Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

Μόχα ο τρελός, Μόχα ο σοφός, Μόχα ο πνιγμένος

  "Αν ρωτήσεις ένα ψάρι για τον κόσμο του, το τελευταίο πράγμα για το οποίο θα σου μιλήσει είναι η θάλασσα!" φωνάζει ο Μόχα χαρούμενος τρέχοντας στους δρόμους του χωριού, κι είναι χαρούμενος που η ζωή του έχει νόημα ξανά, γι'αυτές τις ώρες έστω. Οι συγχωριανοί του δεν ασχολούνται μαζί του πια. "Να τος πάλι ο τρελός." αυτό μονάχα ψιθυρίζουν, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι. Μονάχα ένας γέρος άντρας βγαίνει κάθε φορά που ο Μόχα τρέχει στους δρόμους χαρούμενος φωνάζοντας μια φράση που ο ίδιος ανακάλυψε, και του φωνάζει, με την ίδια οργή, "Σώπα, τρελέ, και γύρνα σπίτι σου!". Και ο Μόχα ακούει αυτόν τον γέρο. Μονάχα αυτόν τον γέρο. 

   Μετά το δεύτερο γύρο του χωριού, γυρίζει σπίτι του, κουρασμένος πια. Κι εκεί θα κλειστεί για καιρό, χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα. Ίσως να δημιουργήσει έναν ρυθμό βαρώντας το μολύβι του στο ξύλινο τραπέζι, μα αυτός θα είναι ο μοναδικός θόρυβος που θα ακούσεις να βγαίνει από το σπίτι του Μόχα. Η καλή γειτόνισσα θα του φέρνει φαγητό κάθε μέρα στις μία το μεσημέρι. "Πόσο καιρό θα μένεις κλεισμένος εδώ μέσα, Μόχα;" θα τον ρωτά κάθε φορά, "Πότε θα δουλέψεις επιτέλους; Δεν θα είμαι εδώ πάντα να σου φέρνω φαγητό."

  "Μέχρι το άπειρο" θ'απαντά ο Μόχα.


 "Κάθε γνώση βασισμένη σε αβάσιμη πίστη δεν είναι γνώση!" φωνάζει, δυο εβδομάδες μετά, κάνοντας ξανά το γύρο του χωριού. "Σώπα, τρελέ, και γύρνα σπίτι σου!" φωνάζει ο γέρος, με οργή. Κι ο Μόχα σκύβει το κεφάλι και γυρνά σπίτι του απογοητευμένος. Ο γέρος τον κοιτάζει να φεύγει. "Πότε θα σταματήσεις ν'ασχολείσαι επιτέλους με τον παρανοϊκό;" ρωτά η γυναίκα του, ενοχλημένη. "Όλο το χωριό συμφώνησε να μην του δίνει κανείς σημασία, κι εσύ συνεχίζεις." 
  



Περνούν έξι εβδομάδες και ο Μόχα ακόμη να βγει στο χωριό και να φωνάξει μία νέα σκέψη του. Το χωριό έχει βρει την ησυχία του, μα ο γέρος ανησυχεί πολύ. Μήπως σταμάτησε να σκέφτεται; Κι έτσι λοιπόν, φορά τις μαύρες του γαλότσες και το μάλλινο παλτό του, αρπάζει την μαγκούρα του απ'τη γωνιά δίπλα στο τζάκι και βγαίνει να βολτάρει στις 12 τη νύχτα, με προορισμό το σπίτι του Μόχα. Αυτή είναι η πρώτη φορά που τον επισκέπτεται μετά από είκοσι χρόνια. 

 Βρίσκει τον τρελό να περιμένει στο κατώφλι της πόρτας. Κοιτάζει το γέρο με δέος, κι εκείνος σκύβει το βλέμμα και μπαίνει στο σπίτι χωρίς να μιλήσει. 
  "Τι είναι ο κόσμος, Μόχα;"
   Δεν απαντά. 
   "Τι είναι ο χρόνος, Μόχα;"
  "Γιατί υπάρχουμε, Μόχα;"
   "Πού είμαστε, Μόχα;"
   "Ποια είναι η θάλασσα, Μόχα;"
  Στην τελευταία του ερώτηση, ο Μόχα γυρίζει για να κοιτάξει τον γέρο κατάματα. Στα μάτια του υπάρχει φως. Ξανά. Τα κατάφερε, λοιπόν. Σηκώνεται και κάνει α φύγει.
   "Περίμενε" μιλά επιτέλους ο Μόχα. "¨Αδερφέ, μην φεύγεις." Ο γέρος παγώνει, πάει καιρός απ'την τελευταία φορά που ο Μόχα μιλούσε σ'εκείνον συγκεκριμένα. 
   "Ποια είναι η θάλασσα, Μόχα; Εντυπωσίασε με. Ποια είναι η θάλασσα;" επαναλαμβάνει, κι ύστερα φεύγει, χωρίς ν'αφήσει τον Μόχα ν'αρθρώσει λέξη. 


 Τέσσερις εβδομάδες και τρεις ημέρες. Ο Μόχα ακόμη ν'ακουστεί. Ο γέρος βγαίνει ξανά, αυτή τη φορά για το σπίτι της καλής γειτόνισσας που δίνει φαγητό στον Μόχα. Η ώρα είναι περασμένη κι έτσι η καλή γειτόνισσα αναστατώνεται όταν ακούει χτυπήματα στην πόρτα της. 
  "Μάνα" λέει ο γέρος, κοιτώντας στη στα μάτια, "μία ερώτηση μόνο θα σου κάνω κι ύστερα θα φύγω. Μόνο απάντα μου σε παρακαλώ, και δεν θ'ασχοληθώ μαζί σου ποτέ ξανά, δεν θα με ξαναδείς, μα πες μου. Όταν πήγες να δώσεις φαγητό στον Μόχα σήμερα το μεσημέρι, και τον ρώτησες μέχρι πότε θα μένει κλεισμένος στο σπίτι του, τι σου απάντησε;"
  Η καλή γειτόνισσα δεν απαντά.
  "Μάνα!" γρυλίζει τώρα ο γέρος, "τι σου απάντησε, μάνα;"
  "Μου είπε, μέχρι το τέλος." η καλή γειτόνισσα είναι μαρμαρωμένη, κι αν δεν κουνιόνταν τα χείλη της θα 'λεγε κανείς πως είναι άγαλμα. 
   "Όχι μέχρι το άπειρο; Είσαι σίγουρη;"
   "Μέχρι το τέλος. Έτσι είπε. Είμαι σίγουρη." Κι ύστερα κλείνει την πόρτα, διώχνοντας ξανά απ'την ζωή της το γέρο που δεν είναι γέρος, τον πρωτότοκο γιο της, καταρρέοντας πίσω απ'την πόρτα. "Θεούλη μου" ψιθυρίζει στο σκοτάδι, "δεν συμβαίνει αυτό. Δεν συμβαίνει."


   Είκοσι δύο φεγγάρια πριν, ο Μόχα κι ο αδερφός του, δραπετεύουν απ'το σπίτι στις 12 τα μεσάνυχτα, καβάλα σε δυο άσπρα άλογα, να διασχίσουν τα βουνά και να φτάσουν στη θρυλική θάλασσα, να δουν την όμορφη κοπέλα με τη γαλάζια χαίτη από κοντά για μια φορά. Αναζητούν την μία και μοναδική γυναίκα που αγάπησε ο πατέρας τους, με την ελπίδα πως θα βρουν κι αυτόν μαζί της. Ο Μόχα είναι δεκαπέντε κι ο αδερφός του δεκαοχτώ. Ο Μόχα είναι πανέξυπνος κι ο μεγαλύτερος αδερφός του τον ακολουθεί. Μα σαν φτάνουν στο λιμάνι της Χώρας, μαθαίνουν πως η θάλασσα είναι ατέλειωτη. Μαθαίνουν πως για να τη διασχίσουν ολόκληρη θα τους πάρει παραπάνω από εκατό φεγγάρια. Ρωτούν τότε για τον Καπετάν Γιώργη, κι αφηγούνται την ιστορία του, όταν εκείνος παράτησε τη γυναίκα του και τα παιδιά του για να συναντήσει την κοπέλα με τα γαλάζια μαλλιά. Φήμες λένε πως την παντρεύτηκε, λένε ο Μόχα κι ο αδερφός του. "Αν την παντρεύτηκε" απαντούν οι θαλασσόλυκοι, "τότε μόνο στον άλλο κόσμο θα τον βρείτε. Γιατί εμείς οι θαλασσινοί, λέμε πως αυτοί που πνίγηκαν παντρεύτηκαν τη θάλασσα." 
  Τα δύο αδέρφια ένιωσαν τι εστί κόλαση εκείνη τη νύχτα. Μα αυτό το σκοτεινό και μυστηριώδες τέρας ήταν κάτι παραπάνω από ελκυστικό. Την ερωτεύτηκαν κι οι δυο τότε, κι αυτή η κατάρα τους κυνηγά μέχρι το άπειρο. Αποφάσισαν να μείνουν δίπλα της, να την ταξιδεύουν για την υπόλοιπη ζωή τους. Μα πάνω στη δεύτερη χρονιά τους ως θαλασσινοί, το καράβι τους βυθίζεται στην κακοκαιρία. Ο αδερφός ξεφεύγει μα ο Μόχα αρραβωνιάζεται την θάλασσα. Κι έτσι ο αδερφός ξανανεβαίνει στα καράβια, αναζητώντας το Μόχα, προσπαθώντας να τον προλάβει πριν την παντρευτεί κι εκείνος. Κάθε βράδυ στις 12 τα μεσάνυχτα βγαίνει στην πλώρη και φωνάζει τ'όνομά του. "Μόχα!" κι οι φωνές του φτάνουν ως τ'αυτιά της πιο μακρινής γοργόνας, οι φωνές του βουτούν στη θάλασσα και κάνουν το βυθό της να σύεται, και προκαλεί καταστροφή στην επιφάνεια. Οι φωνές του αδερφού σηκώνουν πελώρια κύματα και το καράβι του βυθίζεται για δεύτερη φορά. Εκείνος σώζεται, μα το πλήρωμά του παντρεύεται τη θάλασσα. Αποκλείεται ο Μόχα να επιβίωσε αυτήν την θαλασσοταραχή. Αυτή είναι η σκέψη του αδερφού. Και μ'αυτή γυρνά στο χωριό, με το κεφάλι σκυφτό από τότε και για πάντα, ένοχος για το θάνατό του. Τα δυο αδέρφια μπήκαν μαζί στην ζωή της θάλασσας μα βγήκαν χωριστά. 
  Κλειδώνεται στο σπίτι του για αυτοτιμωρία. Το χωριό τον τιμωρεί, και τον παντρεύει με τη γεροντοκόρη του χωριού. Η στεναχώρια του κάνει τα μαλλιά του ν'ασπρίσουν, το δέρμα του γερνά και γίνεται αδύναμος. Κι έτσι ο αδερφός γερνά χωρίς να έχει γεράσει. 
  Δύο μήνες μετά, φτάνει στο χωριό μια άμαξα με τέσσερα άλογα. Παραδίδουν έναν τρελό στην πιο λαμπρή χωριανή και της ζητούν να τον προσέχει. Αναρωτιούνται όταν η γυναίκα αγκαλιαζει τον τρελό με τα φύκια στα μαλλιά με περίσσεια αγάπη, μα δεν δίνουν σημασία. Την επομένη, η πόρτα του αδερφού χτυπά τρεις φορές. Η μάνα του στέκει στο κατώφλι, και τον κοιτάζει κατάματα όταν εκείνος της ανοίγει. "Δεν είσαι γιος μου εσύ." του λέει. "Ο Μόχα είναι ζωντανός. Γύρισε. Ο Μόχα γύρισε. Δεν είναι νεκρός. Δεν έψαξες αρκετά. Δεν είσαι γιος μου." κάνει να φύγει, μα γυρίζει να του πει ένα τελευταίο πράγμα."Δεν θυμάται τίποτα. Μονάχα εμένα. Γι'αυτό, καλά θα κάνεις να μην τον ενοχλήσεις ποτέ ξανά."
  Από εκείνη την ημέρα και για πέντε εβδομάδες, ο τρελός Μόχα έκανε τον κύκλο του χωριού δύο φορές, φωνάζοντας μία λέξη μονάχα: "Βίρα!". Και κάθε φορά ο αδερφός έβγαινε έξω, παριστάνοντας τον άκαρδο γέρο, και φώναζε ακριβώς τις ίδιες λέξεις: "Σώπα, τρελέ, και γύρνα σπίτι σου!" κι ύστερα κλειδωνόταν στο δωμάτιό του και προσευχόταν πεσμένος στα γόνατα ο Μόχα να συνεχίζει να έρχεται για πάντα. Ξαπλώνει στο κρεβάτι του για ώρες και ψάχνει έναν τρόπο να επαναφέρει τον αδερφό του χωρίς να τον πλησιάσει. 
  Κι έτσι, φτιάχνει το παρακάτω σχέδιο: Την επόμενη φορά που ο Μόχα θα περάσει μπροστά απ'το σπίτι του, θα του κάνει μια ερώτηση. Μία από αυτές που ξέρει πως ο Μόχα θα ποθεί να απαντήσει, γιατί οι πανέξυπνοι πάντα θέλουν ν'απαντούν στις ερωτήσεις. Θα του δίνει τροφή για σκέψη κι ο Μόχα θα βρει ξανά τον εαυτό του. 


 Οι μέρες περνούν. Ο γέρος περιμένει. Και τελικά, ο Μόχα εμφανίζεται μπροστά στο σπίτι του γέρου. Δεν κάνει το γύρο του χωριού. Περπατά σιωπηλός. Κι όταν φτάνει στο σπίτι, στέκεται και φωνάζει, κλαίγοντας: "Δεν ξέρω. Δεν ξέρω. Ήρθε το τέλος και πια δεν ξέρω."

"Μόχα ο τρελός, Μόχα ο σοφός, Μόχα ο πνιγμένος
Μόχα, αυτός που όσο και αν πιεί πια δε μεθάει
Μες το λιμάνι τριγυρνάει μαγεμένος
Μόχα, αυτός που όλο τα κύματα κοιτάει

Μόχα ο τρελός, ο σοφός, ο τελειωμένος
Μόχα, αυτός που τον ξεχώρισε η μοίρα
Τρέχει απ' τα μάτια του η σκουριά και η αλμύρα
Μόχα, αυτός που τραγουδάει ευτυχισμένος

Ξέρω τα κύματα μια μέρα αυτά τα βράχια
θα τα διαλύσουν, θα τα κάνουν όλα σκόνη
Θα 'ρχεται 'κείνο το κορίτσι να ξαπλώνει
πάνω στην άμμο και να τραγουδάει τάχα

Ότι θα έρθω από μακριά και 'γώ σε λίγο,
ότι θα μείνουμε εκεί μαζί για πάντα
Αντίο θάλασσες και κύματα σαράντα,
θα λέω ψέματα πως δε θα ξαναφύγω.

Έρχεται ο Μόχα ο τρελός πάλι χαμένος,
κοιτάει τις άγκυρες και όλο φωνάζει "βίρα!"
Μέσ' στο λιμάνι τριγυρνάνει μαγεμένος
Μόχα, η σκουριά η σκουριά και η αλμύρα..."


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου