Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Her Story

  Εκατόν είκοσι επτά πεντάκοις εκατομμύρια χρόνια και δεκατρία δευτερόλεπτα πριν ακριβώς, όταν η Γη δεν είχε ανθίσει ακόμη πριν την απέραντη ξηρασία της, ήρθε στον κόσμο μια κατάξανθη κοπέλα με γαλανά μάτια. Η μόνη κοπέλα σ'ολόκληρη την καφετιά σφαίρα στην οποία κατοικούσαν δράκοι, νεράιδες, ξωτικά κι όλων των λογιών τα μαγικά πλάσματα εκείνης της εποχής. Δεν υπήρχαν δέντρα, ούτε λουλούδια, ούτε γρασίδι, ούτε βροχή, ούτε χιόνι, μονάχα σύννεφα, ήλιος και βράχια. Όλοι ζούσαν εξαρτώμενοι ο ένας απ'τον άλλο, κανείς δεν υπήρχε μόνος του, και κανείς δεν μάλωνε ποτέ με κανέναν.
   Τον καιρό όμως εκείνο, που μαγικά και μη πλάσματα βάσιζαν τις σχέσεις τους στο ψέμα για να ζουν ενάρετα, υπήρχε εκείνη η κοπέλα. Η μοναδική. Η κατάξανθη με τα γαλανά μάτια. Η μόνη. Εκείνη, λοιπόν, δεν είχε ανάγκη κανένα. Τίποτα δεν υπήρχε να την κρατά ζωντανή και τίποτα να την σπρώχνει στο θάνατο, τίποτα επίγειο που να ποθεί και τίποτα που να θέλει να ξεφορτωθεί. Εκείνη, λοιπόν, απαρνιόταν το ψέμα. Ήταν ειλικρινής, δεν φοβόταν κανένα κι ούτε νοιαζόταν κανένα, όταν μισούσε το 'λεγε κι όταν αγαπούσε το έδινε και της το δίναν πίσω. Ό,τι είχε να πει, το 'λεγε. Αφηγούταν ιστορίες για τους επόμενους και τους προηγούμενους κόσμους, για τ'αστέρια και το μαύρο πίσω απ'αυτά, για τον ήλιο και το μπλε πίσω από 'κεινον. Για κάτι χρωματιστές καμπύλες που θα εμφανίζονταν στον ουρανό και θα έκαναν τον κόσμο να χαμογελά και ν'αναρωτιέται... Αφηγούταν για όλα εκείνα τα περίεργα που τα πλάσματα της Γης δεν είχαν ξανακούσει ούτε ξαναδεί. Και τους πρόσβαλλε. Μπροστά της, όλοι ένιωθαν χαζοί. Και ήταν. Κανείς δεν την πίστευε αλλά όλοι κάμαν πως την άκουγαν με προσήλωση, χειροκροτούσαν στο τέλος της κάθε ιστορίας της και την αγκάλιαζαν όταν την 'πιάναν δάκρυα. Ένας προς ένας, έπαιζαν ένα θέατρο για χάρη της ευτυχίας της ξανθιάς κοπέλας με τα γαλανά μάτια. 
   Εκείνη το 'ξερε. Έβλεπε τα μάτια τους να την περιγελούν, να την αχρηστεύουν. Να την παραβλέπουν. Και τους μισούσε, τον κάθε ένα ξεχωριστά, για την υποκρισία τους. 

  Ξημέρωσε μια μέρα που άλλοι την λεν κατάρα κι άλλοι την λεν ευλογία. Η κατάξανθη κοπέλα με τα γαλάζια μάτια αποφάσισε να μιλήσει. Να τους προσβάλλει. Να τους βρίσει. Να τους ρεζιλέψει προβάλλοντας την αλήθεια που οι ίδιοι έθαβαν. Και τελικά, να τους ανακουφίσει απ'το ψέμα. 

  "Ξέρω τι σκέφτεστε!" αναφώνησε, μόλις και ο τελευταίος έλαβε την θέση του στον κύκλο γύρω απ'αυτήν. "Ξέρω τι προτιμάτε να κάνετε παρά ν'ακούτε εμένα! Ξέρω ότι νομίζετε πως εγώ είμ' ευτυχισμένη με την υποκρισία σας! Και ξέρω ότι κανείς σας δεν με πιστεύει, και όλοι νομίζετε πως κάθε φορά κατεβάζω ό,τι σας λέω απ'το μυαλό μου..." μονολογούσε επί ώρες, βρίζοντας, σπαράζοντας, κι ύστερα ψιθυρίζοντας. Είπε τα πάντα. Κι εκείνοι προσβλήθηκαν, οργίστηκαν, αγανάκτησαν. Μα κανείς δεν έφυγε. Την άκουσαν μέχρι το τέλος, δείχνοντας τάχα μου συμπόνια για το παρανοϊκό της δράμα. Κι όταν τελείωσε κι έφυγε εκείνη τελικά, οι ψίθυροι σκέπασαν το χώρο μ'ένα πέπλο μυστικότητας, κι όλοι τους μαζί κατέστρωσαν ένα σχέδιο για να τιμωρήσουν την αυθάδη ξανθιά κοπέλα με τα γαλανά μάτια. 


  Το βράδυ εκείνο, με μοναδικό οδηγό την λευκομαλλούσα γιαγιά Πανσέληνο, όλα τα μαγικά πλάσματα του κόσμου εκείνου έστησαν χωρό γύρω απ'την κοιμωμένη κοπέλα. Με βήματα ελαφρά σαν φτερούγες και φωνές ψιθυριστές σαν ενοχικές σκέψεις, τραγούδησαν μαζί ένα μοναδικό ξόρκι, που μονάχα μια φορά μπορούσες να προφέρεις και ίσαμε δυο φορές μπορούσες να μουρμουρίσεις... 


  Με φως μου μοναχό
την όμορφη σελήνη
και έναν τον καθοδηγό, 
τον ήλιο μες στην δύνη,
ζητώ απ'το ξόρκι τούτο 'δω,
ό,τι είν' να γίνει, ας γίνει. 

Εκείνη που αδιαφόρησε
για 'μενα και για εκείνους 
αυτήν που δεν απόρησε
για τις τιμωρίες του κτήνους,
εκείνη που δεν χώρισε
τα γέλια απ'τους θρήνους

Για 'κεινη, την αμαρτωλή,
ζητώ την τιμωρία
και ειν'οι λόγοι μου πολλοί, 
κι εκείνη μόνο μία. 

Αλμυρή, ας είναι
Θλίμμένη, ας είναι
Μονάχη, ας είναι
Μιλιά να μην έχει
κι απ'όλους ν'απέχει,
αναπνοή βραχνή,
και μια λέξη μονάχα να μπορεί να πει
Όνομα δωσ'της 
και παρ'της την ψυχή
Παρ'της το αίμα,
παρ'της το ψέμα
κι ας μη μιλεί.
Και χωρίς χρώμα
και χωρίς σώμα
και χωρίς σχήμα
πώς θα ζει; 
Μα δεν με νοιάζει
κακό μου μοιάζει
μα θέλω να τιμωρηθεί.


Με την εκδίκηση να στάζει απ' τα χαμόγελά τους άφησαν το πλευρό της κοπέλας να ονειρεύεται ακόμη εκείνο το βράδυ... Το τελευταίο της βράδυ. 


 Εκατόν είκοσι επτά πεντάκοις εκατομμύρια χρόνια αργότερα, μου αγκαλιάζει τα πόδια με μελαγχολία και προσπαθεί να με γραπώσει και να με πάρει μέσα της, γιατί τώρα μ'έχει ανάγκη, τώρα έχει κάποιον ανάγκη. Τώρα χρειάζεται τους ανθρώπους να την ψάξουν, ακόμη κι αν κρύβεται, ακόμη κι αν μοιάζει επικίνδυνη. Τώρα που δεν μπορεί να μιλήσει μα έχει τόσα να πει, χρειάζεται κάποιο να την κοιτάξει μέχρι πολύ πολύ πολύ βαθιά μέσα της, να δει τα πάντα, να μάθει τα πάντα για κείνη. 
  Εγώ όμως πρέπει να φύγω. Την χαϊδεύω για μια τελευταία φορά πριν γυρίσω την πλάτη μου, και τις ψιθυρίζω γλυκά, "Αντίο θάλασσα... υπόσχομαι πως θα ιδωθούμε ξανά σύντομα." 

 Και καθώς φεύγω, εκείνη μέσα απ'το μοναδικό ήχο που μπορεί να βγάλει, μ'αποχαιρετά μ'ένα, "Θα περιμένω...Θα περιμένω...Θα περιμένω..." 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου