Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

Δεν ξέρω πώς συμβαίνει.

  Δύο μαχαιριές, έτσι, δύο μαχαιριές που με κόψανε στα δύο, ΧΣΣΣ, ΧΣΣΣ. Απλά πράγματα. Και ήμουνα νεκρή, και νεκρά τα μάτια μου κοιτούσανε εσένα και περιμένανε εσένα να ρθεις να κολλήσεις ξανά τα κομμάτια μεταξύ τους. Μόνο που δεν ήρθες. Δεν ήρθες. Ε, κι εγώ έμεινα εκεί, σαν περιτύλιγμα παιδικού δώρου που το πετάξανε στην άκρη ολόσκιστο σαν σκουπίδι, να αιμορραγώ μέχρι θανάτου. Ν' αναρωτιέμαι αν ήμουν όντως απλά ένα περιτύλιγμα παιδικού δώρου. Αν όλος αυτός ενθουσιασμός δεν προοριζόταν σ' εμένα αλλά σ' αυτό που έκρυβα. Αν άξιζε να διαλυθώ για να φανεί αυτό. Και το αίμα να τρέχει, να τρέχει, να τρέχει.. Να κολυμπάω στην πορφυρή λίμνη των πόθων μου. Κι έτσι ξάφνου, εκεί που σε κοίταγα και περίμενα πώς και πώς να 'ρθεις, σκέφτηκα πόσο χαρούμενος θα 'σαι εκεί που είσαι. Πόσο χαρούμενος θα 'σαι που έχεις αυτό που έχεις. Και ήμουν χαρούμενη· αν και αυτό που ποθούσες δεν ήμουν εγώ, αν και η πηγή της ευτυχίας σου δεν ήμουν εγώ, χαμογελούσα γιατί ήσουν ευτυχισμένος. Ήμουν ευτυχισμένη μέσα από τη δική σου ευτυχία, απ' αυτήν έπινα και ξεδιψούσα τον αποξηραμένο λαιμό μου. Κι έτσι πέθανα· βουτηγμένη στην πορφυρή λίμνη των πόθων μου, ενώ τα χείλη μου ήταν ακόμη λεκιασμένα με την ευτυχία σου. Κάπως έτσι: γυμνή από έρωτα, πνιγμένη σε μια θάλασσα από πόθους, κλέβοντας τζούρες χαράς από μια χαρά που δεν μ'άνηκε. Αμαρτωλή. Ευτυχής, λυπημένη και πότης. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου