Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

κλουβιά με ρόδες

  Η Στέλλα το 'σκασε! Και τι θα πουν οι γείτονες, για τη Στέλλα τώρα. Όλος ο κόσμος το 'χει μάθει πως το 'σκασε η Στέλλα- εγώ, εγώ είμαι αυτή, εγώ είμαι η Στέλλα που το 'σκασε. Και πού πήγε; Έλα ντε. Οι κουτσομπόλες, πιπίλα το έχουν κάνει. Η Στέλλα το 'σκασε, η Στέλλα, το 'σκασε η Στέλλα. Μωρ' πια Στέλλα; Η Στέλλα ντε, το Στελλάκι, του Γιώργη. Το μικρό; Ποιο μικρό καλέ, ολόκληρη κοπελιά έχει γίνει τώρα. Ουίι, την καημένη τη μάνα της! Ναι, την καημένη τη μάνα μου, μαλάκες, πολύ που θα της λείψω, ωξ' από δω ρε. Να είχε διώξει τον μαλάκα τον πατέρα μου την πρώτη φορά που είδε αίμα στο βρακί μου όταν ήμουν εννιά. Εννιά ρε, εννιά χρονών σκατό και ο άλλος έχωνε τις δαχτυλάρες του στο τέτοιο μου! Κι η μάνα μου το 'ξερε, ρε, ακούτε, το 'ξερε! Ακούτε ρε; Πού να ακούσετε. Και πού είμαι τώρα; Πάνω από όλους σας είμαι. Ακούω ό,τι λέτε. Μία προς μία της λέξεις. Σας ακούω. Ξέρετε τι είπαν στο σχολείο; Πως το 'σκασα! Όχι ότι έφυγα, το 'σκασα, ήπια χασίς, μαστούρωσα, πώς το λένε. Το 'σκασε η Στέλλα τους λένε, κωλόφαρδη απαντάνε αυτοί. Πού το βρήκε. Στον κώλο σας το βρήκα, μαλάκες! Αράξτε και πιείτε το ποτό σας, και 'γεια μας, εγώ θα περιμένω εδώ να μάθετε πως ο πατέρας μου με βίαζε, να δω τις μούρες σας μετά. Τι θα πείτε τότε για τη Στέλλα που το ΄σκασε; Μήπως θα σταματήσω τότε να 'μαι αυτή η Στέλλα; Μήπως θα 'μαι η Στέλλα που τη γαμούσε ο πατέρας της από όταν ήταν εννιά; Σκατά στα μούτρα σας, σκατά σε όλους σας, σκατά και σε 'μενα, σκατά στην ζωή, σκατά σε όλα. Βρίζω ρε, ακούς πατέρα; Βρίζω. Ξέρεις τι αναρωτιέμαι πάντα; Γιατί στο διάολο τη γλίτωνε η Μαρία και ο Άλεξ και τα 'τρωγα μόνο εγώ. Σοβαρά τώρα, απάντα μου μόνο σε αυτό για να κοιμηθώ και γω ήρεμη σήμερα, γιατί; Γιατί, που να με πάρει; Η Μαρία ήταν - είναι- πιο μεγάλη από εμένα, και, τι, δεν ήσουν αρκετά άρρωστος για να γουστάρεις και αγοράκια; Έφταιξα εγώ; Έκανα τίποτα; Παίχτηκε καμιά φάση,  κάναμε δυο επιτυχημένα -τι επιτυχημένα δηλαδή, σκατά επιτυχημένα, η μία γκαστρώνεται κάθε πέντε μήνες και ο άλλος πουλάει LSD στα μωρά του γυμνασίου για να ζήσει- ποιος το γαμάει -κυριολεκτικά- το άλλο; Άντε γαμήσου μαλάκα. Έχεις πεθάνει στο μυαλό μου πάνω από χίλιες φορές με πάνω από χίλιους διαφορετικούς τρόπους. Σου έχω κόψει το κεφάλι με το τσεκούρι που κόβεις τα ξύλα για το τζάκι, σε έχω πνίξει στο νερό της λεκάνης της τουαλέτας, σε έχω δηλητηριάσει με κώνειο (κώνειο γιατί είσαι και Ελληνάρας, πανάθεμα σε, μαλάκα), σου έχω χορηγήσει LSD και σε έχω παρατήσει μόνο σου κλειδωμένο στην κουζίνα παρέα με όλες τις πιθανές δολοφονικές μηχανές (μαχαίρια, πιρούνια, φούρνος), περιμένοντας να πάθεις το κατάλληλο άσχημο τριπ, σε έχω ρίξει από την κορυφή της ταράτσας του σπιτιού. Και το αγαπημένο μου: μια φορά φαντάστηκα πως πήρα το σκουπόξυλο, στο έχωσα στον κώλο και αυτό ξετρύπωσε από την άλλη πλευρά, σε τρύπησα, κατάλαβες; Ήσουν σαν σουβλάκι. Μετά σου έβαλα φωτιά. Καμμένο σουβλάκι. Τέλος πάντων. Σε ανέχτηκα, δεν ξέρω γιατί. Πάντα έλεγα, θα φύγω ρε, τι έχω εδώ να με κρατάει; Θα φύγω. Και μετά σκεφτόμουν τον Άλεξ και την κιθάρα του και το φίλο του Άλεξ, εκείνον με τα μακριά μαλλιά και την κόκκινη μηχανή, που με πήγαινε βόλτες το βράδυ κρυφά και ανέμιζαν τα μαλλιά μου και κρύωναν τα πόδια μου στη δροσιά της νύχτας. Και την Άλις. Αλίκη δηλαδή, αλλά εγώ Άλις την έλεγα. Είχαμε πει να δοκιμάζαμε μαζί λίγο LSD απ' τον Αλέξη. Αθέτησα την υπόσχεσή μου και δοκίμασα πρώτη μια μέρα που έλειπαν οι γονείς απ' το σπίτι και ο Αλέξης έκανε μάζωξη. Δεν έφταιγα πάντως. Ήταν παιχνίδι. Μας μοίρασαν από μία κόκα κόλα στον κάθε ένα. Οι μισές είχαν μέσα, οι άλλες μισές δεν είχαν. Οι νηφάλιοι ήταν μέντορες. Μπέιπι- σίτερς. Εγώ δεν ήμουν. Ήμουν απ' τους άλλους. Σόρι ρε Άλις, αθέτησα την υπόσχεση. ΤΙ; ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΣΕΣ ΜΩΡΗ ΠΟΥΤΑΝΑ; Ζντουπ το μπουκάλι κρασί στο κεφάλι. Καλά ρε παιδί μου, άραξε, δεν έκανα τίποτα. ΕΚΑΝΕΣ. Τι; LSD. 
 Είναι λίγο υστερικιά η Άλις. Πάντως εγώ πέρασα αρκετά όμορφα. Είδα χρώματα. Επιτέλους. 
 Τέλος πάντων, λόγω αυτών, κι άλλων πολλών, έμεινα. Και ανέχτηκα και εσένα, και τις αηδιαστικές πράξεις σου, τις άρρωστες, και την αδιαφορία της μάνας μου, και τις μάσκες σου στην οικογένεια. Και προσπάθησα, ω, ρε μαλάκα, αν προσπάθησα, να το φέρω από 'δω, να το φέρω από 'κει στ' αδέρφια μου, με βιάζει ο μπαμπάς ρέι, εσάς; Αλλά πού, ρε. Σ' αγαπούσαν και τα δύο όσο τη μάνα μας και παραπάνω. Αν τους γαμούσες δεν θα σ' αγαπούσαν. Οκέι γκάιζ, το πήρα το μήνυμα. Πάντως δεν τους το είπα ποτέ, για να ξέρεις. Έφτανα εγώ για σκάρτο παιδί, είπα να μην καταστρέψω και τ' άλλα. Θα το κουβαλούσαν σε όλη τους τη γαμωζωή, αυτή την ωραία που εγώ δε θα 'χω εξ' αιτίας σου. Γι΄ αυτό και το μήνυμα που άφησα στον τηλεφωνητή, ήταν αυστηρά για το μπαμπάκα και τη μανούλα. Αηδία. 
 Αλλά έφτασε η ώρα και για μένα να την κάνω. Και την έκανα, με τη κόκκινη μηχανή του φίλου του Άλεξ. Βέβαια δεν είμαι σίγουρη αν είναι κόκκινη, έτσι λένε, εγώ δεν ξέρω. Τίποτα δεν πήρα μαζί μου, ήξερα πως το ταξίδι μου δεν θα ήταν καθόλου μακρινό. Μέχρι πού να φτάσω; Πού να τη δω την κωλόνα, γαμώ το κέρατό μου; Και την κυρά Γιώργαινα- τη μάνα μου, Γιώργης ο πατέρας μου, είπαμε- πού να τη δω; Εγώ φταίω; Αυτή με γέννησε γκαβή, αυτή παντρεύτηκε τον άλλο το μαλάκα, ας τα φάει τώρα! Για όνομα ρε μάνα. Ποιος αφήνει τυφλό παιδί να ζήσει σ' αυτήν την κωλοκοινωνία; Και 'δω πάνω που 'μαι τώρα, πάλι δε βλέπω, ρε μάνα, γαμώ το στανιό μου! Μόνο ακούω! Ακούς ρε μάνα; Δε βλέπω αν γνέφεις, γι' αυτό λέγε!Μ' ακούς;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου