Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2013

  Πάλι έκοψαν τα κλαδιά των δέντρων της γειτονιάς μου. Σημάδι πως πέρασε ένας χρόνος απ'την προηγούμενη φορά -γιατί κάθε χρόνο τα έκοβαν. Και μόλις που εκείνα είχαν προλάβει να μεγαλώσουν ξανά, να γίνουν εκείνοι που θα 'πρεπε να είναι, να φτάσουν τον Ήλιο, να σου πάλι οι κακοί. Έτσι τους σκεφτόμουν, οι κακοί, λες και ήμασταν σε κανένα από εκείνα τα παιδικά παραμύθια. Ο κακός λύκος, η κακιά μάγισσα. Η καλή γιαγιά. Η κακιά μητριά. Καλό, κακό.. 
  -Αφήνουν μόνο τα γερά κλαδιά- τα πολύ γερά, εκείνα που δεν λυγίζουν με τον ελαφρό άνεμο. 
  -Μ;
  Αναθάρρησε  λες και τον ξύπνησα από βαθύ ύπνο. Πολλές φορές σαν κι αυτή, ξεχνούσα ότι δεν άκουγε τις σκέψεις μου. Μα φαινόταν να είναι έτσι, πότε-πότε. Μπορούσε ν'ακολουθήσει την ροή, τον τρόπο που έσταζαν σκέψεις στο μυαλό μου... Όχι να το κατανοήσει, αλλά να τ'ακολουθήσει. 
 -Τα δέντρα, έκοψαν πάλι τα δέντρα.
  Σήκωσε το βλέμμα του για να κοιτάξει γύρω. Αυτή ήταν η διαφορά μας, εγώ πάντα κοιτούσα εδώ κι εκεί, εκείνος ποτέ, μόνο στο δρόμο. Γι'αυτό έβλεπε την πόλη μας γκρι, γιατί το μόνο που έβλεπε εκείνος ήταν το γκρι. Το γκρι του δρόμου. Δρόμος, δρόμος, δρόμος: αυτό ήταν η πόλη μας για εκείνον. Ενώ για 'μενα ήταν περιστέρια, κοπέλες με κόκκινα κασκόλ, άνθρωποι του δρόμου, συνθήματα όπως "Όταν γράφεις τη λέξη ζωή να γράφεις το Ζ κεφαλαίο, μαλάκα!", κόκκινα γλειφιτζούρια, και μπεζ, μπεζ χρώμα παντού. Μισώ το μπεζ..
 -Α, ναι. Μου τη δίνει όταν το κάνουν. Είναι λες και οι δρόμοι γίνονται φαλακροί. Κενοί, λείπει το πράσινο, η σκιά..
-Είναι ωραία η σκιά. 
-Αναλόγως.
-Μμμ..
-Ποια είναι καλύτερη- η σκιά των δέντρων ή των σύννεφων;
-Δεν ξέρω. Τα δέντρα είναι στάσιμα, τα σύννεφα έρχονται και φεύγουν... βέβαια αυτό σημαίνει πως στα δέντρα πας όποτε θες, ενώ τα σύννεφα σου επιβάλλονται... Ναι, ναι, τα σύννεφα επιβάλλονται, χώνονται μέσα στην μέρα σου ακάλεστα, χωράνε- δεν χωράνε. Κι αν όμως χρειάζεσαι σκιά και είσαι σ'ένα μέρος που δεν έχει δένδρα; Θα 'σουν χαρούμενος να έχεις ένα σύννεφο από πάνω σου.. Ποιος ξέρει...
 Όλα γύριζαν πίσω σ'αυτό εκείνη τη μέρα: στο καλό και το κακό, στον τρόπο που άλλαζαν μεταξύ τους ανάλογα με τις συνθήκες. Οι συνθήκες, σκέφτηκα, πίεση, θερμοκρασία.. και τι άλλο...; 
 -Πες μου κάτι.
  Σκέφτηκε για λίγο. Ουσιαστικά τον ικέτευα να με βγάλει απ'το παράδοξο του καλού και του κακού, δεν έβγαζε νόημα και δεν υπήρχε χώρος να το σκεφτώ στον ανοιχτό δρόμο- τα μάτια μου έπιαναν πολλά κι ήθελαν να τα επεξεργαστούν όλα, δεν ήθελα να συγκεντρώνομαι σ'ένα πράγμα, ήθελα να ταξιδεύω...
 Ήξερα πως δεν θα ρωτήσει "Τι να σου πω;". Όχι, εκείνος δεν θα ρωτούσε κάτι τέτοιο, και ήταν ο μόνος που ήξερα που δεν το έκανε. Λες και ήξερε, για άλλη μια φορά, τι ζητούσα. Μάλλον ήξερε να σπάει τη σιωπή.
-Δεν βλέπεις ποτέ τον άνεμο... Μόνο ό,τι φέρνει, ότι καταστρέφει, κι ότι λυγίζει...Κι όταν περνάει μέσα από στενά, οι τοίχοι ουρλιάζουν, στριγγλίζουν. Ίσως γιατί καθώς έρχονται σ'επαφή, τους ακουμπούν τα βάσανά του, ο τρόπος που υποφέρει... Ο άνεμος είναι σαν ένα φάντασμα που πολεμά και θα πολεμά για πάντα να ξεφύγει απ'τη μέση κατάσταση και να ριχτεί στην αιωνιότητα. Ένας παγιδευμένος...
 Δεν μίλησα. Στοχασμοί, όμορφοι στοχασμοί. Και μια όμορφη σύμπτωση- γιατί εγώ ήθελα τα δέντρα της γειτονιάς μου με τα αδύναμα κλαδιά τους για να μπορώ να βλέπω τον άνεμο απ'το παράθυρό μου. Ήθελα να βλέπω τον άνεμο. Μου 'φτανε που δεν μπορούσα να βλέπω τα πουλιά το χειμώνα- και τότε θυμήθηκα κάτι.
-No one is free.. Even the birds are chained to the sky. 
-Επειδή μπορούν και πετάνε δεν σημαίνει πως είναι και ελεύθερα.
 Ακούστηκε ελαφρώς ενοχλημένος. Θα 'χε γίνει κουραστικό να ακούς τους πάντες να ζηλεύουν την 'ελευθερία' των πουλιών. 
-Ναι, αυτό λέω. Γεννιόμαστε σε μια φυλακή- η φύση μας είναι μια φυλακή- χρέος μας είναι να την ομορφήνουμε όσο μπορούμε, γιατί θα πρέπει να ζήσουμε σ'αυτή. Κι αν, για τα πουλιά, ελευθερία είναι να κολυμπάς; Κι αν, για τα ψάρια, ελευθερία είναι να περπατάς; Κι αν, για τον κομήτη που ταξιδεύει στο σύμπαν ελευθερία είναι να βρίσκεσαι σε μια συγκεκριμένη τροχιά; Τα πουλιά δεν μπορούν να ταξιδέψουν στο διάστημα. Είναι παγιδευμένα στον ουρανό. Όλοι μας έχουμε έναν ουρανό που δεν μπορούμε να ξεφύγουμε...
  Τι περίεργες συζητήσεις. Αναρωτήθηκα τι θα σκεφτόταν κανείς για εμάς αν μας άκουγε να μιλάμε. Φλώροι, μικρομέγαλα, και καλά ώριμοι, σώπα καλέ-δεν το ξέραμε, ηλίθια. Σωστό, πολύ σωστό αυτό που είπε, χμμμ, ναι-όντως... Με την άκρη του ματιού μου έπιασα έναν χαρταετό που ταξίδευε στον ουρανό καθώς τον έπαιρνε ο αέρας- είχε ξεφύγει απ'τα χέρια ενός παιδιού και απλώς ταξίδευε... Αναρωτήθηκα τι να θέλει τώρα ο χαρταετός. Προς τα πού θες να πας, χαρταετέ; Πάνω ή κάτω; Δεξιά ή αριστερά; Αναρωτήθηκα και πού θα φτάσει τελικά. Πόσο ψηλά; Και ήμουν ο χαρταετός- χάζευα μια όμορφη πόλη και δεν μ'ένοιαζε όπου κι αν πήγαινα, έτσι κι αλλιώς, τι ήμουν εγώ; Ένας χαρταετός. Που χαζεύει μια όμορφη πόλη. Τα πάντα φαίνονται πιο όμορφα από ψηλά. 
-Πιο ψηλά, ψιθύρισα, πιο ψηλά. More, I want more...
  Είδα τις άκρες των χειλιών του να σηκώνονται- καταπίεζε ένα χαμόγελο ευχαρίστησης.

1 σχόλιο: