Σάββατο 4 Απριλίου 2020

λεωφόρος/ιδρώτας/καραντίνα

 Ξεκινάω. Κατεβαίνω απ' το στενό μου στην κεντρική λεωφόρο, το χρονόμετρο μετρά αντίστροφα είκοσι λεπτά. Ο μοναδικός λόγος που το χρησιμοποιώ είναι γιατί θέλω να ξέρω πότε βρίσκομαι στη μέση της διαδρομής μου. Χαιρετάω πρώτο τον μανάβη, γύρω στις πέντε, πέντε και δέκα. Στο τέλος της προπόνησης θα τον επισκεφθώ, θα μου πει μια ελαφρά παραλλαγή του αστείου που μου είπε εχθές, κι εγώ θα αγοράσω λαχανικά για το γεύμα μου. Διασχίζω την λεωφόρο και το μόνο που έχει σημασία είναι να βγει αυτή η ανηφόρα. Για λίγο. Στην διασταύρωση συναντάω το γνωστό μπλόκο, τις πρώτες μέρες με κοιτούσαν παράξενα, πλέον με χαιρετάνε ως κι αυτοί, με ένα νεύμα. Παρακάτω, στο σαντουιτσάδικο, η Μαιρούλα που δεν πιστεύει στον κορονοϊό με χαιρετάει με κάποια εμψυχωτική φράση. Της χαμογελάω, είμαι για δυο δευτερόλεπτα ο πρωταθλητής των δρόμων. Ο Πιλάλας απ' αυτήν την ταινία μικρού μήκους. Θα δω τη Μαιρούλα ξανά αύριο, θα μου φτιάξει έναν φρέντο εσπρέσσο και θα πάρω κι ένα κομμάτι σπανακόπιτα. Θα ανταλλάξουμε τις ίδιες κουβέντες, μετά θα μου πει για κάποιο δημοσίευμα, για τις συντάξεις και τους γέρους που θέλει να σκοτώσει η κυβέρνηση, κι εγώ κάπου εκεί θα προσπαθήσω ομαλά να της εξηγήσω. Δεν θα μας βγει. Κάθε τρεις μέρες μου κερνάει τον καφέ, είναι κάτι σαν φίλη μου, μου λέει για το αγόρι της που είναι στρατιωτικός, πως παραλίγο να τον στείλουνε στον Έβρο, είχε στεναχωρηθεί γι' αυτό πολύ. Μπροστά στο ψαράδικο της κεντρικής λεωφόρου περιμένει πάντα εκείνη η γυναίκα, αυτή πάντα κάπου περιμένει, παλιά νόμισα πως κάνει πιάτσα. Ύστερα όμως την πέτυχα σ' ένα διάδρομο σούπερ μάρκετ, να περιμένει με την ίδια έκφραση, και κατέληξα πως είναι τρελή. Αυτό που λέμε τρελή, τέλος πάντων. Κάθε τόσο αλλάζει πόστο, τώρα είναι στο ψαράδικο, κάθε απόγευμα. Το πρωί δεν ξέρω πού πάει. Δεν έχω δει ποτέ κανέναν να της μιλάει. Στα καφενεία της πλατείας αράζουνε στη ζούλα δυο τρεις γέροι, κρατάνε αποστάσεις, κοιτάνε το κενό, δεν έχουν άλλα νέα να πουν. Δεν μπορούν να παίξουν τάβλι, πρέπει να κάθονται μακριά. Δεν μπορούν να παίξουν κίνο, είναι κλειστό το προπατζίδικο. Παίζουν τα κομπολόγια τους, καπνίζουνε και περιμένουν, όπως η γυναίκα στο ψαράδικο. Βγαίνω στην προκυμαία, έχω αρχίσει πια να κουράζομαι όμως συνεχίζω με τον ίδιο ρυθμό, ανυπομονώ να χτυπήσει το χρονόμετρο για να πάρω κουράγιο. Η πόλη φάντασμα με κοιτάζει ύποπτα, τι κάνεις έξω, μου λέει. Ό,τι κι εσύ, της λέω.  Συναντάω πάντα εκείνον τον τύπο με τα ακουστικά, τρέχει κι αυτός, σαν εμένα, σάμπως μας έμεινε και τίποτα άλλο να κάνουμε. Στο παγκάκι μπροστά στο ζαχαροπλαστείο μια μάνα κι ένα παιδί τρώνε παγωτό, στη ζούλα κι αυτό όπως όλα. Ως κι ο ήλιος βαρέθηκε να μπαινοβγαίνει, τον πιάσαν οι ανασφάλειες, γιατί δεν με χαζεύει κανένας απ' την προβλήτα, ασχήμυνα; Στρίβω στην Κομνηνάκη, τα τραπεζοκαθίσματα που έχουν γνωρίσει τα μεθύσια μου με χαιρετάνε νοσταλγικά, πότε ξανά μου λένε, ξέρω 'γω τους λέω, θα δούμε. Στο πλατεάκι σχεδόν συγκινούμαι, ο Ζάχος κουνάει την ουρά του, μακάρι να 'χα κι εγώ μια να σ' την κουνήσω, μπαγασάκο. Θα τα πούμε ξανά όταν όλα θα έχουν περάσει, όπως το τραγούδι. Χτυπάει το χρονόμετρο, παίρνω μια ανάσα. Δυο λεπτά και πάμε πάλι. Στην Ερμού ο κυρ Γιώργος ακόμη ελπίζει να πουλήσει χόρτα. Χαιρετιόμαστε. Θες χόρτα, όχι κυρ Γιώργο. Οι βιτρίνες κοιτάνε θλιμμένα το τίποτα, έχουν κι αυτές τις μαύρες τους, όπως ο ήλιος, το ίδιο πράμα. Η σκιά μου πηδάει από τζαμαρία σε τζαμαρία, είναι η μόνη κίνηση σ' αυτόν τον δρόμο, εγώ κι η σκιά μου. Μια φορά σ' αυτή τη γωνία είχα συναντήσει τυχαία μια φίλη, γυρνούσε απ' το σούπερ μάρκετ, δώσαμε αγκώνες και λέγαμε τα νέα μας, όσο χάρηκα τόσο στεναχωρέθηκα που την είδα. Ήτανε μια φορά όμως. Από τότε σ' αυτή τη γωνία πάντα κόβω λίγο ταχύτητα, μήπως και, αλλά μπα. Στο κιόσκι μπροστά στην τράπεζα ο κιθαρίστας συνεχίζει να παίζει, αυτός παίζει ό,τι ώρα και να 'ναι, πίνει και παίζει, αυτά τα δύο ρηματα. Και πριν την καραντίνα δηλαδή το ίδιο τροπάρι, όση κίνηση και να 'χει, τι δώδεκα τα μεσάνυχτα τι δέκα το πρωί. Σάμπως έχει και τίποτ' άλλο να κάνει. Να μεθάει και να παίζει, αυτά μόνο. Στον δρόμο για το σπίτι τα πιτσιρίκια χαιρετάνε τη γιαγιά που 'χει βγει στο μπαλκόνι. Φοράει μάσκα ακόμα κι εκεί, φοβάται ο κόσμος και δεν καταλαβαίνει τι κάνει και γιατί. Δεν προλαβαίνω να χαμογελάσω με την υπερβολή, τα πιτσιρίκια που χαιρετάνε τη γιαγιά τους με 'χουνε πιάσει απ' την ψυχή. Τα ζηλεύω. Αγάπες μου, τους λέει. Μωρέλια μ' , σας φιλώ από μακριά. Τους στέλνει φιλιά πάνω απ' τη μάσκα. 
Σάμπως της έμεινε και τίποτ' άλλο να κάνει. 

Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

βορράς/βουνό/παράθυρο

Οι ρίζες είναι για να βγάζουμε κλαδιά κι όχι για να επιστρέφουμε σ' αυτές. Πάντα μ' άρεσε αυτή η φράση της Γώγου, ωστόσο πάντα επέστρεφα στις ρίζες μου. Θυμήσου ποια είσαι και θα ξέρεις πάντα πού πηγαίνεις, ήταν κι αυτή μια σημαντική φράση που με συντρόφευε απ' την εφηβεία και την τηρούσα όποτε την θυμόμουν - παράδοξο. Όταν θυμόμουν ποια είμαι, θυμόμουν κι ότι δεν πρέπει να ξεχνάω. Σπουδαία ταυτολογία. Το βουνό μου μιλάει, όπως μου μιλάει η θάλασσα, λέμε τα μυστικά μας, κι ο πλάτανος θυμάται αμέτρητες ιστορίες. Σου είπα πως για μένα ο χρόνος είναι κάτι που κολυμπάς μέσα του. Το διασχίζεις με απλωτές και μακροβούτια. Κολυμπάω απροσανατόλιστα, ακατανόητα ίσως, δεν πρόκειται να πνιγώ· έχω αυτήν την αδικαιολόγητη αυτοπεποίθηση. Θέλω πολύ να βάλω τα κλάματα, θέλω να κλάψω για όλα, ακριβώς εδώ, σ' αυτήν την γωνία που μου είπες πως φαίνονται οι βάρκες όταν φτάνουν. Θέλω να κλάψω για όλες τις Χούσνα και τους Τζουμαχάν του κόσμου. Θυμάμαι τον ποταμό του χωριού μου. Μου μιλά κι αυτός. Μου θυμίζει. Του λέω: δεν ξέρω πότε θα τα ξαναπούμε. Και στα λόγια μου στάζει η μοναξιά σαν μέλι. Η σιωπή των δρόμων τραγουδά καλύτερα απ' τις Σειρήνες, ταξιδεύει πάνω στους πόρους του δέρματός μου, κάνει τις τρίχες στη ράχη μου ν' αναθαρρέψουν. Χορεύω νωχελικά στην φρενίτιδα των αναμνήσεων. Η θάλασσα με ζητά. Της θυμίζω: θα λέω ψέματα πως δεν θα ξαναφύγω. Η άλλη άκρη είναι φοβερά κοντά, κι όμως κάποια Χούσνα και κάποιος Τζουμαχάν δεν κατάφεραν να διασχίσουν το στενό πέρασμα. Τα σκυλιά αλυχτάνε, το ουρλιαχτό τους χαράσσει τη νύχτα στα δύο. Είχα πει: την επόμενη φορά που θα ερωτευτώ, θα το γιορτάσω. Το χαρτί που έδωσα στην Χούσνα έλεγε γκουντ λακ, δεν ήξερε όμως τι σημαίνει, ίσως στα είκοσί της να το 'χει ακόμη, να το κοιτάξει και να θυμηθεί και τότε να καταλάβει. Οι αναμνήσεις μου από σένα μυρίζουν καφέ και χόρτο. Σκέφτομαι: σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιών χαράκι. Και παρακαλώ τον ήλιο ν' ανατείλει. Μόνο κάτι ψωροδάκρυα στάξανε, κοροϊδέψανε τα ίδια τον εαυτό τους. Θυμάμαι: γλυκά είναι τα δάκρυα που στάζουνε με πόνο, μα να τα χύνεις μια φορά, δυο το πολύ τον χρόνο. Διασχίζουμε την επαρχιακή οδό σαν τρελαμένοι. Το λάστιχα αιωρούνται πάνω απ' την άσφαλτο, αγαπιούνται τρελά, είναι τρελά και παλαβά ο ένας για τον άλλο. Ο αέρας βουίζει απ' τα παράθυρα, χορεύει με την μουσική που ουρλιάζει απ' τα ηχεία, και οι αγελάδες ακούνε Τρύπες πρώτη φορά στην σύντομη ζωή τους. Έχουν αυτήν την τρομερή τύχη. Ειν' επικίνδυνοι όλοι αυτοί, οι μεθυσμένοι απ' τον θεό, οι εθισμένοι στην ζωή. Συμφωνούμε πως αυτή τη μουσική μπορείς να την ακούς μόνο με γυαλιά ηλίου. Τα φοράμε και για λίγο είμαστε κάποιοι άλλοι. Σκέφτομαι να σου πω πως οι βόλτες με το αμάξι είναι το αγαπημένο μου πράγμα. Το αφήνω γι' αργότερα. Το αμάξι στροβιλίζεται, η ταχύτητα οξύνει τις αισθήσεις, αναρωτιέμαι αν αυτά τα μονόφυλλα σε καταστέλλουν ή βρίσκεσαι σε μια αδιάλειπτη αισθαντικότητα. Συναντάμε έναν τύπο, κρατάει ένα χορτοκοπτικό μηχάνημα κι εσύ λες ότι μοιάζει σαν να ψάχνει μ' αυτό χρυσάφι. Για τους χωριάτες μπορείς να φανταστείς ό,τι θες, κατά πάσα πιθανότητα θα ισχύει. Ότι έχουν θαμμένες λύρες στο χωράφι τους ή ότι γαμάνε τις κατσίκες τους. Πως μια γυναίκα σκότωσε τον άντρα της ρίχνοντας τον στο πηγάδι κι έπειτα είπε πως ήταν ατύχημα. Ή πως κάποια γριά ξέρει ξόρκια, αληθινά, τα μουρμουρίζει τη νύχτα με τα μαλλιά της λυτά φορώντας μια λευκή νυχτικιά, μπορεί να τα λέει για τον γέρο που γαμάει την κατσίκα του, μπορεί και για σένα. Πώς πήγαινε αυτό το τραγουδάκι που έλεγε για μια παχιά αγελάδα που λιαζότανε στον κάμπο; Αυτή η αγελάδα ήξερε πως είναι επικίνδυνοι οι μεθυσμένοι απ' τον θεό, οι εθισμένοι στην ζωή; Το ήξερε; Κι εγώ ακούω Τρύπες όταν τρέχω στους επαρχιακούς αυτοκινητόδρομους. Αργά τη νύχτα όμως, που είναι έρημοι· τη μέρα δεν τρέχω. Θυμάμαι εκείνη τη συμμαθήτριά μου και δεν τρέχω. Άμα ξέρεις κάποιον που έχει χύσει αίμα στην άσφαλτο, προσέχεις μια στάλα παραπάνω. Η σιωπή τραγουδάει καλύτερα απ' όλες τις Μούσες. Μέχρι και τα διηγήματα που διάβασα ήταν σαν να συνέβησαν. Μυρίζουν κι αυτά καφέ και χόρτο, όπως εσύ. Την επόμενη φορά που θα ερωτευτώ, θα το γιορτάσω. Προς το παρόν, πάω να βρω ένα μέρος να με καίει καλά-καλά ο ήλιος. Για να λιώσουνε οι πάγοι απ' τα φτέρα μου, και τα κρού- και τα κρούσταλλα από τα κράνυχά μου.