Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

 Ήτανε 25η Μαρτίου, μέρα γιορτινή για την Ελλάδα, εγώ δεν γιόρταζα, όπως πάντα, από μικρή ένιωθα αποστροφή για τις εθνικές γιορτές, έτσι και τότε. Μικρή ήμουν ακόμα. Έκτη δημοτικού. Ο πατέρας μου επέμενε όμως, να γιορτάσεις Χρύσα, να παρελάσεις Χρύσα, τη Χρύσα δεν την ρωτάμε όμως. Να περηφανευτούμε για την κόρη μας που φόρεσε γαλανόλευκα για να τιμήσει τον Καραισκάκη, να την πάμε στην παρέλαση κύριοι, να της κρατάμε και το χεράκι στο δρόμο, και το μεσημέρι όταν γυρίσουμε σπίτι μας και δεν βλέπει πια ο κόσμος, να τη γράψουμε στ' αρχίδια μας, να πάμε να ξαπλάρουμε την κωλάρα μας στον καναπέ και να την παρατήσουμε να μαγειρέψει και να πλύνει και να σκουπίσει και γενικά να κάνει ό,τι δεν μπορεί να κάνει η άρρωστη μάνα της. Που, μια που τ' αναφέραμε, ήτανε ίσαμε τριάντα χρόνια μικρότερη από τον πατέρα μου και είχε πέσει σε βαθύ ύπνο -κόμμα το λέγανε οι μεγάλοι- απ' τη μέρα που γεννήθηκα. Κάτι περίεργες λέξεις μου είπανε, επιπλοκές, γέννα, κόμμα και άλλα τέτοια. Εγώ δεν είπα τίποτα. Ποτέ δεν έλεγα τίποτα. 
  Είχαμε ραντεβού με το υπόλοιπο σχολείο στα σκαλάκια απέναντι από το μεγάλο πάρκο, και εκεί θα φτιάχναμε σειρές και θα ξεκινούσε η παρέλαση. Ο πατέρας μου με άφησε δίπλα στη δασκάλα μου, της έσφιξε το χέρι, μετά με φίλησε στο μέτωπο πριν φύγει, εγώ σκούπισα τα σάλια του απ' το κεφάλι μου με το μανίκι μου. Αηδία, σκέφτηκα. Αηδία. Η δασκάλα μου με έπιασε απ' το χέρι και με πήγε μαζί με τα άλλα παιδιά, ένιωθα σαν το προβληματικό, σαν το παραπληγικό, ξέρεις έχω μυαλό μπορώ να περπατήσω μέχρι εκεί. Βέβαια από ότι είχα καταλάβει κάτι παιζόταν με τον πατέρα μου και τη δασκάλα γιατί 1) ήταν ίσαμε τριάντα χρόνια μικρότερή του, 2) ο πατέρας μου πάντα όταν με πήγαινε και με γυρνούσε από το σχολείο έμπαινε μέσα για να ρωτήσει για την πρόοδό μου, 3) όποτε το έκανε αυτό φορούσε ένα αηδιαστικό άρωμα που έμοιαζε με αυτό που φοράνε οι γέροι στην εκκλησία, 4) η δασκάλα με πρόσεχε υπερβολικά πάρα πολύ χωρίς να είμαι ούτε το καλύτερο ούτε το χειρότερο παιδί στην τάξη και 5) ήταν ο πατέρας μου. Φυσικά και θα την έπεφτε στη δασκάλα μου. Βέβαια δεν με ένοιαζε. Ας έκανε ό,τι ήθελε. 
  Μπήκα στη σειρά με τους άλλους και στοιχηθήκαμε. Πίσω μου στεκόταν μία ηλίθια με ξανθές κοτσίδες που έφταναν μέχρι τον κώλο, τις οποίες και κάθε βράδυ ονειρευόμουν πως τραβούσα μέχρι να ξεριζωθούν. Δίπλα μου στεκόταν ο Κίμωνας, ένα παιδί ήσυχο και χαμηλού προφίλ, μιλούσε μόνο όταν τον ρωτούσες και ο ίδιος δεν ρωτούσε ποτέ. Στεκόμασταν εκεί πέρα στις σειρές και περιμέναμε να αρχίσει η παρέλαση για να αρχίσουμε να περπατάμε σαν τα βλαμμένα μπροστά από εκατοντάδες ανθρώπους που θα στέκονται πίσω από τις προσωρινές μπάρες. Φορούσα μία μπλε φουστίτσα και ένα άσπρο πουκάμισο, και λευκές κάλτσες από κάτω. Φαινόμουν αηδιαστική στον εαυτό μου- είμαι σίγουρη πως ήμουν κιόλας. Πιο αηδιαστική ήταν η ιδέα πως είμαστε όλοι ντυμένοι έτσι, το ίδιο, πως είμαστε μία μάζα, πως βάζουμε τους εαυτούς μας στο ίδιο σακούλι επειδή έτυχε να γεννηθούμε στον ίδιο γεωγραφικό τόπο. Αηδία. Όσο αηδία και το να με φιλάει ο πατέρας μου στο μέτωπο. 
  Ξαφνικά, άκουσα πίσω μου γέλια. Και όχι ό,τι κι ό,τι γέλια. Τα γέλια αυτής της ηλίθιας με τις ξανθές κοτσίδες. Ου να μου χαθείς μωρή. Γέλια, πολλά γέλια. Προσπάθησα να μη δώσω σημασία ούτε σε αυτή ούτε στην ανάγκη που ένιωθα να αρχίσω να την κλοτσάω μέχρι να πεθάνει. "Χαχαχαχα, χαχαχαχαχαχα. ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ. ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ. ΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!" Όσο πήγαινε και μεγάλωναν τα γέλια της. Τι γελάς μωρή αλόγα, ήθελα να της πω. Δεν έχω ιδέα πού τις ήξερα αυτές τις βρισιές, αλλά το μωρή αλόγα το θυμάμαι χαρακτηριστικά. Τι γελάς μωρή αλόγα. Κάποιος με έβγαλε από τη δύσκολη θέση με το να ρωτήσει. "Τι είναι τόσο αστείο;" "ΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!" απάντησε αυτή. "ΧΑΧΑΧΑ, ΔΕΣ, ΔΕΣ ΤΗ ΧΡΥΣΑ, Η ΦΟΥΣΤΑ ΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΛΕΚΙΑΣΜΕΝΗ, ΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!" 
  Σοκ έπαθα. Τι λέει αυτή; Δεν είναι λεκιασμένη η φούστα μου, την έπλυνα, μόνη μου κιόλας, τι λέει αυτή; "Πού;!" είπα εγώ, στην ταραχή μου. Πλάκα θα μου κάνει η ηλίθια, για να ψαρώσω και να γελάει. Πλάκα θα μου κάνει. Δεν είναι λεκιασμένη. Πού είναι λεκιασμένη; Δεν είναι. Δεν γίνεται να είναι. "ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ" ακουγότανε αυτή. Ντάξει η αλήθεια είναι πως ένιωσα κάτι, ξέρεις, εκεί κάτω, χαμηλά, στ' απαγορευμένο, αλλά όχι ρε παιδιά, δεν κατουρήθηκα κιόλας, δεν χέστηκα και απάνω μου, δεν γίνεται. "ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ" αυτή. Γαμώ το σπίτι σου ηλίθια. Ούτε αυτό δεν ξέρω πού το έμαθα. Γαμώ το σπίτι σου. Άρχισα να τρέχω, έτρεξα, άκουγα τα γέλια της μέσα στο κεφάλι μου όσο έτρεχα, ηλίθια, αλόγα, γαμώ το σπίτι σου. Έτρεξα στην τουαλέτα της πρώτης καφετέριας. Βρήκα τον καθρέπτη, και στάθηκα μπροστά, να κοιτάζω τη φούστα μου. Πού είναι ρε ο λεκές; Να 'τος. Κατέβασα τη φούστα, την έβγαλα, το σχέδιό μου ήτανε να τη βάλω κάτω απ' το νερό να φύγει ο λεκές, ήξερα τι να κάνω, πού θα πάει, θα έβγαινε. Κατεβάζοντας τη φούστα μου, είδα κι άλλους λεκέδες όμως. Κόκκινους λεκέδες. Στις κάλτσες μου. Στο βρακάκι μου. Ένα ωραίο ήτανε, ροζ, με τη μίνι. Τι διάολο. Τι συμβαίνει. Τι έπαθα. Αίματα. Αίματα παντού. Τι είναι αυτό. Από που ήρθε. Τι μου συμβαίνει. Βοήθεια. Βοήθεια, τι συμβαίνει. Βοήθεια, έχω αίματα, έχω ματώσει, βοήθεια. 
  Έβαλα χαρτί και σκούπισα ό,τι μπορούσα, τα αίματα απλώς συνέχισαν να βγαίνουν, εγώ τα έπαιξα, δεν σταματάει το αίμα, θα πεθάνω, βοήθεια, θα πεθάνω από αιμορραγία, θα βγει όλο μου το αίμα από εδώ, βοήθεια. Βοήθεια. Πεθαίνω. Άρχισαν να τρέμουν τα χέρια μου. Ίδρωσα ολόκληρη. Πάει, αυτό ήταν. Πεθαίνω. Αίματα, αίματα παντού. Άρχισε να πονάει το στήθος μου. Η καρδιά μου, λέω, πάει, πέθανα. Πεθαίνω. Άρχισα να τρέχω σαν την τρελή, βγήκα απ' την τουαλέτα στο δρόμο, χωρίς φούστα, μόνο με το βρακί και το πουκάμισο, η άλλη η ηλίθια με είδε και άρχισε να γελάει ξανά, όλος ο κόσμος κοιτούσε, τους ένιωθα, όλα ήταν σκοτεινά, δεν μπορούσα ν' αναπνεύσω, κι εκεί που έτρεχα ξαφνικά μαυρίζουν όλα και πέφτω, στη μέση του δρόμου. Έπειτα, θυμάμαι τρία πράγματα: ουρλιαχτά. Πόνο παντού. Και κάτι άλλο: μπιιιιπ μπιιιπ μπιιιιπ..μπιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιπ. Και τέλος. Σταμάτησαν όλα. Για ένα δευτερόλεπτο, σιωπή. Ύστερα το γέλιο της ηλίθιας." Χαχαχαχαχα!" Μέσα απ' το μυαλό μου όμως. Κι έπειτα, σταμάτησαν όλα. Για πάντα. 
  Και τι είχα ρε; Τι έπαθα; Περίοδος μου ήρθε πρώτη φορά. Αλλά πού να το ξέρω, μ' αυτό το μαλάκα που είχα για πατέρα και με μια μάνα που κοιμόταν απ' τη μέρα που γεννήθηκα; Πού να το ξέρω; Ποιος να μου το πει; Άμα το ήξερα δεν θα 'χα πανικοβληθεί, δεν θα με είχε πατήσει το γαμημένο το αμάξι. Όλα αυτά για ένα μαλάκα πατέρα. Χειρότερα: για ένα μαλάκα εραστή που ψάχνει να γαμήσει νέο ψαχνό. Όλα αυτά για αυτόν. 
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου