Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Στο κόκκινο
το χρώμα του πάθους
πάθος του έρωτα, πάθος του μίσους
Στο γκρίζο
γκρίζο για το ψέμα και την ανία
την ανία που σ' έπνιξε
και σού 'κλεβε συμπόνια απ' τις πίσω πόρτες
Στο καστανό
της ζέστης, του χειμώνα που ζούμε
μέσα απ' τα τζάμια
ασφαλείς και ζεστοί κοιτάμε μια μπόρα
που ποτέ δεν θα φτάσει εμάς
Ασφαλείς και ζεστοί..
Και στο βαθύ κι απέραντο μπλε!
Μπλε της γαλήνης
μπλε, της νοσταλγίας
μπλε, ο ρυθμός στο χορό της Σελήνης
μπλε, οι καπνοί που βγαίνουν απ' το στόμα της Πυθίας
Σ'αυτά, λοιπόν, εγώ
σκισμένο περιτύλιγμα παιδικού δώρου που με παράτησαν στην άκρη
μοιράζω την ψυχή μου
κι ας με ξεκοιλιάσουν ύστερα
πεινασμένοι Κέρβεροι.
Ας είναι.

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Μία ματιά μόνο, έφτανε ένα μόνο βλέμμα, δικό σου, μέσα απ' τα τζάμια του λεωφορείου, για να μάθω.. για να ξέρω.. Το 'ξερες και συ, πως σε 'βλεπα, μέσ' απ' τα παράθυρα. Είμαι σίγουρη.. Κι ενώ συγκρατιόσουν και έκαμες προσπάθεια να περάσουν οι κινήσεις σου απαρατήρητες, δεν φαντάζεσαι πόσο πολύ τις πρόσεχα. Δεν μπορώ να σου εξηγήσω. Την κάθε μια ξέχωρα, κι ύστερα όλες μαζί. Κι ύστερα, ξαφνικά, αφέθηκες. Ίσως να νόμισες πως δεν κοιτούσα πια. Ίσως να σου ξέφυγε. Πάντως το 'δα, κι ακόμα το θυμάμαι, και πάντα θα το θυμάμαι. Το βλέμμα σου, για μια στιγμή. Πολύ μικρή. Το είδα. Και μάλιστα, τότε, τότε που το 'δα, θυμάμαι -αν κι έχουν περάσει μέρες, το θυμάμαι- σκέφτηκα, nowhere to run home to, no wonder you're not fine. Στιχάκια του δρόμου που δεν θ' ανήκουν ποτέ σ' ένα τραγούδι. Αδέσποτα.. Και πώς να 'χεις μέρος να λες σπίτι; Στο σπίτι είμαστε ασφαλής, ξεκουραζόμαστε, εσύ όλο τρέχεις.. Όλο φροντίζεις.. Ωραία θα 'ταν- και το εννοώ- τα αντικαταθλιπτικά να έκαναν τους ανθρώπους χαρούμενους, να έφερναν την ευτυχία. Ωραία θα ήταν. Μα αντικαταθλιπτικά τα λένε. Αντί + κατάθλιψη. Διώχνουν τη θλίψη, τίποτ' άλλο. Αν έφερναν ευτυχία θα τα έλεγαν κάπως αλλιώς.. Ήθελα να στο πω, δεν στο 'πα. Σου λέω τούτο όμως. Όλα είναι ένα παράδοξο. Ένα περίμενε για κάτι που δεν θα 'πρεπε να περιμένουμε κι όμως θέλουμε.. Ένα περίμενε για κάτι που όλο έρχεται και ποτέ δεν θα 'ρθει.. Ένα περίμενε σ' ένα βρώμικο λιμάνι για 'κεινο το πλοίο.. Το πλοίο που όλο φτάνει.. 

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

 Νόρα,

 Στο είχα πει, θυμάσαι; Κάθε καλοκαίρι στο λέω. Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια, μόνο τρόπο να κοιτάνε. Το θυμάσαι; Εγώ το θυμάμαι. Το τραγούδι, το θυμάσαι; Το τραγούδι που 'χει μέσα αυτούς τους στίχους; Κι ύστερα πάει κάπως έτσι, στα ίδια μέρη θα ξαναβρεθούμε.. τα χέρια θα περάσουμε στους ώμους.. Εγώ, στο 'πα και πριν, το θυμάμαι. Το θυμάμαι όσο καθαρά θυμάμαι τις ταυτότητες στην άλγεβρα,τα κριτήρια ισότητας τριγώνων στη γεωμετρία, το σόλο της κιθάρας στο wish you were here και τους στίχους του Μόχα. Τα τέσσερα πράγματα που ξέρω απ' έξω κι ανακατοτά. Κάποτε ήξερα και τις προθέσεις, στο δημοτικό.. τώρα τις ξέχασα, όσο περνάει ο καιρός και μεγαλώνω ξεχνάω άλλα και θυμάμαι καινούρια. Time is on my side. Οι Stones το λένε. Θυμάσαι τους Stones; Ή μήπως τους ξέχασες κι αυτούς; Ποια θα 'σαι αν ξεχάσεις ακόμα και τους Stones; Ποια είσαι γενικά, τελικά; Αφού δεν θυμάσαι τίποτα; Ξέρεις ποιοι δεν θυμούνται τίποτα; Οι νεκροί. Είσαι κι εσύ μια απ' αυτούς; Μα όχι βέβαια, οι νεκροί είναι καταραμένοι, δεν έχουν αναμνήσεις και δεν μπορούν να δημιουργήσουν νέες. Εσύ δεν είσαι καταραμένη.. Είσαι; 
  Εμένα δεν μου είπαν πως βρέθηκες νεκρή, με το κεφάλι σταπατσαρισμένο κάτω από μια ρόδα, να κολυμπάς στο ίδιο σου το αίμα. Εμένα δεν μου είπαν ότι η καρδιά σου σταμάτησε να χτυπάει. Δεν μου είπαν τίποτα. Κι όταν ρώτησα τι απέγινες, μου είπαν πως θα χάθηκες. Αδέσποτη ήσουν, ότι ήθελες έκανες. Όπως κι εγώ θα έκανα ό,τι ήθελα αν ήμουν αδέσποτη. Εγώ τότε, σε θαύμασα. Θυμάμαι πως σκέφτηκα, επιτέλους. Επιτέλους, έφυγε. Όχι πως σε είχα βαρεθεί- προφανώς και δεν σε είχα βαρεθεί- απλά, ξέρεις, φοβόμουν μην γίνεις το γατί του καναπέ στο οποίο κάποτε είχες αρχίσεις να μοιάζεις. Ξέρεις τώρα. Το θυμάσαι, αυτό το θυμάσαι σίγουρα, γιατί σε πρόσβαλλα- δεν σ'άρεσε να σε προσβάλλουν, όσο κι αν το δεχόσουν, δεν σ' άρεσε. Ω, μου τη δίνει αυτός ο αόριστος..
 Τέλος πάντων. Σήμερα, παίξαμε θέατρο την ώρα της λογοτεχνίας. Το σκεφτόμουν όταν γυρνούσα σπίτι κι ήθελα να στο πω αλλά δεν ήσουν εκεί- καλά θα 'ταν και μια δραματική σχολή, ε; Αλλά μπα.. Τι λεφτά να βγάλεις από μια δραματική σχολή.. Και θες και ταλέντο. .δεν είναι όλα παίξε γέλασε.. Μακάρι να 'ταν.. Ίσως και να 'ναι.. Όπως είπα, μπα.. Εγώ είμαι καταραμένη να λύνω μια ζωή αλγεβρικές ασκήσεις και να επαναλαμβάνω τον ακριβή ορισμό του έργου για να χαίρεται ο καθηγητής μου. Έργο μιας δύναμης είναι το μονόμετρο μέγεθος που ισούται με το γινόμενο του μέτρου της δύναμης επί τη μετατόπιση που διήνυσε το σώμα εξ' αιτίας αυτής της δύναμης, και εκφράζει το ποσό της ενέργειας που μεταφέρθηκε από ένα σώμα σε ένα άλλο ή μετατράπηκε από μία μορφή σε μία άλλη. Μ. Μάλλον θα 'πρεπε να το προσθέσω κι αυτό στα πράγματα που ξέρω απ' έξω κι ανακατοτά.. 
Κρίμα που δεν ήσουν εκεί σήμερα το μεσημέρι. Θα μ' άρεσε μια μικρή συζήτηση.. Να σου πω πώς πέρασα, να μου πεις κι εσύ.. Να 'χω μια σωστή απάντηση στις σκέψεις μου. Κι εσύ θα 'θελες λίγο χάδι..Μα τι να κάνεις.. C'est la vie, c'est la vie.. 
 Πήγε ένδεκα παρά πέντε. Πρέπει να τελειώνω. Παρασκευή αύριο. Άσχημο πρωινό, όμορφο απόγευμα. Δεν θα πω αντίο. Γιατί θα ξαναγράψω. Δεν θα σου πω ποτέ αντίο. Αντίο λέμε σε αυτούς που έφυγαν. Για να φύγει κάποιος, πρέπει πρώτα να έχει έρθει. 

Α, Νόρα, κάτι τελευταίο, μην το ξεχάσω, το 'πε ο Παύλος στη Θλίψη κι η Θλίψη το 'στειλε στην Ζωή προχθές κι ήθελα κι αυτό να στο πω: Το ομορφότερο τραγούδι που 'χω ακούσει, το είπε ένας καπετάνιος πριν πεθάνει.. Το πιο ωραίο, το πιο ωραίο.. Το πιο ωραίο είναι το επόμενο λιμάνι..

Αυτά λοιπόν. Καληνύχτα, κωλόγατο. Βρωμούσες σκουπιδίλα, ήσουν ντελικάτη κι είχες ό,τι χρειαζόταν: brains and guts. Μυαλό και κότσια. Α, και ήσουν η μόνη γάτα που συμπάθησα ποτέ μου μαζί με κάτι άλλα μωρά γατιά που είχα βρει στην εξοχή όταν ήμουν δέκα. Καληνύχτα.  

Δάφνη. 

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

Ε, εσύ. Ναι, εσύ. Που 'χεις να κοιτάξεις των ουρανό εδώ και μέρες γιατί το πρόσωπό σου όλο κοιτάζει τα πατώματα. Στα χαμηλά δεν βρίσκεις απαντήσεις. Κρύψου, ναι, κάλυψε τα μάτια σου, φόρα ένα σκοινί γύρω απ' τα ματόκλαδα και αγνόησε τα πάντα. Αυτό, όμως, δεν θα τα κάνει να μην υπάρχουν. Η άγνοια είναι ευτυχία- ναι, σ' εκείνα που δεν υπάρχει πια τίποτα να κάνουμε πέρα απ' το να μάθουμε να ζούμε μ' αυτά. Επαναλαμβάνομαι, το ξέρω. Μην ακούς τις μαλακίες που λένε, τα γυάλινα ποτήρια που πέφτουν και σπάνε δεν είναι ποτέ ίδια. Βλακείες! Πέφτει, σπάει, το κολλάς, συνεχίζει να είναι ένα γαμημένο ποτήρι και να κάνει ό,τι στο διάολο κάνουν όλα τα ποτήρια του κόσμου, που να με πάρει. Απλά, ζει με λίγες ρωγμές. Και ίσως μια στο τόσο η κόλλα να ξεραθεί σε μια ρωγμή και το ποτήρι να ραγίσει, ποιος νοιάζεται, το ξανακολλάς. Σιγά. Όλοι έχουμε ρωγμές. Και όλοι ζούμε μ' αυτές. Το θέμα είναι, να το πάρεις απόφαση και να το ξανακολλήσεις. Όχι σαν τους σπάταλους και τους αδύναμους που καμώνονται πως προσπαθούνε κι ύστερα λένε, α, μπα, έσπασε και δεν ξαναφτιάχνει, θα πάρω άλλο. Όχι, θα κάτσεις να φτιάξεις αυτό εδώ το κωλο-ποτήρι γιατί δεν μας παίρνει ν' αγοράζουμε καινούρια. Στο κάτω κάτω, όταν γεννιόμαστε, ο καθένας μας παίρνει σουβενίρ για τη νέα ζωή ένα μονάχα ποτήρι, και αυτό το ποτήρι πρέπει να προσέχει. No second chances. Μην ακούς τις μαλακίες περί 'broken beyond repair', ψέματα είναι. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, όλοι, κάπως, τα φέρνουν από 'δω, τα φέρνουν από 'κει, τα καταφέρνουν. Κι αν χάσεις ένα κομμάτι απ' το ποτήρι σου, βάλε στα πρόχειρα μια χαρτοταινία, απλά για να μην μπάζει το νερό απ' την τρύπα. Και πάλι, τη δουλειά σου κάνεις. Με υποκατάστατα. Και μην σ' ακούσω ποτέ να περιμένεις να 'ρθει άλλος να σου βάλει την κόλλα, να 'ρθει άλλος να κολλήσει τη χαρτοταινία σου. Καλό θα 'ναι κανείς να μην μπλέκει με κανέναν. Καθένας το ποτήρι του. 
 Αυτά από 'μενα. 


 ΥΓ: Α, και πρόσεχε. Η θλίψη είναι πονηρή. Αλλάζει πρόσωπα. Ένας Παύλος μου το 'πε. Καταλαβαίνεις τι εννοεί; Σου το εύχομαι...

another grey room

Αγαπητό ημερολόγιο, 
 Πιστεύω πως πρέπει να 'χασα τα λογικά μου ή τουλάχιστον να μην καταφέρνω πια να τα ελέγξω, γιατί μόλις πριν από λίγο προσπάθησα να προσευχηθώ. Ήθελα να ζητήσω από το θεό να με βοηθήσει αλλά δεν κατάφερνα παρά να βγάζω μονάχα λόγια, λόγια μάταια και σκοτεινά, που δεν έκαναν άλλο από το να πέφτουν στο πάτωμα δίπλα μου και να κατρακυλάνε στις γωνίες και κάτω από το κρεβάτι. Έκανα προσπάθεια, σοβαρή προσπάθεια, να θυμηθώ τι λέμε μετά το "Τώρα πέφτω να κοιμηθώ.." αλλά όλα εκείνα είναι μόνο λόγια, άχρηστα λόγια, τεχνητά, βαριά, που δεν έχουν ούτε νόημα ούτε δύναμη. Είναι σαν το παραλήρημα που ξερνάει εκείνη εκεί η τρελή γυναίκα, το μέλος της οικογένειάς μου των τρόφιμων. Άχρηστες, άδειες φλυαρίες, δίχως δύναμη και δόξα. Μερικές φορές σκέφτομαι πως μόνο με το θάνατο μπορείς να βγεις μέσα από τούτο το δωμάτιο. 

Η Αλίκη στη Χώρα του LSD, της Αλίκης Χ. 

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

Θα 'θελα να 'μουν σαν εσένα
ιστιοφόρο με τα πανιά του ανοιγμένα 


 Ήρθε ένα νεαρό παιδί σήμερα, γύρω στα είκοσι, και ρώτησε εμένα, γέρο άνθρωπο, που ξέρω, λέει, περισσότερα, τι είναι κατάντια. Μου 'πε, πες μου συ, γέρο, τι είναι κατάντια, να ξέρω κι εγώ, να μείνω μακριά της. Στάθηκα εγώ να τον κοιτάζω καλά καλά, να μετρώ καταστάσεις, να δω αν τ' άξιζε να μάθει τι είναι κατάντια για να το προλάβει. Κι ύστερα, χλεύασα τον εαυτό μου. Κανείς δεν προλαβαίνει την κατάντια. Όλοι ξυπνάμε μια μέρα γέροι κι αδύναμοι, με άσπρα γένια και λευκές, αραιές τρίχες αντί για μαλλιά, με ροζιασμένα χέρια και πόνους στις αρθρώσεις. "Τι να σου πω, παιδί μου" απάντησα στο νεαρό, "ό,τι και να κάνεις δεν θα την προλάβεις την κατάντια. Θα σε χτυπήσει. Ό,τι και να κάνεις στην ζωή σου, μόνος θα πεθάνεις, αδύναμος, κρύος.. Ό,τι και να κάνεις, τα ίδια σκουλήκια θα φάνε το σώμα σου, ο ίδιος θάνατος θα πιει την ψυχή σου φωνάζοντας άσπρο πάτο.." 
 Ο μικρός δεν ευχαριστήθηκε απ' την απάντησή μου.Ούτε εγώ ήμουν ευχαριστημένος, για να λέμε και την αλήθεια. "Κοίταξε" είπα, αναστενάζοντας βαθιά, "η κατάντια είναι πράμα που καθένας το ξέρει αλλιώς. Εγώ, για το γιο του κυρ Γιώργη που το 'ριξε στα ναρκωτικά, θα σου πω, για δες, πώς κατάντησε έτσι, νέο παιδί.. Μα ίσως ο ίδιος ο γιος του Γιώργη να μην θεωρεί καθόλου τον εαυτό του μια κατάντια.. ίσως κεινο το παιδί να ζει τώρα την ζωή του, να 'ναι χαρούμενος, να κάνει κείνο που θέλει... μάλλον κατάντια είναι να κάνεις κείνο που κάνει τους άλλους χαρούμενος παιδί μου, κι όχι εσένα.. " 
 Έκανε να φύγει, τότε, ο νεαρός. Μα ακόμη ένιωθα πως κάτι μου 'λειπε, κάτι είχα ξεχάσει να του πω. "Στάσου!" φώναξα, ενώ εκείνος κατευθυνόταν προς την πόρτα, "ο Καββαδίας είχε γράψει κάποτε, Οι κάλοι των χεριών μου από τα λουριά σου μου είναι τόσο αγαπητοί, όσο κι εκείνοι που κάποτε απέκτησα στις θαλασσινές μου πορείες. Ορίστε, τούτο να θυμάσαι. Κατάντια είναι να γερνάς χωρίς ν' αγαπάς τους κάλους που απέκτησες σε πόδια και σε χέρια ενώ ήσουνα νέος.." 

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2013

Ο Παύλος

"Αυτά είναι λοιπόν τα βράχια που θα γίνουνε σκόνη.. Αυτά τα βράχια είχα στο μυαλό μου.. Έτσι κι αλλιώς τα βλέπω που τα διαλύει σιγά σιγά η θάλασσα τα τελευταία είκοσι χρόνια.. κι έστω κι ελάχιστα αλλάζουνε μορφή.. Κατά κάποιο τρόπο είναι σαν σύμβολο για 'μενα, μου θυμίζει ότι.. όσο σκληρό κι αν είναι κάτι.. όταν είναι ακίνητο, ακόμα και το πιο μαλακό πράγμα, αυτό που δεν έχει καμία γωνία, ακριβώς επειδή κινείται, μπορεί να το.. να το διαλύσει.."

Παυλίδης 


Ξέρω τα κύματα μια μέρα αυτά τα βράχια 
θα τα διαλύσουν, θα τα κάνουν όλα σκόνη
θα 'ρχεται 'κεινο το κορίτσι να ξαπλώνει
πάνω στην άμμο και να τραγουδάει, τάχα..

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2013

"Τα ρέστα"

 "Αχ, βρε μάνα! Έχουν περάσει- πόσα; Τριάντα χρόνια από τότε; κι ακόμα δεν έμαθα το μάθημά μου. Ακόμα δεν έγινε άντρας, ακόμα χαζεύω στο δρόμο κοιτάζοντας τα παιδιά, ακόμα μου κλέβουν οι αλήτες τα ρέστα. Κι αυτό είναι η μεγαλύτερη τιμωρία σου. Και δική μου τιμωρία- που δεν κατάλαβα, όσο ήταν ακόμα καιρός, τι υπέφερες τότε, και θέλησα να σ' εκδικηθώ. Μα που να πάρει ο διάβολος, έπρεπε να τα βάζεις μαζί μου για να ξεσπάς; 
  Δεν μπορούσες δηλαδή να κάνεις τα στραβά μάτια όταν αργούσα δέκα λεπτά ή ξεχνούσα ν' αγοράσω τ' αλάτι; Κι αν θυμάμαι καλά, τα ρέστα που μου 'χαν κλέψει τα παιδιά του απάνω δρόμου ήταν, στο θεό σου βρε μάνα, ή έξι ή εφτά δεκάρες!" 

Τα Ρέστα, Κώστας Ταχτσής

Me and my monkey

Ο σκύλος μου είπε πως θα 'πρεπε να βγω λιγάκι έξω σήμερα. Μου είπε, βγες, δεν με νοιάζει αν θα με πάρεις μαζί σου ή όχι, απλώς βγες. Είπε επίσης πως θα 'πρεπε να κάνω ένα πάρτι. Της είπα πως δεν έχω όρεξη για πάρτι. Μου είπε να σηκωθώ να χορέψω, της είπα πως δεν ξέρω πια πως. Μου είπε να πάω στο Παρίσι. Μου είπε να αποκτήσω ένα τοτέμ κι εγώ, για να ξεχωρίζω την πραγματικότητα απ' το όνειρο- της είπα πως δεν θ' άλλαζε τίποτε. Το να ξέρω πως ονειρεύομαι με τρομάζει ακόμη περισσότερο. Stuck in her daydream.. Μου είπε να φύγω, να σηκωθώ να φύγω, να πετάξω. Να φάω πρώτα το γλυκό, μετά το κυρίως πιάτο. Κι αν πεθάνεις τρώγοντας το κυρίως; Το γλυκό θα σε χορτάσει και θα τ' απολαύσεις περισσότερο. Της είπα πως ο πραγματικός κόσμος δεν δουλεύει έτσι. Με ρώτησε από πότε έχει σημασία αυτό. Whatever you do in your life will be insignificant, είπε, but it is very important that you do it. Συμφώνησα. Σιωπήσαμε για λίγο. Μετά της είπα πως δεν μπορώ να φύγω. Με κορόιδεψε. Κότα, είπε. Απλώς φοβάσαι. Δεν διαφώνησα.  Όμως θα φύγω, το ξέρω πως θα φύγω, απλώς όχι ακόμη. Αύριο θα σε χτυπήσει κεραυνός. Δεν διαφώνησα ξανά. Μου είπε να παίξω φυσαρμόνικα, της είπα πως βαριέμαι. Μου είπε διάφορα, ούτε που τα θυμάμαι. Δεν ήταν καλές ιδέες, τις απέρριπτα συνεχώς μέχρι να βγάλει το σκασμό. Στο τέλος, μου είπε να σταματήσω να μιλάω σε σκύλους και να βγω έξω, να έχω μια πραγματική συζήτηση. Της είπα πως δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα. Είναι μυθοπλασίες... Γενικά ο σκύλος μου είπε πολλά σήμερα.