Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

φιάλη #3

 Όπως σου το είπα, κοινωνία άπιστη, με τα βλέφαρα κλειστά περιμένω, μα όχι, όσο κι αν φαίνεται, όσο κι αν ακίνητο μοιάζει αυτό το σώμα καθώς κείτεται στο λευκό κρεβάτι, όχι, κοινωνία μου αφέντρα, εγώ δεν αδράνησα, κάθε σταγόνα ήταν για μένα ένα λιθάρι, γιγάντιο, γιγάντιο λιθάρι στην πλάτη, κι εγώ έπρεπε να το κουβαλήσω ως την κορυφή του βουνού που έστεισες για μένα, κι έπειτα να διασχίσω το μονοπάτι ως τους πρόποδες. Για να μου στήσεις στην πλάτη το επόμενο λιθάρι, την επόμενη σταγόνα. Κι εγώ δεχόμουν, κοινωνία πλανεύτρα, δολοπλόκα, γιατί με έπεισες με τέχνη πως έτσι θα φτάσω κάποτε τον ουρανό. Μα τα 'μαθα τα ψέματα και διάβασα τις λέξεις που έκρυβες κάτω απ' την γλώσσα, και τώρα πια ξέρω, κοινωνία αβυσσαλέα. Χρειάστηκαν τρεις φιάλες αίμα, μα άνοιξα τα βλέφαρα. Δεν θα μείνω όμως να σε κοιτάζω καθώς γλύφεις τις πληγές που μόνη χάραξες, κοινωνία καταχθόνια, κι ούτε θα υπογράψω το χαρτί της απολογίας που σύνταξες για μένα. Αυτό δεν ήταν αυτοχειρία. Σου χαρίζω το ξυράφι μου, κοινωνία μου αγαπημένη. Το χέρι που το κράτησε ενώ με χάραζε ήταν δικό μου, μα σίγουρα εσύ ζωγράφισες την πορεία του στο σώμα μου. Όταν θα έρθουν για μένα τα δάκρυά σου, κοινωνία ψεύδορκη, να τους πεις πως έφυγα από την πίσω πόρτα. Και με το κεφάλι μου στημένο ψηλά. 



Υ.Γ. Οι Φιάλες γράφτηκαν με προφανή επιρροή από το "Με το καδρόνι στα χέρια" του Μιχάλη Τάτση 

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2016

φιάλη #2

 Μην μ' αγγίζεις, γιατί με αγγίζεις, κοινωνία αθάνατη, χρειάστηκε πια τόσο να με ρίξεις στην πείνα ώστε να δεχθώ μόνη να καταπιώ τον ωμφάλιο λώρο μου, κοινωνία μνησίκακη, τόσο λίγο πια ντρέπεσαι που με κρέμασες ανάποδα απ' το δέντρο των ευχών μου; Κι εγώ που τόσο θρασύτατα φώναζα -και το πίστευα βαθιά- πως είμαι ο ανθός του τώρα· κοινωνία δεσπόζουσα, δεσπόζουσα όπως κυριαρχείς στον κουρασμένο αυχένα μου, ο ανθός που ήμουν πια μαράθηκε και μ' αυτόν έπλεξες το στεφάνι που έστειλες στην κηδεία μου. Κοινωνία αιωνόβια, πώς με σένα να τα βάλουν τα νεκρωμένα μάτια μου. Μα δεν θρηνώ πια, δεν θρηνώ τους νεκρούς μου. Παρά μόνο με κλειστά τα βλέφαρα περιμένω.  

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

φιάλη #1

  Με σέρνεις στη φωτιά κι έπειτα μου προσφέρεις την στάχτη που σου ζήτησα, κοινωνία ανάλγητη, λες και τόλμησα ποτέ ν' αγνοήσω πως οποιαδήποτε πράξη έχει το προσωπικό της αντίτιμο, κοινωνία αμόλυντη, άθικτη από το πέρασμα της οργισμένης σάρκας μου, πόση ψευδαίσθηση άραγε με τάισες για να κοιμάσαι ήσυχη τα βράδια, κοινωνία φιλήδονη, ασελγής, πώς τολμάς να με πληγώνεις με τα βέλη που σου έριξα, κοινωνία λαίμαργη, με τα θρύψαλλα του καθρέφτη που κατάφερα να σπάσω τώρα στο σώμα μου πληγές δικές σου χαράζεις, πώς, πώς εγώ τέτοιο αίμα να χύσω, πώς να μην ακούν οι γείτονες που τη νύχτα ουρλιάζω, κοινωνία ζηλόφθονη, άπληστη, με κομμένα τα χέρια μου ζητάς ν' αγκαλιάσω, ν' αγκαλιάσω τι, αφού τα πάντα ρούφηξες κοινωνία λαίμαργη, αφού τα πάντα θέλησες και τα πάντα μου πήρες


 κι εγώ η τρελή, εγώ, πώς την στάχτη σου ζητάω και σ' αυτήν ελπίζω, αφού ξέρω πως προσάναμμα θα βάλεις τα παιδιά μου

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2016

παραμυθάκι σε σχήμα παζλ

 Υπάρχει αυτό το μπαλκόνι, δεύτερος όροφος, θέα σε χαμηλά σπίτια, τέσσερις όροφοι το πολύ, στενός δρόμος, ίσα-ίσα να περνάει ένα αμάξι. Υπάρχουν οι τέσσερις καρέκλες, διαφορετικού τύπου, μία πλαστική, μία ξύλινη, μία καφενείου, ένα σκαμπό. Και ένα τραπέζι, πλαστικό, φθηνό. Υπάρχει η γάτα, και μία γλάστρα με κάτι νεκρό. Η γάτα ξαπλώνει στην γλάστρα δίπλα στο νεκρό φυτό, ξαπλώνει και στην καρέκλα του καφενείου. Υπάρχει αυτό το μπαλκόνι, έχει πάντα τα παντζούρια ανοιχτά, μέρα - νύχτα και χειμώνα - καλοκαίρι, τα παντζούρια δεν κλείνουν, και στο μπαλκόνι υπάρχει πάντα κάποιος, κάποιος που ήταν ή κάποιος που είναι, ένας άνθρωπος ή η γάτα ή το νεκρό φυτό. Ο χρόνος στάζει πάνω στο μάρμαρο. Είναι πρωί, το παράθυρο ανοίγει, βγαίνουν δύο παιδικά πόδια, δύο παιδικά μάτια, δυο παιδικά χέρια, κρατάνε ένα ποτήρι με νερό, το αδειάζουν μέσα στη γλάστρα με το νεκρό φυτό, χαϊδεύουν την γάτα, φεύγουν. Νυχτώνει, ξημερώνει, τα παιδικά χέρια ξανά, το ποτήρι με το νερό, στη γλάστρα, τα χέρια στην γάτα, φεύγουν. Ο χρόνος στάζει μαζί με το νερό στην γλάστρα. Είναι απόγευμα, τα παιδικά χέρια γίνονται τέσσερα, το ίδιο τα μάτια και τα πόδια, μα το ποτήρι νερό είναι ένα, φτάνει στην γλάστρα. Ο χρόνος στάζει. Είναι πρωί, η γάτα δεν υπάρχει πια. Το ένα ζευγάρι πόδια είναι νούμερο 37 και το άλλο 32. Το ένα στόμα μιλάει. Λέει καλημέρα. Το άλλο στόμα μουρμουρίζει το ίδιο. Υπάρχει ένα τρίτο στόμα, όχι στο μπαλκόνι, κάπου βαθύτερα, φωνάζει τα άλλα δύο, φεύγουν. 


 Υπάρχει αυτός ο πολύ, πολύ στενός δρόμος, ίσα-ίσα να περνάει ένα αμάξι. Υπάρχουν γύρω αυτά τα χαμηλά σπίτια, τέσσερις όροφοι το πολύ, και ένα συγκεκριμένο μπαλκόνι, δεύτερος όροφος. Καμιά φορά, στο κάγκελο του μπαλκονιού υπάρχει μία γάτα. Υπάρχουν δύο μηχανάκια παρκαρισμένα στην άκρη του δρόμου. Υπάρχουν σπάνια περαστικοί. Υπάρχουν και δύο χέρια, δύο πόδια, δύο μάτια, γερασμένα, μία ταυτότητα που λέει τόπο γέννησης: τάδε, έτος: τάδε, πατρώνυμο: Τάδε, φύλο: θήλυ. Τα χέρια κρατάνε μία φωτογραφία. Υπάρχει μία τσέπη, η τσέπη έχει μέσα κλειδιά, κινητό. Υπάρχει η αναμονή και η αγωνία. Υπάρχει ένα καπέλο πάνω στο κεφάλι. Ο χρόνος στάζει πάνω στο καπέλο. Αργά. Το κεφάλι κοιτάζει ψηλά, στο μπαλκόνι. Κοιτάζει και στην πόρτα. Ο χρόνος στάζει. Το κεφάλι φεύγει. 

 Υπάρχει ένας άνδρας και μία γυναίκα. Υπάρχει μία κρεβατοκάμαρα, ευρύχωρη. Υπάρχουν δύο παιδιά, αγόρια, ο μικρός και ο μεγάλος. Ο μικρός φοράει νούμερο 32, ο μεγάλος 37. Υπάρχει ένα μπαλκόνι. Ένας καναπές, μία τηλεόραση, δύο πολυθρόνες. Ο καναπές είναι σκισμένος στο πλάι. Υπάρχει ένας επισκέπτης, ο επισκέπτης ρωτάει, τι έπαθε ο καναπές; Ο άνδρας απαντάει: είχαμε μία γάτα.. Ο χρόνος στάζει πάνω στη μύτη του μικρού αγοριού. 

 Το κεφάλι έφυγε και δεν κατάφερε να μην ξαναγυρίσει. Κοιτάζει το μπαλκόνι. Κρατάει την φωτογραφία. Τα αυτιά ακούνε και το μυαλό καταλαβαίνει. Κάποιος κλείνει την πόρτα, κατεβαίνει τις σκάλες. Τα πόδια βιάζονται, η καρδιά χτυπάει. Φεύγουν. 

 Γυναικεία χέρια δένουν τα παπούτσια νούμερο 32. Τα παπούτσια νούμερο 37 δένονται από παιδικά χέρια. Υπάρχουν δύο σχολικές τσάντες. Υπάρχει ο ήχος από το φερμουάρ που κλείνει. Μία παιδική φωνή ρωτάει: Εσένα ποιος σε πήγαινε στο σχολείο; Αφού δεν είχες μαμά. Υπάρχει η σιωπή. Η πόρτα κλείνει, τα σώματα χάνονται πίσω της. Η απάντηση υπάρχει, αλλά δεν εμφανίζεται. Κρύβεται κάτω από την γλώσσα. Ήχος από πόδια που κατεβαίνουν τις σκάλες. 

 Υπάρχει ένα λευκό πληκτρολόγιο. Το βαρούν νυσταγμένα τα γυναικεία χέρια. Από τα αυτιά κρέμονται ασημένια σκουλαρίκια. Τα χέρια τα χαϊδεύουν νοσταλγικά. Υπάρχει μία ανάμνηση· τα σκουλαρίκια ν' ανταλλάσσουν χέρια· από ανδρικά σε γυναικεία· σ' εκείνο το κόκκινο σακουλάκι. Στο τέταρτο δάχτυλο του ανδρικού χεριού υπάρχει ένα χρυσό δαχτυλίδι. Τα γυναικεία χέρια είναι πολύ, πολύ πιο νέα. Η ανάμνηση λιώνει. Ο ήχος ακούγεται σαν από βαθιά: αυτά ήτανε της μάνας σου. Της μάνας σου. 

 Ο άνδρας υπάρχει, σαν αχνή ύπαρξη, θολή, σαν εικόνα με παράσιτα. 

 Στο τραπέζι της κουζίνας περιμένει ένα σημείωμα. Υπάρχει η υπογραφή της δασκάλας και το όνομα του μεγάλου αγοριού. Τα μάτια του άνδρα περπατάνε πάνω στο χαρτί. Το μέτωπο κοκκινίζει. Υπάρχει ο ήχος από κάτι που σπάει κι από μια πόρτα που κλείνει βροντερά. Τα παπούτσια νούμερο 38 περιμένουν. Το κεφάλι δεν έχει ιδέα τι να κάνει. Τα παπούτσια νούμερο 33 κρύβονται κάτω από το γραφείο· αυτά τα μάτια δεν είναι ούτε θεατές, ούτε ηθοποιοί· μεταφράζουν τα πάντα. Μεταφράζουν. 

 Υπάρχει εκείνο το τηλέφωνο που ποτέ δεν χτυπάει. Οι μώλωπες σε παιδικά γόνατα είναι σημάδι χαρούμενης εποχής· όμως οι μώλωπες στα παιδικά μπράτσα είναι σημάδι βίας. Ο επισκέπτης δεν ξέρει τι να συμπεράνει. Υπάρχει η τηλεόραση· πάντοτε αναμμένη, ενίοτε χωρίς ένταση· είναι πάντα εκεί, πάντα, όπως τα πράγματα που είναι ενίοτε ξεχασμένα όμως δεν παύουν να είναι, όπως ο θάνατος, όπως η ζωή. Το καλοκαίρι φυσάει μέσα απ' τις κουρτίνες· οι κουρτίνες φουσκώνουν. Για τα παιδικά μάτια, πίσω από τις κουρτίνες υπάρχει ένα φάντασμα. Για τον επισκέπτη, πίσω από τις κουρτίνες υπάρχει ο αέρας. Και οι δύο θεωρούν πως ο άλλος είναι ηλίθιος που δεν αντιλαμβάνεται το γεγονός. Ο επισκέπτης ρωτάει πού είναι η μητέρα. Δεν ξέρουν· λένε: στην δουλειά. 

 Ο επισκέπτης αποφασίζει πως είναι υπερβολικός. Διασχίζει το στενό με τα χέρια στις τσέπες. Ο χρόνος στάζει πίσω του, βιαστικός.



  
  Το ένα ζευγάρι παπούτσια είναι 45, το άλλο 40. Στο τραπέζι υπάρχει αλκοόλ, τσιγάρα. Οι φωνές ηχούν περίεργα ενήλικες. Υπάρχει αυτό το μπαλκόνι· υπάρχει η καρέκλα του καφενείου. Δεν υπάρχουν δάκρυα· δεν υπάρχει θλίψη. Αυτός ο θάνατος έφερε μόνο ανακούφιση. Αυτά τα στόματα ήταν πάντα σιωπηλά· μα αυτά τα στόματα τώρα δεν σταματούν να μιλάνε. Υπάρχει πάντα αυτή η λέξη: θυμάσαι. 
  

 Υπάρχει το σπίτι· υπάρχουν τα παπούτσια νούμερο 45 και τα παπούτσια νούμερο 40. Ο άνδρας και η γυναίκα δεν υπάρχουν πια. Όπως δεν υπάρχει εκείνη η γάτα, εκείνη η πλαστική καρέκλα, εκείνος ο καναπές. Η πόρτα του μεγάλου υπνοδωματίου ανοίγει. Εκεί, υπάρχουν όλα. Υπάρχουν οι ερωτήσεις, υπάρχουν οι απαντήσεις. Ο άνδρας έχει ταυτότητα, κλειδιά ενός γραφείου, κλειδιά ενός αυτοκινήτου, εισιτήρια, υπάρχουν ονόματα άγνωστων γυναικών, υπάρχουν χρήματα. Η γυναίκα είχε σημειώσεις, χάπια. Φωτογραφίες. Υπάρχει ένα πρόσωπο περίπου άγνωστο και περίπου γνωστό. Ο χρόνος είναι νεκρός· τα δύο ζευγάρια μάτια καταπίνουν το γνώριμο πρόσωπο της φωτογραφίας· η ανάμνηση υπάρχει· είναι ένα κουβάρι μπερδεμένο. Το ξετυλίγουν με υπομονή. Στο τέλος του, υπάρχει εκείνος ο δρόμος. Το στενό, τα χαμηλά σπίτια, η είσοδος του σπιτιού. Εκείνα τα μηχανάκια. Υπάρχουν εκείνα τα χέρια, τα πόδια, τα γερασμένα χέρια και πόδια, και εκείνο το καπέλο. Το καπέλο καλύπτει το πρόσωπο· είναι το πρόσωπο της φωτογραφίας.

 Ο χρόνος παραμένει νεκρός. Υπάρχει ο ήχος από φερμουάρ που κλείνουν. Η πόρτα κλείνει και τα σώματα χάνονται πίσω της. Υπάρχει το πονηρό, φθινοπωρινό κρύο. Τα σώματα αποχαιρετιούνται άτσαλα. Ο μεγάλος σκέφτεται: τόσος πολύς νόστος, τόσο λίγο άλγος. Δεν μιλάει. Υπάρχει η αμηχανία, το κενό. Δεν υπόσχονται να ξαναβρεθούν. Τα παπούτσια νούμερο 40 έστριψαν δεξιά. Τα παπούτσια νούμερο 45 έστριψαν αριστερά.