Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

Να τι απογίνονται, μικρέ μου φίλε, οι ψυχές. Μικρά, χάλκινα νομίσματα, στον κουμπαρά ενός φτωχού που κάθε ξημέρωμα τριγυρνά στους δρόμους με το κεφάλι σκυφτό και τα μάτια δεκατέσσερα, ψάχνοντας. Και μην ρωτήσεις τι ψάχνει, γιατί ξέρεις την απάντηση. Ψάχνει εμάς. Κάτω απ'τα σπασμένα παγκάκια, ανάμεσα στις χαραμάδες που χαράζουν τα πεζούλια, γύρω απ'τα σκουπίδια και μέσα σ'αυτά. Έξω απ'τις κλειστές καφετέριες και μέσα στα πηγάδια των ευχών. Εκεί δε, είμαστε συσσωρευμένοι μυριάδες. Όλες οι πνιγμένες ψυχές καταλήγουν νομίσματα στα πηγάδια των ευχών. Και από τι πνίγονται, μικρέ μου φίλε, οι ψυχές; Δεν μιλώ για τα σώματα που χάνονται στον πάτο του ωκεανού, ούτε για εκείνους που διάλεξαν να τελειώσουν την ζωή τους κάτω απ'το νερό μιας λευκής μπανιέρας μέρα μεσημέρι. Μιλάω για εκείνους που ήλπισαν. Για εκείνους που ήλπισαν πως εκείνος που πέφτει θα βγάλει φτερά, πως τα ουράνια τόξα δεν είναι άυλα και στις άκρες καθενός βρίσκεται κι από ένα τσουβάλι χρυσάφι. Οι πνιγμένες ψυχές είναι εκείνες που παραφούσκωσαν από ελπίδα κι έσκασαν στο τέλος. Και απ'έξω απ'τις κλειστές καφετέριες βρίσκονται όσοι κόλλησαν σε μια ανάμνηση. Όσοι αρνήθηκαν το παρόν και κόλλησαν σε μια στιγμή. Όσοι αναζήτησαν τη μηχανή του χρόνου, όσοι προσπάθησαν να πατήσουν στο κενό. Αυτά ειν' τα νομίσματα έξω απ'τις κλειστές καφετέριες.
  Κι άκουσες τι είπα πριν; Μας ψάχνει ο φτωχός, φίλε μου. Κανείς δεν μας παραδίδει σ'αυτόν και κανείς δεν του υπόσχεται πως θα είμαστε εκεί, στον πεζόδρομο, παραμελημένοι και παρατημένοι, βρώμικοι και μουντοί, νοσταλγώντας την πρώτη μέρα που γίναμε αυτό που είμαστε, την ημέρα που βγήκαμε στον κόσμο γυαλιστεροί κι ολοκάθαροι. Όμως εκείνος το ξέρει, πως κάθε ξημέρωμα θα μαζέψει τουλάχιστον δέκα ευρώ σε νομίσματα, αν κάνει έναν περίπατο. Γιατί κάθε ξημέρωμα φαίνεται ποιοι άντεξαν τη νύχτα. 
   Μα ο φτωχός, σαν φτωχός, ξέρει την αξία ενός νομίσματος. Την κατανοεί, τη νιώθει στο χέρι του. Μικρότερη του ενός. Ίση με το μηδέν. Μα γνωρίζει κιόλας, πως αυτό το μηδέν είναι δέκα για κάποιους. Και σ'αυτούς τους κάποιους μας παραδίδει ο φτωχός. Για ένα πιάτο φαΐ, για μια μονή κάλτσα. Μας ανταλλάζει, λοιπόν. Και να 'μαστε ξανά στον δρόμο, να πηγαίνουμε από χέρι σε χέρι, να κλειδωνόμαστε σε πορτοφόλια για εβδομάδες, να μας ξεχνούν πίσω από βιβλιοθήκες για μήνες μέχρι την επόμενη ανακαίνιση, να ταξιδεύουμε Ελλάδα- Τουρκία- Γερμανία- Γαλλία- Αμερική. Κι όταν παλιώσουμε πολύ, οι τυχεροί από 'μας θα καταλήξουν σε μυρωδάτες βιτρίνες σε Μουσεία, κι όλοι οι υπόλοιποι στην Κόλαση. Εκεί θα λιώσουμε, όλοι μαζί, σαν ένας, και θα γίνουμε ρευστό. Κι απ'αυτό το ρευστό θα έρθουμε ξανά στην ζωή μ'άλλο πρόσωπο, γυαλιστεροί κι ολοκαίνουριοι... Μα ποιος είναι τελικά ο τυχερός;

  Μην τους ακούς, λοιπόν, φίλε μου, αν σου λένε πως μια μέρα θα 'ρθουν να σε πάρουν. Κανείς δεν θα 'ρθει να σε πάρει. Ο δρόμος σου θα σε βγάλει εκεί, τελικά, θα το δεις. Όλοι θα γνωρίσουν τον φτωχό μια μέρα... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου