ντάξει, ίσως να 'χουν και λίγο νόημα. Θυμάμαι κάποτε, ένα βράδυ σαν κι αυτό, που ήσουν όμως κι εσύ δίπλα μου, που είχα σηκωθεί να ρίξω νερό στο πρόσωπό μου και μέσα στην ταραχή μου μουρμούριζα, "Fear makes the wolf look bigger, fear makes the wolf look bigger, μαλάκα". Είχα προσπαθήσει όσο μπορούσα να μην σε ξυπνήσω αλλά εσύ ξύπνησες· άνοιξες λίγο τα μάτια σου, αυτά τα πράσινα γαμημένα μάτια που δεν θα ξεχάσω, με κοίταξες, κι έπειτα μου ψιθύρισες, κουρασμένα κι αόριστα.. "There is no fucking wolf, μαλάκα."
  Το μυαλό είναι πόρτες· πόρτες που θα ήταν καλό να μην ανοίγονται, θα ήταν πολύ καλό να μένουν για πάντα κλειστές, αλλά ποιος έχει την αυτοσυγκράτηση να μην ενδώσει στην απλή, απλούστατη μαζοχιστική περιέργεια; Δεν ανοίγουν ποτέ μόνες τους, να το θυμάσαι αυτό, τις πόρτες του μυαλού πάντα εμείς τις ανοίγουμε, εμείς φταίμε, εμείς το διαλέξαμε, τ' ακούς; Εγώ φταίω, με συγχωρείς, εγώ φταίω, συγγνώμη, δεν μπόρεσα να τα βάλω με το μυαλό. Συγγνώμη. 
  Η ανάμνησή σου δεν μου έκανε καθόλου καλό εκείνο το βράδυ· άνοιξα μια πόρτα και πίσω της ήσουν εσύ, μα ήσουν οργισμένη, τα 'χες πάρει μαζί μου γιατί εγώ έφταιγα, εγώ, πάντα εγώ, και που με κυνηγούσες και ούρλιαζες εγώ έφταιγα, γιατί άνοιξα την πόρτα σου. Με κυνήγησες σε όλη την έκταση του μυαλού μου. Και όταν τελικά με στρίμωξες σε μια γωνία απ' την οποία δεν μπορούσα να δραπετεύσω, έφτανε μόνο το βλέμμα στα μάτια σου για να ζήσω τρεις ζωές στην Κόλαση. Έφτανε. 
  Ξύπνησα από το όνειρο με το κυνηγητό βυθισμένος στον ιδρώτα. Δεν άνοιξα τα μάτια μου· έμεινα ξαπλωμένος να περιμένω το μυαλό να με καταπιεί ξανά. Ασφυκτιούσα σε εκείνο το δωμάτιο. Ασφυκτιούσα. Ήθελα να έρθει η ανακούφιση, ας ερχόταν η ανακούφιση. Σκέφτηκα για λίγο ν' ανάψω ένα τσιγάρο, να βάλω ένα ποτήρι ουίσκι, άλλαζα γνώμη συνεχώς. Ήταν ατελείωτο, το βράδυ εκείνο ήταν ατελείωτο, με όλη την έννοια της λέξης. Δεν περνούσε. ΔΕΝ ΠΕΡΝΟΥΣΕ.
  Ήταν όμως όταν ξύπνησα τελικά από εκείνο το όνειρο μ' εσένα που ήρθε. Η ανακούφιση. Άκουσα το τραγούδι ενός κούκου. Ξημερώνει. Ξημερώνει, είπα, ξημερώνει. Εξιλέωση. Άφεση αμαρτιών. Αλληλούια. Ξημερώνει. Με διαπέρασε ένα κύμα γαλήνης· ένιωσα σαν να υπήρχες, ξανά, ξαφνικά, ήσουν εκεί, ξαπλωμένη δίπλα μου και μου χάιδευες το πρόσωπο. Ήταν η πιο όμορφη στιγμή της ζωής μου τα τελευταία τρία χρόνια. Σηκώθηκα, έτρεξα στο μπαλκόνι. Ήμουν χαρούμενος. Νέα μέρα. Ίσως να 'ναι και η μέρα που περιμένω να 'ρθει, η μέρα για την οποία τόσο καιρό τραγουδάω. Θα ρθει μια μέρα που θ'αφήσω αυτό το φόβο πίσω μου, θα γίνει δένδρο και θα παίζουν από κάτω τα παιδιά..Θα είναι χαρτί που στροβιλίζει ο αέρας μακριά..

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

Of the tree of the knowledge of good and evil thou shalt not eat

 Είχα εκείνο το περίεργο όνειρο· βρίσκόμουν, λέει, στον κήπο του Παραδείσου. Ήμουν το Δέντρο της Γνώσης. Ήμουν ο Αδάμ, ήμουν η Εύα, ήμουν ο ίδιος ο Θεός. Πάνω από όλα, όμως, ήμουν το Φίδι. Ο Διάβολος. Ήμουν παρών σε όλη τη Δημιουργία του Κόσμου. Τα είχα δει όλα. Και τώρα που ο Παράδεισος ήταν υπαρκτός, είχα τυλίξει το σώμα μου γύρω από το Δένδρο και περίμενα. Τι περίμενα: τον Αδάμ και την Εύα, βέβαια. Ήξερα πως βρισκόμουν πάνω στο απαγορευμένο δένδρο, και μάλιστα ήξερα πως ο Θεός ήταν πολύ πιο πονηρός και διαβολικός από εμένα, τον αρχηγό της Κολάσεως. Γιατί είχε δημιουργήσει έναν τεράστιο Κήπο, γεμάτο από χιλιάδες κοινά οπωροφόρα δένδρα, κι από όλα αυτά τα δένδρα είχε δείξει στον Αδάμ και στην Εύα ακριβώς ποιο είναι το απαγορευμένο. Ακριβώς ποιο ΔΕΝ πρέπει να πλησιάσουν, από ποιο δένδρο ΔΕΝ πρέπει να φάνε τον καρπό. Το είχε ξεχωρίσει ανάμεσα στα άλλα χιλιάδες δένδρα, ενώ το ίδιο το Δένδρο της Γνώσης καθ' αυτό, δεν ξεχώριζε. Ο Θεός είχε στήσει μια τεράστια παγίδα για το ανθρώπινο μυαλό· είχε προκαλέσει τη δύναμη του πειρασμού, της μαζοχιστικής συνήθειας να θέλουμε ό,τι δεν μπορούμε να έχουμε. Το οποίο με έκανε μάλιστα, εμένα, το Διάβολο, να αναρωτιέμαι: πώς γίνεται αυτός να είναι ο Παράδεισος, εφόσον υπάρχουν ακόμη πράγματα που ο Αδάμ και η Εύα δεν μπορούν να έχουν; 
  Με πλησίασε πρώτη η Εύα. Λάθος της. "Δεν σας είπε ο Θεός να μην φάτε από αυτό το δέντρο;" της είπα. "Ναι" απάντησε, "Ναι, μας είπε ότι μπορούμε να φάμε από όλα τα δέντρα του Παραδείσου, εκτός από αυτό, γιατί αν φάμε, θα πεθάνουμε." Χαζή Εύα, χαζή. "Τι κάνεις εδώ, λοιπόν;" ρώτησα εγώ. Η φωνή μου ήταν βραχνή. Ένιωθα την καρδιά της Εύας να χτυπά πιο γρήγορα. Δεν απάντησε στην ερώτησή μου, οπότε εγώ συνέχισα. "Ο Θεός σας είπε να μην φάτε από το Δένδρο της Γνώσης, γιατί ξέρει πως αν γνωρίζετε το Καλό και το Κακό, τότε θα γίνετε κι εσείς Θεοί.. και δεν υπάρχει χώρος.. δεν υπάρχει χώρος για άλλους Θεούς.." Η Εύα στα λόγια μου αναθάρρησε· είδα στα μάτια της να λάμπουν και οι επτά Θανάσιμες Αμαρτίες:  λαγνεία, λαιμαργία, απληστία, οκνηρία, οργή, φθόνος, υπεροψία. Και χωρίς άλλα λόγια, χωρίς καν μία δεύτερη σκέψη, η Εύα έκοψε έναν καρπό από το Δένδρο της Γνώσης και τον καταβρόχθισε. Λάμψη, στα μάτια της είδα λάμψη, ικανοποίηση. Αμαρτία. 
  Όταν πρόσφερε τον ίδιο καρπό στον Αδάμ, όταν ο Αδάμ δέχθηκε την προσφορά της, και όταν ο ίδιος φανέρωσε, άθελά του, την αμαρτία του στο Θεό, και ο Θεός τους απέλασε από τον Παράδεισο, ήρθε η σειρά της δικής μου ικανοποίησης· ένιωσα σαν να σπάει μέσα μου ένα φράγμα, ένα φράγμα που τόσο καιρό συγκρατούσε τα ορμητικά νερά του χαιρέκακου εαυτού μου.. τα φίδια δεν χαμογελούν, μα σας ορκίζομαι πως τα μάτια μου έστω άστραφταν. Έχω επιτύχει αρκετές φορές στην ζωή μου, έχω ερωτευτεί, έχω νιώσει την ανταπόδοση του Έρωτα, της Αγάπης. Μα αυτό που ένιωσα τότε, εκείνες τις στιγμές που ο Θεός καταριόταν τους Πρωτόπλαστους, δεν συγκρίνεται με τίποτα απ' όλα αυτά. Ήταν δυνατότερο, πιο έντονο από οτιδήποτε· ήταν η Αναγέννηση, η Ανάσταση, ήταν τα Πάντα. Κι όλα αυτά, χωρίς να έχω κανένα απολύτως κέρδος απ' αυτήν την εξαπάτηση, από το κακό που έφερα στον Αδάμ και την Εύα δεν είχα κέρδος.. Ανάμεσα σ' εμένα και στο Θεό δεν υπήρχε βασική διαφορά: και στους δύο μας έφερναν χαρά πράγματα από τα οποία δεν είχαμε ούτε άμεσο ούτε έμμεσο κέρδος. Απλώς, ο Θεός χαιρόταν με τα όμορφα. Εγώ χαιρόμουν με τα Πάθη. 
  Στο σημείο εκείνο, που ο Θεός καταριόταν τους Πρωτόπλαστους, το όνειρο έσβησε. Βυθίστηκαν τα πάντα στο μαύρο. Κι έπειτα, από το πουθενά, φάνηκε στο βάθος του μαύρου εκείνου να περπατούν όλοι τους μαζί προς εμένα, ο ένας δίπλα στον άλλο. Δεν ήμουν πια το Φίδι, κι αυτό το ξέρω γιατί σερνόταν κι εκείνο πλάι τους. Με τη σειρά περπατούσαν ο Θεός, ο Αδάμ, η Εύα, και το Φίδι. Περπάτησαν προς εμένα, κι όταν έφτασαν σε απόσταση αναπνοής, σταμάτησαν. Τέσσερα ζευγάρια μάτια με κάρφωσαν με το βλέμμα τους, επικριτικά, με μίσος. Με αηδία. Ανάμεσα στον Αδάμ και την Εύα δημιουργήθηκε τότε ένας στρόβιλος· μία οδύνη που τους ρούφηξε όλους, κι έπειτα απ' το στρόβιλο γεννήθηκε μια νέα μορφή. Ο εαυτός μου.