Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

this is paradise

   Μια τρελή ιδέα δεν σε κάνει τρελό άνθρωπο.  Έζησα με αυτήν την αντίληψη. Οι περίεργοι συνειρμοί μου δεν ήταν περίεργοι. Ο καθένας έκανε τους ίδιους. Έτσι πίστευα. Και όταν, μερικές φορές, τύχαινε να πω δυνατά έναν συνειρμό μου και οι γύρω μου με κοιτούσαν πλαγίως, με ένα βλέμμα που εξέπεμπε απειλητικούς κεραυνούς τρομακτικά λευκού φωτός κατά πάνω μου, εγώ έλεγα πως δεν με μισούν επειδή ο συνειρμός μου είναι περίεργος. Οι άνθρωποι φοβούνται να ακούν δυνατά τις βαθύτερες σκέψεις τους. Κι έτσι κάποιες μεθυσμένες πριγκίπισσες δακρύζουν στο άκουσμα ενός τραγουδιού, ή διαβάζοντας ένα τυχαίο σύνθημα σ'έναν σκοτεινό τοίχο καθώς χάνονται στα μαύρα σοκάκια. Και κανείς δεν γνωρίζει το γιατί, μα ούτε αυτές καλά καλά τολμούν να το ξεστομίσουν. Αυτό δε, δεν το πίστευα, το ήξερα: ο κάθε ένας μισεί όποιον του μοιάζει. Απ'τη μέρα που το συνειδητοποίησα αποφάσισα να το αποφύγω. Έτσι, μια μέρα, ερωτεύτηκα ένα μοναχικό περιστέρι που προσπαθούσε χωρίς επιτυχία ν'ανοίξει τα φτερά του, πεταρίζοντας ασταμάτητα στη μέση μιας άδειας πλατείας, μες στο καταχείμωνο. Ποιο περιστέρι μένει πίσω μες στο καταχείμωνο; Ποιο περιστέρι δεν μεταναστεύει για πιο ζεστά μέρη κάθε φθινόπωρο; Είχα τους λόγους μου να είμαι σίγουρος πως τούτο εδώ το περιστέρι, αν εγώ ο ίδιος το φυλάκιζα στις δυο μου παλάμες, και το άφηνα να πέσει από το μπαλκόνι του τετάρτου ορόφου μιας πολυκατοικίας, ξαφνικά δεν θα είχε κανένα απολύτως πρόβλημα με την πτήση του. Κοίταξα γύρω μου, μα πουθενά δεν φαινόταν να υπάρχει κανένα άλλο περιστέρι. Γιατί λοιπόν ο μικρός μου έρωτας δεν σταματούσε να υποκρίνεται το αδύναμο, εφόσον είχε ήδη μείνει μονάχο; Στάθηκα εκεί, κοροϊδεύοντας ακατάσχετα το ηλίθιο αυτό πλάσμα, νιώθοντας οργή να ρέει σ'όλο μου το σώμα. Τι περίμενε τούτο δω το περιστέρι; Και ποιος ο λόγος να μένεις με τα πόδια πατημένα στην γη, όταν έχεις φτερά να πετάξεις; Αρκετή ώρα απλώς καθόμουν εκεί, αμέριμνος, χασκογελώντας με τις γελοίες κινήσεις του  ηλίθιου περιστεριού που προσπαθούσε, δήθεν, να πετάξει. Πέρασε μία κοπέλα με σκούρο μπλε κασκόλ και μαύρο παλτό, με βήμα ταχύ και το μυαλό της μίλια μακριά απ'το μέρος που βρισκόταν εκείνη. Δυο βήματα μετά που είχε περάσει το περιστέρι, κοντοστάθηκε. Σταμάτησε να περπατά. Γύρισε, κοίταξε το περιστέρι, κι ύστερα, κοίταξε εμένα. Δεν έχω αντικρίσει πιο όμορφα μάτια. Ήταν κοινά, βέβαια. Απλώς καστανά προς το μαύρο. Αλλά ήταν όμορφα. Με την έννοια του όμορφου, του γλυκού, του μελαγχολικού, του νοσταλγικού. Από εκείνα που όσο και να τα κοιτάζεις δεν αλλάζει το συναίσθημα που νιώθεις. Από εκείνα που δεν τα βαριέσαι, που δεν τα ξεχνάς, που σε στοιχειώνουν σ'όλη σου την ζωή. Έτσι και τα δικά της. Έγχρωμα κι άχρωμα μαζί, χαρούμενα κι ανέκφραστα συνάμα, σαν να χαροπαλεύει μέσα της η θλίψη, να μην νικηθεί απ'τη νέκρα. Σαν να 'χει βαλσαμώσει ο μισός της κόσμος κι ο άλλος μισός να προσπαθεί με όλη του τη δύναμη να παραμείνει ανθισμένος. Με κοίταξε, λοιπόν. Σκέφτηκα να της χαμογελάσω αλλά δεν το έκανα. Γύρισε ξανά το βλέμμα της στο περιστέρι. Μόλις χάθηκε η ματιά της, νόμιζα πως ο κόσμος μαύρισε πάλι. Σηκώθηκα και πλησίασα προς το μέρος της. Στάθηκα δίπλα της. Οι άκρες των χειλιών της ήταν ελαφρώς σηκωμένες. Αντικρίζοντας αυτό, βάλθηκα κι εγώ να γελάω με το περιστέρι. Μόλις όμως ήχησε το πρώτο μου χαχανητό, εκείνη μαρμάρωσε, σοβάρεψε. Σα να έπεσε σκοτάδι ξαφνικά. Ήθελα να την ρωτήσω γιατί, αλλά δεν το έκανα. Σηκώθηκε κι έκανε να φύγει. Τελευταία στιγμή άλλαξε πορεία, κάνοντας τελικά δύο βήματα πιο κοντά μου. Απέχαμε τώρα ο ένας απ'τον άλλο μερικές ίντσες μονάχα. Κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια της και ένιωσα χαρούμενος. Σκέφτηκα να δείξω την χαρά μου, αλλά δεν το έκανα. Κράτησα το πρόσωπό μου σκληρό κι αμετάκλητο. Μου ανταπέδωσε το βλέμμα. Αναρωτήθηκα τι έβλεπε εκείνη σε εμένα. Δεν την ρώτησα. Περίμενα να κάνει αυτό που ήθελε να κάνει. Ξαφνικά, μέσα στην απόλυτη ησυχία, άρχισε να ψιθυρίζει, στην αρχή τόσο χαμηλόφωνα που ούτε εγώ δεν μπορούσα να την ακούσω. Το τελευταίο όμως το 'πε δυνατά, για να το ακούσω όχι μόνο εγώ, μα και το άμοιρο περιστέρι, κι όλα τα περιστέρια σ'όλη τη Γη. "Αυτός ο άνθρωπος ίσως να ενεργεί πάντα με κρυφούς λόγους: γιατί πάντα φροντίζει να έχει ανακοινώσιμους λόγους τόσο στα χείλη του όσο και στα ανοιχτά χέρια του." Η έκφρασή της δεν άλλαξε καθόλου όσο μιλούσε. Τόσο που για μια στιγμή αμφέβαλλα για το αν μίλησε όντως. Μα ούτε η δική μου άλλαξε. Ύστερα, πολύ αργά, και πολύ βασανιστικά, σηκώθηκε στις μύτες τον ποδιών της, κι ακούμπησε τα κατακόκκινα χείλη της στα δικά μου. Μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί, μα με πάθος. Τα χείλη μας ενώθηκαν και έμειναν ενωμένα χωρίς να φιλιόμαστε. Και χωρίστηκαν αργά και βασανιστικά. Με το λάθος τρόπο. Η έκφρασή της δεν είχε αλλάξει όταν απομακρύνθηκε και με κοίταξε ξανά. Τι είδους κοπέλα φιλά έναν απόλυτο ξένο; Σκέφτηκα να την ρωτήσω, μα δεν το έκανα. Δεν ήμουν και σίγουρος αν είμαστε απόλυτοι ξένοι. Ίσως, βέβαια, να μου έδειχνε άλλο απ'ότι θα 'θελε να δω. Γιατί μίλησε μέσα απ'τα λόγια του Νίτσε; Ας έλεγε τι πίστευε εκείνη. Ας μου έδειχνε τις δικές τις σκέψεις. Τι είδους κοπέλα κρύβεται ακόμη κι από έναν απόλυτο ξένο; Έκανε ένα βήμα πίσω. Έδειξε το περιστέρι με το δεξί της χέρι. "Αν μ'άφηναν να διαλέξω ελεύθερα" είπε, "ευχαρίστως θα διάλεγα μια θεσούλα στην μέση του παραδείσου. Και ακόμη πιο πρόθυμα, μια θέση μπροστά στην πόρτα του!" Κι έπειτα χάθηκε μέσα σε μια χιονοθύελλα που δεν υπήρχε πριν,αφήνοντάς με με χίλιες ερωτήσεις και δυο μόνο απαντήσεις, όπως θα 'κανε μια σωστή νεράιδα. Κοίταζα την πλάτη της καθώς έφευγε. Τι είδους κοπέλα απαρνιέται τον παράδεισο; "Περίμενε!" φώναξα πριν καν το σκεφτώ. Μαρμάρωσε ξανά, όμως έμεινε με την πλάτη γυρισμένη σ'εμένα. Έκανα να την ρωτήσω, μα με πρόλαβε, λέγοντας αυτό: "I'm just a dog chasing cars. I don't know what I would do if I caught one. I just do things." Κι ύστερα άρχισε να περπατά ξανά. Δεν της φώναξα να σταματήσει τότε, μα ούτε και κουνήθηκα απ'την θέση μου. Είχε βραδιάσει όταν πια έφτασα στο συμπέρασμά μου. Ο παράδεισος είναι μία ψευδαίσθηση. Ή, τουλάχιστον, ο τρόπος με τον οποίο κοιτάζουμε εμείς τον παράδεισο είναι ηλίθιος. Σαν τον θάνατο. Ποιος φοβάται τον θάνατο; Όλοι φοβόμαστε τα δευτερόλεπτα πριν την ήττα. Βλέπω τον εαυτό μου ν'αυτοκτονεί πέφτοντας από ένα ψηλό κτίριο και δεν σκέφτομαι το μετά, μα ο νους μου τρέχει στις στιγμές που θα πέφτω, που ο αέρας θα με γλύφει, προσπαθώντας ανεπιτυχώς να με κρατήσει απ'το να πέσω. Ποιος φαντάζεται τον θάνατο; Ποιος φαντάζεται το πως είναι ακριβώς να πεθαίνεις; Ποιος φαντάζεται το πραγματικό κενό με επιτυχία; Ποιος φαντάζεται τον παράδεισο; Ποιος φαντάζεται την πραγματική ευτυχία, την άγνοια και την πραγματική αγάπη με επιτυχία; Ποιος μπορεί να φανταστεί ακριβώς την έννοια του παραδείσου; Ή του θανάτου; Τότε ήμουν σίγουρος πως αυτά τα δύο κάπου συμπίπτουν, κάπου... Στην απώλεια της σκέψης. Η διαφορά τους όμως, ήταν αυτή: στο θάνατο δεν μπορείς να σκεφτείς. Στον παράδεισο δεν χρειάζεται. Όλες σου οι ερωτήσεις είναι ήδη απαντημένες. 
Κι ύστερα θυμήθηκα πως ο παράδεισός μου είναι η σκέψη. 

Ήμουν η τελευταία ψυχή που έφυγε από εκείνη την έρημη πλατεία. Η προτελευταία ήταν μια ψυχή ενός χαζού περιστεριού. 





Standing there by a broken tree
Her hands are all twisted, she was pointing at me
I was damned by the light, coming out of her eyes
She spoke with a voice that disrupted the sky
She said walk on over here to the bitter shade
I will wrap you in my arms and youll know that youre saved
Let me sign
Let me sign 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου