Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

Περπατούσα. Με σταμάτησε. "Πού πας;" ρώτησε. 
Τρόμαξα λίγο, είναι η αλήθεια. Γνωριζόμασταν, αλλά ποτέ η σχέση μας δεν είχε πάει πέρα από το ψεύτικο "Γεια, τι κάνεις;" 
"Τι σε νοιάζει εσένα;" απάντησα με μια ερώτηση- τα νεύρα μου ήταν ήδη σμπαράλια και δεν είχα όρεξη για αδιάκριτους σαν κι εκείνον. Έτσι κι αλλιώς, ήταν πολλά χρόνια μεγαλύτερος μου, τι κοινά μπορεί να 'χαμε εμείς οι δύο;
Τον ξάφνιασε η απάντησή μου. Προφανώς, δεν περίμενε να είμαι τόσο επιθετική. Αγρίεψε κι εκείνος. "Τα λέμε." είπε απλώς, και συνέχισε την πορεία του. 
Τον κοίταζα να φεύγει για περίπου 30 δευτερόλεπτα πριν του φωνάξω να γυρίσει πίσω. Είχε κάνει προσπάθεια να με προσελκύσει κι εγώ τον έσπρωξα τόσο μακριά μου... δεν ήταν καιρός για τέτοια. 
"Πηγαίνω προς τα πάνω. Εσύ;" είπα.
Τον ξάφνιασα για 2η φορά. "Πώς γίνεται να πηγαίνεις προς τα πάνω; Αυτός ο δρόμος είναι κατηφόρα." Μου άρεσε που έκανε λες και δεν του είχα μιλήσει ποτέ επιθετικά. Κοίταξε μακριά για ένα λεπτό, παίζοντας νευρικά με το αριστερό του πόδι, κι ύστερα μισοχαμογέλασε. "Μην λες ψέματα." 
Μα, τι λέει; Δεν έλεγα ψέματα. "Όχι, αλήθεια, προς τα πάνω πάω."
"Έλα τώρα.. σε βλέπω." 
Οι άκρες των χειλιών μου σηκώθηκαν ελάχιστα. "Ίσως." παραδέχτηκα.
"Έλα" μου είπε, γνέφοντας, "πάμε μαζί." 

Περπατούσαμε μαζί για περίπου 5 ώρες. Είχα μείνει έκπληκτη με τον εαυτό μου, πόσα του είχα πει σε μία μονάχα συνάντηση. Έκλαψα κι έκλαψε. Για κάποιο περίεργο λόγο έμοιαζε γνωστός, χωρίς ποτέ να έχουμε μια στενή σχέση. Ήταν απολαυστικά περίεργο. 
Πάνω στις 5 ώρες, μου είπε πως έπρεπε να στρίψει για να φύγει. Πώς χάρηκε που μιλήσαμε και πως θα συναντηθούμε ξανά σύντομα. 

Και όντως. Συναντηθήκαμε, και μία, και δύο, και τρεις, και τέσσερις φορές, και μιλούσαμε γενικά, αόριστα, και μετά ξάφνου, προσωπικά. Μιλούσα πιο πολύ εγώ. Όμως μιλούσε κι εκείνος αρκετά. 

Ένα βράδυ, γυρνούσα σπίτι μου μετά από μια όμορφη έξοδο με κάτι φίλους. Περπατούσα μόνη μου, ξανά. Μπροστά μου ήταν δύο αντρικές φιγούρες. Έμοιαζαν γνώριμες. Κι όσο πλησίαζα, τόσο πιο γνώριμες γίνονταν. 
Έφτασα δίπλα τους σε απόσταση αναπνοής. Τους είχα αναγνωρίσει και ήμουν έτοιμη να τους κάνω μια -νόμιζα- ευχάριστη έκπληξη. Και τότε άκουσα...
"Είναι κάτι που δεν μου λέει. Πες μου το εσύ."
Ο δεύτερος άντρας, ο νεότερος, δεν δίστασε ούτε λεπτό. "Ε, να μωρέ, ήταν εκείνο το βράδυ που.." Η ιστορία που διηγούταν δεν ήταν όποια κι όποια. Ήταν η ιστορία που ήξερα καλύτερα απ'όλες, με κάθε λεπτομέρεια, εκείνη που άκουγα και συγχρόνως την έβλεπα να ξετυλίγεται μπροστά μου απ'το κουβάρι με τις μαύρες κλωστές του χθες, εκείνη της οποίας πρωταγονίστρια ήμουν εγώ. Αυτή ήταν η δική μου ιστορία. Της ζωής μου η ιστορία.
Νευρίασα. Άρχισα να περπατάω πιο αργά, τους άφησα να προηγηθούν, όμως όχι τόσο ώστε να μην ακούω πια αυτά που λένε.
Τους ακολουθούσα για μια ώρα. Μέσα σε εκείνη τη μία ώρα, άκουσα όλα εκείνα τα μικρά μυστικά που είχα εμπιστευθεί στον ένα και στον άλλο να ανταλλάσσονται σαν άψυχα αντικείμενα μηδενικής αξίας. Τους άκουσα να τα περιγελούν, να τα πετούν στο δρόμο σαν σκουπίδια. Να τα ξεφτιλίζουν. Τους άκουγα όσο ξεσκέπαζαν τους εαυτούς τους, όσο κατέβαζαν τις μάσκες τους και έδειχναν τα βρώμικα πρόσωπά τους ο ένας στον άλλο, κι ύστερα διηγούνταν τις ψεύτικες ιστορίες που μου 'χαν εμπιστευθεί σαν αληθινές, λες και ήταν μισο-ξεχασμένα ανέκδοτα. Τους άκουσα να περιγελούν εμένα, να πετούν στο δρόμο εμένα, να ξεφτιλίζουν εμένα


Το βράδυ που γύριζα σπίτι, οι δυο άνδρες μου είχαν αφήσει την πόρτα μισάνοιχτη, για να μπορέσω να μπω, αφού μου είχαν κλέψει τα κλειδιά. Ανέβηκα τα σκαλοπάτια δύο-δύο, φύλαξα την ομπρέλα μου μαζί με τις άλλες, σκούπισα τα πόδια μου στο χαλάκι, όμως δεν μπήκα στο σπίτι. Τράβηξα την πόρτα για να κλείσει, και την έκανα γι'αλλού. 
Κι αν θέλουν εξηγήσεις, ας με ψάξουν, σκέφτηκα.


Και δεν μ'έψαξαν.









 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου