Τρίτη 28 Μαΐου 2013

My Body Is A Cage

  Στεκόμουνα μόνη μου στον ψηλότερο βράχο ολόγυμνη και ελεύθερη κάτω από το μοναδικό φως της Σελήνης. Μόνη μου. Δεν θα πηδούσα, δεν είχα σκοπό να πηδήξω, δεν πήγαινα στο βράχο γι' αυτό τα βράδια. Αλλά ήτανε κάτι διαφορετικό σ' εκείνη τη βραδιά, δεν μπορώ να το εξηγήσω ακριβώς, ίσως να ένιωθα διαφορετικά, ίσως η βραδιά η ίδια να είχε αλλάξει. Δεν ξέρω, ήταν σαν ο κόσμος, πώς να το πω.. Σαν να πέθανα και να γεννήθηκα ξανά σε άλλο κόσμο. Κάπως έτσι. Σα να άλλαξε. Σαν εγώ να μην ήμουν εγώ, εσύ να μην ήσουν εσύ, αυτός να μην ήταν αυτός.. Σαν να ήμασταν άλλοι, άλλοι, τελείως διαφορετικοί. Ένιωθα σαν να ζούσα πάνω στον άξονα τον αριθμών, σαν να ήμουν απείρως μόνος στους άπειρους αριθμούς, σαν να με χώριζαν από την πραγματικότητα χιλιάδες χιλιάδων μέτρων. Σαν να κοιτούσα τα πάντα μέσα από μια φούσκα. Σου λέω, δεν ήταν ο κόσμος μου αυτός, ήταν άλλος, κάτι είχε αλλάξει, δεν ξέρω τι αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά, κάτι δεν ταίριαζε. Σαν να μην είχε εκπληρωθεί ο ψυχαναγκασμός μου · σαν μια αφίσα σ'ένα τοίχο που έχει ξεκολλήσει η πάνω αριστερή γωνία, σαν ένα μισόκλειστο συρτάρι.. Σα να μου διέφευγε κάτι..
  Έτσι όπως στεκόμουνα, λοιπόν, στο βράχο, σαν κάποιος να με ρώτησε πού ήθελα να 'μουνα τώρα και εγώ κοίταξα κάτω, στα κύματα, και έκλεισα τα μάτια μου και ένιωσα να με διαπερνά μια θάλασσα, άκουσα να μου τραγουδάνε δελφίνια και να με καταπίνουν οι φάλαινες, κάτι τέτοιο, πώς να το εξηγήσω ρε πούστη μου δεν ξέρω, κάποια πράγματα δεν εξηγούνται.. Θα προσπαθούσα να φέρω τη γαλήνη στο μυαλό σου αλλά δεν γίνεται, δεν δύναμαι, πρέπει να το νιώσεις μέσα σου κι εσύ, πρέπει να σου εξηγήσω αυτό το πάγωμα μέσα στο νερό, την ακινησία κι έπειτα την επίθεση, τη γαλήνη κι έπειτα τα σαγόνια του καρχαρία, θα προσπαθούσα, αλλά δεν γίνεται, δεν βρίσκω τις λέξεις. Τέλος πάντων, ναι, το ένιωσα αυτό, κάπως έτσι, για ένα-δυο δευτερόλεπτα, γιατί έπειτα φύσηξε ένας αέρας και τα χάλασε όλα· με γύρισε πίσω ο αέρας. Στον ωκεανό δεν φυσά ο αέρας, μουνόπανα, σκέφτηκα. Κι έπειτα η ίδια φωνή που με είχε ρωτήσει, μου είπε, 'Πήγαινε'. Πήγαινε. Πού; Δεν ξέρω πού εννοούσε η φωνή, μπορεί να εννοούσε να πάω πίσω, να γυρίσω, πως πέρασα αρκετή ώρα στο βράχο σήμερα και είναι ώρα να φύγω, αλλά εγώ το πήρα αλλιώς, το πήρα όπως ήθελα να το πάρω. 
  Και πήδηξα. 
  Απλά πράγματα. Πήδηξα · πρώτη φορά πηδούσα από τον ψηλότερο βράχο, ο ψηλότερος βράχος δεν ήτανε για σάλτα, ήτανε επικύνδινα, μπορεί να 'σπαγες το κεφάλι σου από κάτω, αλλά δεν με ένοιαζε. Το μετάνιωσα λίγο που πήδηξα έτσι απλά, θα 'πρεπε να είχα κάνει υπεροξυγώνωση, να μου φύγει το πολύ διοξείδιο του άνθρακα απ' τα πνευμόνια και να μην έχω την ανάγκη να αναπνεύσω, αλλά δεν πρόλαβα να το μετανιώσω για πολύ, γιατί-
  Γιατί όπως βουτούσα από το βράχο με τη μούρη προς τα κάτω έτοιμη να πέσω μέσα στα κύματα κάτι άλλαξε πάλι, σαν να ξύπνησα από λήθαργο, και μπήκανε μέσα στο κεφάλι μου βουητά και κόρνες και βρισίδια και βρωμερή ατμόσφαιρα από καυσαέριο, και δεν ήμουν πια στον ψηλώτερο βράχο και δεν βουτούσα πια στη θάλασσα, βουτούσα, ναι, αλλά όχι στη θάλασσα, βουτούσα στην άσφαλτο, και μέχρι να το σκεφτώ και μέχρι να καταλάβω και μέχρι να πάρει δυο στροφές το μυαλό μου είχα πέσει με το κεφάλι πάνω στην άσφαλτο και είχε γίνει το κρανίο μου πολτός. Έβαψα τον γκρι, βρωμερό δρόμο με ένα πανέμορφο κόκκινο. Οι δρόμοι ντύθηκαν με φόβο εξ' αιτίας μου. Εγώ τον έφερα τον φόβο. Τον έσπηρα, εγώ, εγώ ήμουν αυτή που τον έσπηρε το φόβο · και για εβδομάδες από εκείνη τη μέρα το πολτοποιημένο μου κεφάλι θα έκανε γύρους στα κεφάλια των μικρών παιδιών που είχαν την ατυχία να είναι μπροστά όταν έπεσα, όπως με στοίχειωναν εμένα άλλα κι άλλα. Δεν πειράζει, έλεγα, δεν πειράζει, σας αξίζει, σας αξίζει.. 
  Κι έπειτα πάλι κόπηκαν οι σκέψεις μου στη μέση· αναρωτήθηκα πως είναι δυνατόν να σκέφτομαι ενώ έχω πεθάνει, ενώ δεν έχω μυαλό πια, έγινε πολτός, αλλά μέχρι να προλάβει να με νοιάξει αρκετά είχα βρεθεί στη μέση του ωκεανού, στο βάθος, εκεί που το νερό δεν είναι καν μπλε πια, και ήμουν χαμένη. Άνοιξα το στόμα μου και έκανα να ψιθυρίζω τις λέξεις "Θα πεθάνω για εσάς" · you go down there to the bottom of the sea, where the water isn't even blue anymore, and you decide that you'll die for them. "Θα πεθάνω για εσάς". Έπειτα το σκέφτηκα καλύτερα. "Πέθανα για εσάς". Επιπλέω εκεί, στο απέραντο βάθος για λίγο, στο σκοτάδι, δεν βλέπω τίποτα· έπειτα απ' το πουθενά ακούγονται τα γέλια τους, τα παιχνίδια τους, με πλησιάζουν, τους ακούω· this is it. 
  Βέβαια όμως, όπως το περίμενα, τίποτα απ' αυτά δεν συνέβη, τίποτα δεν είχε συμβεί, γιατί μόλις που έκανα ν' αγγίξω τα πτερύγιά τους γύρισα πάλι πίσω στο τίποτα, στον κωλόδρομο, στην άσφαλτο, με το κεφάλι πολτό· τίποτα δεν είχε γίνει και τίποτα δεν θα γινόταν, τα πάντα είχαν τελειώσει για εμένα και δεν θα είχα την ευκαιρία για πισωγυρίσματα · κι αυτό από λάθος μου, εγώ το επέλεξα. Έπεσα στη λάθος τρύπα. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου