Πέμπτη 18 Απριλίου 2013

  Πάντα φανταζόμουνα πως ο θάνατός μου θα είναι ξεχωριστός. Δηλαδή, έλεγα, εντάξει, η ζωή μου ήτανε πάντα πίσω από ένα γραφείο με τα χέρια πάνω στο πλητρολόγιο, πλικ πλικ, γράφε γράφε, αλλά ο θάνατός μου, θα είναι ξεχωριστός. Ο θάνατός μου θα είναι το πιο ωραίο πράγμα που συνέβη στην ζωή μου. Δηλαδή, όχι ότι είχα αυτοκτονικές τάσεις και τέτοια. Απλά, έλεγα, θα πεθάνω με ωραίο τρόπο, φαντασμαγορικό. Θα πνιγώ στη θάλασσα, θα πέσω από κανέναν ουρανοξύστη (από τους μεγάλους, της Νέας Υόρκης), θα φυτέψω μία σφαίρα στο κεφάλι μου στη μέση μιας μεγάλης πλατείας, θα κρεμαστώ από ένα φανάρι με τη γραβάτα μου, κάτι τέτοιο, έτσι περίεργο, πώς να το πω. Ένα θάνατο που θα τον θυμούνται. Αυτοκτονία, έλεγα, θα είναι. Να την θυμούνται πολλοί. Θα έλεγαν, ο Παπαδόπουλος αυτοκτόνησε. Τώρα ποιοι θα το έλεγαν, αυτό δεν το σκέφτηκα ποτέ μου. Έλεγα απλώς, "θα λένε". Δεν έλεγα ποιοι. Τι ποιοι δηλαδή, αυτοί. Το θέμα είναι πως δεν ξέρω ποιοι είναι οι αυτοί. Φίλους δεν έκανα. Όπως είπα, ήμουν ένας άνθρωπος που ζούσε πίσω από ένα γραφείο, εργένης, σοβαρός, αξιοπρεπής. Ήμουν όσο κοινός όσο δεν πήγαινε. Το πρωί, έπλενα τα δόντια μου με Max White οδοντόκρεμα, για να είναι όσο πιο λευκά γίνεται τα δόντια μου, να ταιριάζουν με το πουκάμισο. Έπινα καφέ, πήγαινα στη δουλειά, χαιρετούσα ευγενικά τους συναδέλφους μου, δούλευα, έβγαζα το ψωμί μου, γυρνούσα σπίτι, έτρωγα το μεσημεριανό που μαγείρευε η μάνα μου, κοιμόμουν, έπειτα ξανά έπλενα τα δόντια μου με την Max White οδοντόκρεμα, ξανά καφές -τώρα που το σκέφτομαι, είχα και μια παραξενιά, έπλενα τα δόντια μου κι ύστερα έπινα καφέ, ήμουν, ρε παιδί μου, κι εγώ, λίγο ξεχωριστός-  ξανά χαιρετούρες σε όλα τα άτομα στη δουλειά, δούλευα, μετά σπίτι, τηλεόραση, ύπνος. Και πριν κοιμηθώ, σχεδίαζα το θάνατό μου. Πώς άλλοι άνθρωποι σχεδιάζουν το πάρτι γενεθλίων τους, την αυριανή μέρα, τις καλοκαιρινές διακοπές. Ε, εγώ σχεδίαζα τον θάνατό μου. Τους θανάτους μου δηλαδή, γιατί κάθε φορά πέθαινα και με διαφορετικό τρόπο. 
  Ήμουν τόσο κοινός άνθρωπος, κοινός μέχρι θανάτου, κοινός τόσο, μα τόσο, μα τόσο, τόσο που δεν φαντάζεστε. Φαντάζεστε βασικά, γιατί το περιγράφω. Ήμουν που ήμουν κοινός, με έλεγαν και Μανώλη Παπαδόπουλο. Τι πιο κοινό από το να σε λένε Μανώλη Παπαδόπουλο. Το αμάξι μου ήταν ασημί. Τι πιο κοινό από ένα ασημί αμάξι. Φορούσα πουκάμισα με γραβάντα, ήμουν μέσου ύψους και μέσου πάχους. Τι πιο κοινό από αυτό. Γενικά ήμουν κοινός. Δηλαδή, όταν μιλάνε για μέσο άνθρωπο στις τηλεοράσεις, εμένα λένε. Μέσος Άνθρωπος θα έπρεπε να ήταν το πραγματικό μου όνομα. Ένα καιρό σκεφτόμουν να πάω να το αλλάξω, στο λυξειαρχείο, ξέρετε. Να το κάνω από Μανώλης Παπαδόπουλος, Μέσος Άνθρωπος. Αλλά, σκεφτόμουν, πώς θα με φωνάζουν μετά; Κύριε Άνθρωπε; Ο φίλος μου ο Μέσος; Πού 'σαι ρε Μέσε; Πού χάθηκες αγόρι μου; Αν και κανείς δεν με φώναζε με τα τελευταία, μόνο το πρώτο χρησιμοποιούσαν. Κύριε Παπαδόπουλε. Όπως είπα, δεν είχα φίλους. Η μάνα μου, βέβαια, με έλεγε Μανωλάκη. Πώς θα με έλεγε μετά η μάνα μου αν με έλεγαν Μέσο; Μεσάκη; Για τα παραπάνω λοιπόν, δεν άλλαξα το όνομά μου. Αλλά μου είχε κολλήσει στο μυαλό, πως είμαι ο Μέσος Άνθρωπος προσωποποιημένος. Έτσι ήρθε και η ιδέα του περίεργου θανάτου. Ο Μέσος Άνθρωπος δεν πεθαίνει περίεργα. Ο Μέσος Άνθρωπος πεθαίνει στα 70-80, από πέσιμο ή από χέσιμο. Ή από έμφραγμα, ή καρδιακό. Εγώ, λοιπόν, ο Εμμανουήλ Παπαδόπουλος, δεν θα πεθάνω έτσι, σαν το Μέσο Άνθρωπο, είπα. Θα ξεχωρίσω.  Θα πεθάνω ξεχωριστά. Θα θυμούνται τον θάνατό μου. 
  Γύρω στον ένα χρόνο μετά από αυτήν την απόφασή μου, να πεθάνω ξεχωριστά, αρχίσανε να με πιάνουνε κάτι ζαλάδες, κάτι περίεργα. Κάτι λιποθυμίες  κάτι πυρετοί που δεν φεύγανε, και μία κούραση συνέχεια, άλλο πράγμα. Έπεσε και η επίδοσή μου στην δουλειά, αφήστε τα. Ερχόταν η μαμά σπίτι να μου φτιάχνει σούπα κάθε βράδυ. Ωχ τι έπαθα, έλεγα, ωχ τι έπαθα. Εγώ δεν ήμουνα άνθρωπος συνηθισμένος στα βάσανα, εγώ πέρασα μία ζωή λουκούμι, μία ζωή ισορροπημένη, σαν τη διατροφή των αθλητών. Πρόσεχα εγώ. Ούτε μελανιές είχα όταν ήμουν μικρός, ούτε γραντζουνιές, ούτε αρρώσταινα, ούτε λερωνόμουνα, ούτε τίποτα. Ήμουν ισορροπημένο παιδί εγώ, από πάντοτε. Και ο πατέρας μου μ'αγαπούσε, και η μάνα μου μ'αγαπούσε, και καλός μαθητής ήμουν, και παιδί κοινωνικό, και αξιοπρεπές, και καλός πιστός, όλα τα είχα. Μόνο που τώρα που μεγάλωσα έμεινα ανύπαντρος, αλλά αυτό δεν πείραζε τόσο, είχα χρόνια ακόμα μπρος μου. Τέλος πάντων, μέσα στην ισορροπία μου αυτή, με βρήκανε οι ζαλάδες και έπεφτα χάμω και δεν ήξερα να σηκωθώ. Πήγα στο γιατρό, του είπα τα προβλήματά μου, μου έκανε εκεί πέρα κάτι εξετάσεις, κάτι αιματολογικές, κάτι αξονικές, με ψαχούλεψε και λίγο στο σώμα, έτσι περίεργα που τα κάνει ο γιατρός και δεν ξέρεις άμα είναι διεστραμμένος ή απλώς κάνει τη δουλειά του ο άνθρωπος. Και όταν τον ρώτησα τι έχω, μου τα μάσησε λίγο, και δεν είμαι σίγουρος, και ελάτε ξανά την άλλη εβδομάδα που θα έχουν βγει και οι εξετάσεις να συζητήσουμε, και κάτι τέτοια. Καλώς, είπα εγώ, καλώς. Κανένα φάρμακο για τα συμπτώματα; Και μου έγραψε εκεί πέρα ένα Μπλαμπλαμπλα ούτε το όνομά του δεν μπορώ να πω, περίεργο ήτανε, για τις ζαλάδες. 
  Ήρθε η επόμενη η εβδομάδα. Πήγα στο γιατρό. Κύριε Παπαδόπουλε, μου είπε, τα νέα είναι πολύ άσχημα. Παναγία μου, είπα εγώ, και έκανα το σταυρό μου, πόσο άσχημα δηλαδή; Κοιτάξτε, κύριε Παπαδόπουλε, είπε αυτός, πάσχετε από λευκαιμία. 
  Ώπα. Ώπα κάτσε. Τι; 
  Και συνέχιζε αυτός, έχετε λευχαιμία, οι πιθανότητες είναι λίγες αλλά υπάρχουν θεραπείες, μην χάνετε την ελπίδα σας, θα σας κανονίσουμε την περίθαλψη, μπλα μπλα μπλα, μπλι μπλι μπλι, μπλο μπλο μπλο.. Μα τι λέτε τώρα κύριε, έλεγα και ξανάλεγα εγώ. Λευχαιμία; Αμέ, απάνταγε αυτός, λευχαιμία. 
  "Και πώς θα πεθάνω δηλαδή;" ρώτησα εγώ. "Ε;" σαν χαζό κατσίκι ήτανε η μούρη του. "Μα κύριε Παπαδόπουλε, μην φέρνετε το τέλος ακόμη στο μυαλό σας, σας λέω υπάρχουν ελπίδες, είναι μεγάλη η πιθανότητα επιτυχίας της θεραπείας-" 
  "Πώς θα πεθάνω, άνθρωπέ μου;" επανέλαβα εγώ, αγανακτησμένος. 
  Αναστέναξε. "Εμ, όπως πεθαίνουν όλοι οι καρκινοπαθείς θα πεθάνεις, χριστιανέ μου, στο κρεβάτι του νοσοκομείου, γιατί αυτή η κωλοθεραπεία δεν δουλεύει, και εγώ είμαι ο καταραμένος που τους θάβει όλους, την τύχη μου μέσα!" και άρχισε να βρίζει και να πετά βωμολοχίες από 'δω κι από 'κει, λες και του 'φταιξα εγώ, φαίνεται ο άνθρωπος ήτανε κουρασμένος, να αντιμετωπίζει τόσους θανάτους κάθε μέρα. Έκανα να σηκωθώ να φύγω. "Πού πάτε κύριε Παπαδόπουλε;" "Εγώ δεν θα πεθάνω σε κρεβάτι νοσοκομείου σαν όλους τους άλλους." ξεστόμισα εγώ και έκλεισα την πόρτα. 
  Βάζω στοίχημα ότι ο γιατρός πέρασε αυτό που είπα ως στάδιο της άρνησης, και περίμενε να τον ξαναπάρω τηλέφωνο, να κανονίσουμε ραντεβού, για να δεχθώ θεραπεία. Εγώ δεν πήρα. Του είπα, δεν θα πεθάνω στα κρεβάτια του νοσοκομείου και δεν θα το κάνω. Αντίθετα, αγόρασα ένα πανάκριβο αμάξι, απέτησα να φθάσει όσο πιο σύντομα γινόταν. Ήταν ένα μαύρο κάμπριο. Μία κούκλα. Αγόρασα και ένα περίστροφο από τη μαύρη αγορά. Και ένα απόγευμα, μπήκα στο καμπριολέ με το περίστροφο. Έκανα την πρώτη μου βόλτα, για καμιά ώρα περίπου, στις εθνικές οδούς και τις λεωφόρους. Κι ύστερα, πήγα εκεί, σε κάτι παλιά σπίτια, ερηπομένα, σαν στοιχειωμένα ήτανε. Πήρα τηλέφωνο ένα ασθενοφόρο να έρθει εκεί που ήμουνα, έπειτα έβγαλα το περίστροφο και φύτεψα μία σφαίρα στο κρανίο μου, μάλιστα μέσα απ' τ' αυτί, για να μην ακούω, ποτέ δεν μ' άρεσε που άκουγα. Αυτοκτόνησα μέσα στο πανάκριβο μαύρο αμάξι μου. Την καμπριολέ. Την κούκλα. Πέθανα με ένα ξεχωριστό θάνατο. 
  

 Με βρήκανε νεκρό, με τα αίματα παντού. Αλλά ούτε οι εφημερίδες γράψανε για εμένα, ούτε έκλαψε κανείς, μόνο η μανούλα μου, ε και ο γιατρός μου εκπλήχθηκε λίγο. Λιγάκι. Ε, και στη δουλειά, εκεί πέρα, είπανε ένα δυο λόγια. Η εκκλησία δεν με κήδεψε γιατί αυτοκτόνησα, και η αυτοκτονία είναι αμαρτία. Και έτσι κάψανε το σώμα μου, και τις στάχτες τις πετάξανε κάπου, ένας θεός ξέρει πού. Γενικά ο θάνατός μου δεν ήταν τόσο ξεχωριστός όσο περίμενα. Γενικά στ' αρχίδια τους ολονών, πώς πέθανα. Ε, και στην τελική, στ' αρχίδια μου κι εμένα.. 
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου