Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012

You can't get by, by burning out

 Είμαι η Δάφνη. Είμαι 11 χρονών. Αρκετά μεγάλη για να κοιμάμαι μαζί με τη μάνα μου. Κι όμως κοιμάμαι δίπλα της κάθε βράδυ, στο διπλό κρεβάτι. Γεμίζω την άδεια θέση του πατέρα μου. 
 Έτσι και σήμερα. Εγώ έχω ξαπλώσει μα εκείνη ακόμη να εμφανιστεί. Την περιμένω. Δεν θ'αποκοιμηθώ αν δεν έρθει. Ίσως να 'χουν περάσει και δυο ώρες από τη στιγμή που της είπα καληνύχτα και ξάπλωσε στο σκοτάδι. Μα τώρα τα μάτια μου έχουν συνηθίσει, διακρίνω σχεδόν τα πάντα. Όσο μεγαλώνεις, τόσο περισσότερο δυσκολεύονται τα μάτια σου να διακρίνουν στο σκοτάδι. Εγώ ίσως και να μην φτάσω τόσο μεγάλη. 
  Κλείνω τα μάτια μου ενστικτωδώς μόλις η πόρτα ανοίγει και ακτίνες φωτός τρυπώνουν απ'την πόρτα. Πληγώνουν τα μάτια μου, ακόμη και κλειστά, και οι σκιές που βλέπω παίρνουν χρώμα βαθύ κόκκινο. Αίμα, σκέφτομαι. Οι φίλες μου σκέφτονται τριαντάφυλλα. 
  Δεν τη βλέπω, μα την ακούω. Κλείνει την πόρτα, βγάζει τις παντόφλες της, πίνει μια γουλιά νερό απ'το μπουκάλι που υπάρχει πάντα στο κομοδίνο της, ξεσκεπάζει το πάπλωμα απ'την πλευρά της - νιώθω το κρύο- κι ύστερα χώνεται κι αυτή κάτω απ'τα σκεπάσματα. Μα δεν ξαπλώνει. Η πλάτη της ακουμπά στον τοίχο. Βγάζει τα χαρτιά της κι ένα στυλό απ'το συρτάρι του κομοδίνου της. Τα χαρτιά της, πάντα τα χαρτιά της. Περιμένω να ακούσω τον ήχο του στυλό που τρέχει στο χαρτί για ν'ανοίξω τα μάτια μου. 
  Στα επόμενα λεπτά, γίνονται 2 πράγματα που δεν θα έπρεπε να συμβούν: ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω τι γράφει. Τα φώτα όμως είναι κλειστά και δεν μπορώ να διακρίνω τις λέξεις, δυστυχώς. Είμαι σίγουρη πως ούτε κι εκείνη μπορεί. Από το ρυθμό του χεριού της καταλαβαίνω πως γράφει ακανόνιστες λέξεις σε χαρτιά χωρίς γραμμές. Λέξεις που δεν βγάζουν νόημα για κανέναν άλλο πέρα από εκείνη. Μένω να την κοιτάζω για ώρες. Να γράφει. Ξέρω πως σε αυτό το χαρτί λέει σίγουρα το όνομά μου, το όνομα του πατέρα μου, και τη φράση, "ο χρόνος τελειώνει". Γιατί, ναι, για εμάς τους μικρούς και χωρίς κανένα νόημα ύπαρξης ανθρώπους ο χρόνος τελειώνει. Αναζητώ εκείνον για τον οποίο ο χρόνος είναι ατελείωτος, μια ανανεώσιμη πηγή, που η λέξη "τέλος" δεν υπάρχει. Έχω κάνει σχέδιο. Θα ντυθώ όμορφη και θα τον δελεάσω, θα μ'ερωτευτεί και θα πάρει μαζί μου εμένα και τη μητέρα μου , και θα ζήσουμε μαζί στην αιωνιότητα. 
  Την βλέπω να δακρύζει και την ακούω όταν αρχίζει να κλαίει με λυγμούς. Τα ένστικτά μου χτυπούν ακανόνιστους ρυθμούς μέσα στο κεφάλι μου, κάτι πρέπει να κάνω. Αλλά τι; Ξέρω πως οι φίλες μου νιώθουν καλύτερα αν κλάψουν πρώτα. Τι να ξέρω εγώ, 11 χρονών κορίτσι; Εγώ σταμάτησα το σχολείο πρόωρα. Οι φίλες μου ξέρουν χίλια δυο πράγματα κι εγώ καλά καλά δεν θυμάμαι την προπαίδεια. 
  Βήμα πρώτο: στριφογυρίζω. Βήμα δεύτερο: μουρμουρίζω. Βήμα τρίτο: βγάζω μια κραυγή, εκκωφαντική, τρομοκρατημένη. Υποδύομαι εκείνη που μόλις έχει βγει από έναν ακόμη εφιάλτη, και ω, το καταφέρνω αρκετά καλά. Ίσως αν ξεφύγω απ'τη μοίρα να πάω σε δραματική σχολή. 
  "Δάφνη;" ρωτάει, μέσα στο σκοτάδι. 
  "Μαμά, φοβάμαι." της λέω. 
   "Τι είδες;"
   "Ήρθαν και με πήραν, μαμά. Φοβάμαι."
    "Σςςς, κανείς δεν θα ρθει να σε πάρει." προσπαθεί να είναι καθησυχαστική μα φοβάται το ίδιο μ'εμένα. 
   "Φοβάμαι, μαμά. Κράτα μου το χέρι να μην φοβάμαι."
  Μου δίνει το δεξί της χέρι και το σφίγγω δυνατά με το αριστερό μου. Κι έτσι μας παίρνει ο ύπνος και της δύο, εκείνη πιστεύοντας πως με σώζει απ'τον τρόμο κι εγώ γνωρίζοντας πως  προσπαθώ μάταια να την κρατήσω απ' το να πέσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου