Σάββατο 11 Μαΐου 2013

Bullets are the beauty of the blistering sky, bullets are the beauty and I don't know why

 Διέσχισα πεντακόσια δεκαπέντε χιλιόμετρα και εφτακόσια μέτρα με τα πόδια για χάρη σου. Μόνος μου. Γιατί. Γιατί δεν είχα λεφτά να πάρω λεωφορείο. Ούτε αμάξι είχα. Και αμάξι να είχα, δεν θα είχα λεφτά για βενζίνη. Ούτε φίλους είχα να με πάνε. Γιατί. Γιατί μετά που έφυγες, τα έχασα όλα. Τα έπινα κάθε βράδυ στο μπαράκι της γειτονιάς που κάποτε πηγαίναμε μαζί, έπειτα όταν δεν με έπαιρνε πια να πηγαίνω στο μπαράκι, άρχισα να τα πίνω μόνος μου, σπίτι μου, παρέα με το πιάνο μου και τους δίσκους μου και την κιθάρα μου και τις φωτογραφίες σου και τα δημιουργήματα της φαντασίας μου. Έτσι αργούσα κάθε πρωί να πηγαίνω στη δουλειά, κι επειδή όταν πήγαινα, πήγαινα νυσταγμένος, δεν απέδιδα. Ε, και επειδή είναι η γνωστή περίοδος των απολύσεων  από όπου μπορούν ξεφορτώνονται οι άνθρωποι, εμένα, μόλις έπεσε η απόδοσή μου, με ξεφορτώθηκαν χωρίς να χάσουνε λεπτό. Πήρα μία αρκετά καλή αποζημίωση που την ξόδεψα μέσα σε μία εβδομάδα σε μαλακίες. Μαλακίες που πίστευα πως θα με κάνουνε ευτυχισμένο. Δεν με έκαναν. Δηλαδή, δε νομίζω και να το πολυπίστευα, βασικά, νομίζω πως περίμενα να βρω τον ενθουσιασμό μέσα από αυτές τις μαλακίες, να τον βρω ξανά, να ξεφύγω. Δεν μπορείς να φανταστείς τι έκανα. Τα πάντα έκανα. Κάποια στιγμή, τελείωσαν τα λεφτά. Ήταν όταν άνοιξα το πορτοφόλι μου και είδα πως μου είχαν απομείνει δέκα ευρώ και εικοσιπέντε λεπτά. Με ξέρεις εμένα, λεφτά στις τράπεζες δεν κρατάω, γενικά δεν είμαι της οικονομίας, είμαι παρορμητικός, δεν βάζω λεφτά στην άκρη. Οπότε, είχα μείνει μπακούρης με δέκα ευρώ και εικοσιπέντε λεπτά, άνεργος, σε ένα ταμείο ανεργίας που σιγά μην μας πληρώνανε κιόλας, σε περίοδο οικονομικής κρίσης στην κωλοχώρα που ζούμε. Τα έβαλα κάτω και είπα, λοιπόν, μάγκα μου, τι θα κάνεις τώρα; Πρώτων, αποφάσισα να μη δανειστώ από κανέναν. Άσε που βασικά δε νομίζω και να μου δάνειζαν, γιατί από τότε που έφυγες εγώ χάθηκα με όλους, δεν μιλούσα σε κανέναν δηλαδή, και έβγαινα μόνος μου έξω, όπως είπα. Δεν είχα σχέσεις με άλλους ανθρώπους. Τέλος πάντων, δεν δανείστηκα. Άφησα το σπίτι που νοίκιαζα την επόμενη μέρα, και αντί για νοίκια που χρωστούσα άφησα στο νοικάρη μου τα έπιπλά μου. Πήρα την κιθάρα μου μαζί, και το ακορντεόν, και τη φυσαρμόνικα. Το πιάνο το άφησα πίσω, αλλά αυτό δεν το χαρίζω στο νοικάρη. Θα το πάρω μόλις ορθοποδήσω, έτσι του είπα. Τέλος πάντων, τα παράτησα όλα, είχα δέκα ευρώ και είκοσι πέντε λεπτά στο πορτοφόλι μου. Πήγα και στήθηκα σε ένα δρομάκι κοντά στο Σύνταγμα μαζί με όλους τους υπόλοιπους άστεγους και έπαιζα κιθάρα πρωί- βράδυ. Ένα πεντάευρο μπορώ να πω πως το μάζεψα την πρώτη μέρα, τυχερός ήμουν. Έφαγα έναν γύρο και ήπια μία κόκα κόλα με αυτό το πεντάευρο. Έτσι είχα πάλι δέκα ευρώ και είκοσι πέντε λεπτά στο πορτοφόλι μου. Πούλησα το πορτοφόλι σε έναν μαλάκα, έτσι είχα δεκαπέντε ευρώ και είκοσι πέντε λεπτά, στην τσέπη μου πια. 
  Έτσι έζησα για έναν μήνα περίπου. Πρόσεξέ με, από το τίποτα, εγώ, εγώ, που με ξέρεις πως είμαι, έτσι, εγώ, λοιπόν, από το τίποτα, ήμουν άστεγος, άπλυτος, βρωμιάρης, και πλανόδιος μουσικός. Εγώ. Όταν τα πράγματα ασχήμηναν, πήγα και χτύπησα το κουδούνι του Ανδρέα, του φίλου μας. Με κοίταξε για ένα λεπτό, έπειτα μου άνοιξε την πόρτα, με έπλυνε, με τάισε, και με έδιωξε ξανά. Το μαλάκα τον Ανδρέα. Βέβαια μπορεί να μην με έδιωξε, μπορεί να έφυγα και εγώ από μόνος μου. Πάντως μου χάρισε μερικά ρούχα του. 
  Ήμουν λυπηρός μέχρι αηδίας. 
   Κοίταξέ με, με ξέρεις. Δεν είμαι κλαψομούνης. Κατεστραμένος είμαι. Όταν συναντηθήκαμε εμείς οι δύο, δεν μου είχε απομείνει τίποτα στον κόσμο ρε μαλάκα, τίποτα. Το ξέρεις. Το θυμάσαι. Σε εκείνο το μπαρ γνωριστήκαμε, το θυμάσαι, εγώ πάλι τα έπινα μόνος μου και μπήκες εσύ μέσα στο μπαρ, πάτησαν τα πόδια σου στο μπαρ και εμένα ο κόσμος μου γύρισε ανάποδα. Πριν μπεις εσύ στο μπαρ ο κόσμος μου ήταν νεκρός, ήταν ένα κενό, και μόλις πάτησες εσύ το πόδι σου μέσα, έκανες τα μαγικά σου, έφερες τις συνθήκες και έγινε μέσα μου ολόκληρο Big Bang. Έφερες το Big Bang μέσα μου. Εσύ, εμένα, με ανέστησες. Εσύ. Και γι' αυτό σου χρωστούσα τα πάντα. Με ξέρεις, δεν είμαι κλαψομούνης, το ξανάπα, το ξέρεις. Αλλά ξέρεις και ότι για 'μένα ήσουνα η τελευταία μου ελπίδα. Όλα τα είχα δοκιμάσει, όλα, όπως το ακούς, όλα, και χάπια και θεραπείες και φιλίες και μαλακίες όρθιες, και ενδιαφέροντα και παπαριές, και ναρκωτικά μη σου πω, αλλά από όλα αυτά, μόνο εσύ. Μόνο εσύ. Μόνο εσύ. 
  Μόνο εσύ. 
  Σκεφτόμουν, λοιπόν, μετά από τη συνάντησή μου αυτή με τον Ανδρέα, πως σ' όλους χρωστάω κι από κάτι. Εκτός απ' τους γονείς μου, σε όλους τους άλλους από κάτι χρωστάω. Τα ρούχα του Ανδρέα στον Ανδρέα. Εσένα την ανάστησή μου. Στο Γρηγόρη χρωστάω μια μπύρα από ένα στοίχημα. Στον Κωσταντίνο πρέπει να χρωστάω μια κόκα κόλα που με είχε κεράσει. Σε έναν άπλυτο γύφτο που κοιμόμαστε δίπλα δίπλα στις πλατείες χρωστάω μια κουβέρτα. Παντού χρωστάω. Κι έπειτα σκέφτηκα, στον εαυτό μου, στον εαυτό μου τι χρωστάω; Εσένα, ήταν η απάντηση. Εσένα μου χρωστάω. Να σε πάρω πίσω πρέπει. Μου χρωστάω εσένα. 
  Ε, κι έτσι, άρχισα να περπατάω προς εσένα. Αθήνα- Θεσσαλονίκη: πεντακόσια δεκαπέντε χιλιόμετρα. Κι άλλα εφτακόσια μέχρι το σπίτι σου από το κέντρο. Χτύπησα, δεν άνοιγες. Σιγά μην άνοιγες. Το διέρρηξα. Μου έμαθε ένας άλλος άπλυτος κι άστεγος. Βρήκα τις φωτογραφίες σου στο σαλόνι. Έκλαψα. Έκλαψα, ακόμα κλαίω. Κλαίω τρεις ώρες τώρα. Νομίζω θα πλημμηρίσουμε απ' τα δάκρυά μου, θα πνιγώ μέσα σ' αυτά, κι εσύ δεν έρχεσαι.. τώρα που σε θέλω δεν έρχεσαι. Και πρέπει να έρθεις, πρέπει να έρθεις ρε, πρέπει να έρθεις, μόνο εσύ μπορείς. Πρέπει να έρθεις. 
 Δεν είσαι εδώ. Δεν είσαι πουθενά. 
 Χρωστάω στον εαυτό μου εσένα. Πρέπει να έρθω να σε βρω. Πρέπει να μου ξεπληρώσω ό,τι μου χρωστάω. 
  Πρέπει να έρθεις. Αλλά δεν γίνεται. Πώς να γίνεται. 
  Έκλαψα, έκλαψα κι άλλο. Πρέπει να έρθεις. Κλάμμα μέχρι σκασμού. Ουρλιαχτά. Σπάω πράγματα.  Νομίζω γίνεται μέσα μου το δεύτερο Big Bang. Νομίζω τα κατάφερες και ας μην είσαι εδώ. Νομίζω το έκανες. Το κατάφερες. Αναστένομαι νομίζω. Βγαίνουν τα δάκρυα. Και τα βογγητά, βγαίνουν κι αυτά. Βγαίνει από μέσα μου η φωτιά και αντί για 'μενα τώρα καίει το σπίτι. Νομίζω ξεσπάω, νομίζω θ' αρχίσω να μιλάω ξανά, γιατί τόσο καιρό το 'χα ρίξει στη μούγκα. Νομίζω πετάω τους λίθους απ' την πλάτη μου, δεν θα τους κουβαλάω πια σαν το μαλάκα, θα 'μαι ελεύθερος να τρέξω ξανά μετά απ' αυτό το ξέσπασμα. Ξαναγεννιέμαι νομίζω. Μέσα μου ανατινάζονται τα πάντα και γεννιούνται νέα. Ήλιοι, πλανήτες, άνθρωποι, ζωή, γεννιέται ξανά η ζωή μέσα μου απ' το τίποτα. Τα κατάφερες. Χωρίς καν να είσαι εδώ. Το έκανες. Νομίζω. 
  

  Σ'ευχαριστώ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου