Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

  Τι έγινε. Θα σου πω τι έγινε. Καθόμουν στην κλασσική θέση. Τελευταίο θρανίο όλο αριστερά. Στη δεξιά πλευρά είναι τα καλοριφέρ, στη δικιά μας την πλευρά παγώνει ο κώλος μας κάθε χειμώνα. Είναι και τα κουφώματα χαλασμένα, μπάζει το κρύο, κανείς δεν αναρωτιέται γιατί διάολο λείπουνε δεκαπέντε άτομα κάθε μέρα. Αλλά δεν παραπονιέμαι, η δικιά μου η θέση είναι πιο απομακρισμένη και από μαθητές και από καθηγητές και έχω την ησυχία μου, αράζω και δεν κάνω τίποτα. Ο μπροστινός μου είναι λιγομίλητος, είναι εκείνος ο χοντρούλης που έμεινε ορφανός και ζει με τη θεία του που δεν έχει λεφτά και πάντα φοράει φόρμες δύο νούμερα μικρότερες, και όποτε κάθετε (εφτά ώρες πέντε μέρες την εβδομάδα δηλαδή) βλέπω τον κώλο του φάτσα φόρα. Έναν παγωμένο κώλο βλέπω δηλαδή, γιατί όπως είπα στην αριστερή σειρά παγώνουν οι κώλοι μας κάθε χειμώνα. Ε, και ξαφνικά, άρχισα να φωνάζω. Πολύ ήθελε; Κρύωνα, νύσταζα, πεινούσα και βαριόμουν. Στο διάολο. Φώναζα λοιπόν. Του κερατά. Τι φώναζα. Μαλακίες φώναζα. Κανείς δεν το έπιασε. Και 'γω τα είχα λίγο χαμένα. Κατ' αρχήν, η θέση δίπλα στη δικιά μου δεν ήταν άδεια πια. Δεύτερων, ο πίνακας είχε αρπάξει φωτιά. Στην αρχή τα έπαιξα λίγο. Ούρλιαζα, φωτιά, φωτιά ρε μαλάκες, καιγόμαστε. Ο τύπος που εμφανίστηκε στη θέση δίπλα στη δική μου άρχισε να μιλάει ακατάπαυστα. Δεν πρόσεξα τη έλεγε, χέστηκα τι έλεγε, εδώ καιγόμασταν. Γύρισε όλη η τάξη και με κοίταξε καλά καλά. Τι κοιτάτε εμένα ρε, εκεί είναι η φωτιά, γκαβοί! Ήρθε ο καθηγητής και στάθηκε δίπλα μου σα μαλάκας. Τι έχεις παιδί μου; Καιγόμαστε καλέ κύριε, τι έχω, καιγόμαστε! Σηκώθηκα όρθια. Έτρεξα στον πίνακα, άρχισα να τον κουνάω πολύ δυνατά, οι μαλάκες οι άλλοι άρχισαν να γελάνε, τι γελάτε ρε αρχίδια, φωτιά ρε μαλάκες, φωτιά γαμώ το στανιό μου, φωτιά την πουτάνα μου, φωτιά. Έριξα τον πίνακα απ' τη μια μπάντα, τώρα κρεμότανε απ' την άλλη μπρόκα, η φωτιά δεν έσβηνε, άρχισα να κλοτσάω με πολύ μεγάλη δύναμη, έσπασε, το πόδι μου μάτωσε, έκλαιγα δεν έκλαιγα ένας θεός ξέρει, παιγμένα τα είχα, ο άλλος ο καθηγητής φώναζε, τι κάνεις εκεί παιδί μου, τι κάνεις, εγώ συνέχιζα να ουρλιάζω και να βρίζω πως έχουμε πάρει φωτιά, το ήξερα ότι οι άλλοι δεν έβλεπαν τη φωτιά αλλά έπρεπε να τη σβήσω αλλιώς θα καιγόταν ολόκληρο το δωμάτιο, μετά θα γινόταν στάχτη, θα καίγονταν όλοι, θα έμενα μόνη μου. Έπεσα στα γόνατα και τότε με πλησίασε ο καθηγητής και άρχισε τα δικά του, είσαι καλά και τι σου συμβαίνει και προς τι όλος αυτός ο χαμός, παρατήστε με κύριε Γούναρη στην ησυχία μου, βλέπω φωτιές και ανθρώπους, παρατήστε με. Πάρτε έναν γιατρό λέει αυτός, τρεχάτε στο διευθυντή να πάρει ένα γιατρό, δεν είναι καλά το παιδί. Κύριε Γούναρη αφήστε με τι να μου κάνει ο γιατρός. Κύριε Γούναρη. Κι εκεί που ο κύριος Γούναρης φώναζε μέσα στην ταραχή του και είχε γίνει άσπρος, έπεσε ο πίνακας και προσγειώθηκε στα κεφάλια μας, εμένα και του καθηγητή, του Γούναρη, εγώ έβαλα τα χέρια μου από πάνω και δεν έπαθα τίποτα, ο Γούναρης ήτανε αναίσθητος, τα παίξαμε όλοι. Σηκώθηκε τότε και αυτός ο τύπος που είχε εμφανιστεί στην θέση δίπλα στη δική μου και άρχισε να φωνάζει, μιλάμε φωνή όμως ε, τίποτα άλλο δεν άκουγα, μόνο τη φωνή του, και ένιωσα μια έλξη και ήθελα να πάω πιο κοντά του και άρχισα να σέρνομαι προς εκείνον. Πονούσε όμως το γαμημένο το πόδι μου και σταμάτησα, και τότε άρχισαν όλοι να φωνάζουν τόσο πολύ και να με τραβάνε που σταμάτησα να ακούω μόνο αυτόν. Τι θέλετε ρε. Σήκω μωρή, πλακώνεις τον Γούναρη, δεν αναπνέει, είναι αναίσθητος ο άνθρωπος, σήκω μωρή, σήκω! Μέχρι να πάρει μπροστά το μυαλό μου όμως, ο Γούναρης τα 'χε κακαρώσει. Χίλιες ώρες τον κουνούσαμε πάνω κάτω, κύριε Γούναρη, καλέ κύριε Γούναρη, ξυπνήστε. Τίποτα αυτός. Τώρα, εγώ που τον πλάκωσα, ο πίνακας που έπεσε στο κεφάλι του, ένα απ' τα δύο, και τα δυο εγώ τα έκανα. 
  Ήρθαν οι γιατροί και μας πήραν, εμένα και το Γούναρη. Φώναζα εγώ, είναι νεκρός, είναι νερκός, αφήκετέ τον, πάρτε το σόι, ο Γούναρης είναι νεκρός! Τίποτα αυτοί, τα δικά τους, αν θυμάμαι πώς με λένε, αν ξέρω που είμαι. Ξέρω πού είμαι, στο γαμωσχολείο είμαι, ο Γούναρης είναι νεκρός όμως! Και πείτε αυτού του μαλάκα να σταματήσει να φωνάζει, τα αυτιά μου έχει πάρει! Εκεί την έκανα τη βλακεία μου. Γιατί το μαλάκα αυτόν που φώναζε, μόνο εγώ τον έβλεπα. Την κάτσαμε. Σκατά. Πάλι θα με κλείσουνε στα ψυχιατρεία. Σκατά, γαμώ, σκατά! Εσύ φταις, μαλάκα, άρχισαν να φωνάζω. Εσύ φταις. Αυτός συνέχισε να λέει ό,τι έλεγε. Suck me Freud. Suck me Freud. Suck me. Suck me Freud. Όλη την ώρα τα ίδια. Για αυτή τη γαμημένη φωνή σκότωσα το Γούναρη. Suck me Freud. Suck me. Suck. Me. Freud. ΣΚΑΣΕ. Suck me Freud. ΣΚΑΣΕ ΕΙΠΑ..Πρέπει να γίνει για να ηρεμίσω λίγο. 
  Με πήγανε στο νοσοκομείο. Με ξαπλάρανε και με παρατήσανε εκεί πέρα. Ο άνδρας δεν έφυγε. Του μιλούσα όταν ήμασταν μόνοι μας. Είχε βγάλει το σκασμό πάντως. Απλώς στεκόταν και με κοιτούσε. Και ήξερε, και ήξερα πως ήξερε, και φοβόμουν της πουτάνας. Και σνόμπαρα το βλέμμα του, και φόραγα μάσκες, και αυτός εκεί, ακόμα ήξερε. Μόνο το βράδυ που κοιμόνταν όλοι ερχόταν και μου ψιθύριζε, σκότωσες το Γούναρη. Εσύ. Εσύ φταις. Εσύ τον σκότωσες. Τι να κάνω, του έλεγα εγώ. Δεν φταίω. Αλήθεια. Η φωτιά, η φωτιά φταίει, η φωτιά.. Και η φτώχια ρε, αν είχαμε λεφτά και πλήρωνε η μάνα μου να έχω φάρμακα δεν θα είχαμε φωτιά. Ψεύτρα, έλεγε αυτός, ψεύτρα, φταις, φταις και παραφταίς, το ήξερες πως δεν ήτανε αληθινή η φωτιά. Ψεύτρα. Σκότωσες τον Γούναρη. Δολοφόνα. 
  Μου φέρανε τηλέφωνο τρεις εβδομάδες μετά, να μιλήσω με κανέναν άνθρωπο, να δω τι γίνεται, δεν είχα κανέναν επισκέπτη πέρα απ' τη μάνα μου, ποιος να 'ρθει να δει τη μαλάκω τη δολοφόνα. Κάθε πρωινό ερχότανε η μάνα μου εννιά με ένδεκα. Μετά έφευγε να πάει να μαγειρέψει του αδερφού μου. Εγώ ξυπνούσα απ' τις εφτά και την περίμενα. Εκείνη την ημέρα που ξύπνησα, όταν ήρθε η νοσοκόμα με το πρωινό μου 'πε πως έστειλαν γράμμα απ' το σχολείο και να το ανοίξω. Το παράτησε δίπλα απ' το πιάτο μου και εγώ ξεροκατάπια και της έριξα το πιάτο με το φαί στη μούρη. Παρ'το. Δεν τρώω. Γαμώ τους ψυχοπαθείς, είπε. Χεστήκαμε. Δεν το ανοίγω το κωλογράμμα. Μην το ανοίξεις, είπε ο άνδρας, οι άλλοι θα 'ναι, απ' το σχολείο, κάνα βρισίδι για το Γούναρη, καμιά αποβολή. Δεν το ανοίγω, είπα. 
  Τύλιξα το καλώδιο του τηλεφώνου που μου βάλανε γύρω από το λαιμό μου. Με βρήκανε πνιγμένη. Ψόφια. Η μάνα μου έκλαψε. Η νοσοκόμα άνοιξε το γράμμα από το σχολείο. Αγαπητή μας μαθήτρια, σας περιμένουμε, καλή ανάρρωση, έλεγε. Επίσης σας ενημερώνουμε πως ο καθηγητής σας κ. Γούναρης ξύπνησε από το κόμμα και θα είναι και ο ίδιος πίσω στο σχολείο σε λίγες εβδομάδες. Γαμώ την τύχη σας, θα είχα απαντήσει, ο Γούναρης πέθανε λέμε, γαμώ. Που να με πάρει. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου