Δευτέρα 6 Μαΐου 2013

Λόλα

 Πώς με καταφέρανε τώρα εμένα και με κουβαλήσανε στην εκκλησία ανοιξιάτικα, ένας θεός ξέρει (ένας θεός, χεχε, εκκλησιαστικό joke!..μπα). Βέβαια είναι Πάσχα, αλλά εγώ χέστηκα, δεν πιστεύω. Είναι που ήρθαμε διακοπές στο χωριό και πρέπει να το παίξω πιστή για χάρη της γιαγιάς μου. Ε, και ο άρτος που μοιράζουνε στο τέλος που μ' αρέσει και τον τρώω. Και μ' αρέσει που ανάβουμε κεριά, μ' αρέσει η φωτιά. Σήμερα είναι που αναστένεται ο Χριστός βασικά, οπότε δεν ξέρω αν θα μοιράσουνε άρτο, πάντως κεριά θα ανάψουμε στα σίγουρα, άναψα και ένα όταν μπήκα, και σε λίγο θα ανάψουμε και τις λαμπάδες μας. Έχω και εγώ μία, άσπρη, λευκή, τις δίνανε στην είσοδο της εκκλησίας και πήρα μία. Πήρε και η γιαγιά μου μία, τώρα αν θα την κρατήσει όταν μας δώσει το φως ο παπάς δεν ξέρω, γιατί έχει πάρκινσον και τρέμουν τα χέρια της πολύ, και θα μας βάλει  φωτιά καμιά ώρα και θα τρέχουμε. 
  Ακούω το σκύλο μου που γαβγίζει μέσα στη νύχτα, δύο στενά παρακάτω είναι το σπίτι μας. 
  Ησυχία. Μετράω έναν έναν τους υποκριτές μέσα στο κτίριο. Ε, ρε, δείτε τα, ρε, πεντάχρονα σκατά και έρχονται στην εκκλησία, τα σέρνουνε οι γονείς τους απ' το χέρι, τα μπουκώνουνε παραμύθια και αυτά μαθαίνουνε σε μία θρησκεία, πως υπάρχει στον κόσμο ένα πράγμα. Δεν τους λένε, ορίστε, να τα φαγητά, μακαρόνια, μπιφτέκια, σουβλάκια, γεμιστά, κουλουπού, φάε ό,τι θες παιδί μου, μόνο λένε, φάε μακαρόνια, φάε, μόνο μακαρόνια υπάρχουνε στον κόσμο γι' αυτό τρώγε. Τρώγε, μαλακισμένο. Ρε, ρε αυτό είναι πέντε χρονών ρε, αφήστε το να διαλέξει ρε, και ο Χριστός μεγάλος βαφτίστηκε, αφήστε το να διαλέξει ποια θρησκεία θα πάρει. Γι' αυτό πάει κατά διαόλου η θρησκεία σας, γι' αυτό στην εκκλησία τις κυριακές πάνε μόνο γιαγιάδες πια, γι' αυτό δεν τηρεί κανείς τίποτα, γιατί επιβάλλεστε, γιατί κάθε σκατό που γεννιέται εντός Ελλάδας βαπτίζεται απ' τα τρία του, γι' αυτό, ρε ηλίθιοι. Μάπες. Τσούκοι. Εσύ, εσύ μωρή, εσύ μπροστά μου, εσύ με το κοντό, που ίσα που σου καλήβει τον κώλο, εσύ, πιστεύεις μωρή; Είσαι πιστή τώρα εσύ; Ε μωρή; Ε; 
  "Μαμά, μαμά αυτός είναι ο Χριστούλης;"
   "Ε; Ναι, ναι ο Χριστούλης είναι." 
   "Και ο μπαμπάς του, πού είναι;" 
   "Ψηλά, ψηλά, στον ουρανό είναι ο μπαμπάς του." 
   Να μωρή, πάρτα, πάρτα μη στα χρωστάω, που είναι και στον ουρανό ο μπαμπάς του, στα μυαλά σας είναι ο μπαμπάς του, σκατόμυαλοι, ηλίθιοι, στα μυαλά σας είναι. Ευτυχώς που της έκανε νόημα η γιαγιά μου να σκάσει γιατί δεν θα άντεχα, θα τη βάραγα. Ηλίθια. 

   Άντε, άντε άνθρωπέ μου, πότε θα το πεις το δεύτε λάβετε φως, να ρθούμε, να το πάρουμε, να φύγουμε; Πότε θα μας το δώσεις το φως; Άντε, χριστιανέ μου (χεχε, εκκλησιαστικό joke 2!..ξανά μπα) άντε, άντε πονέσανε τα πόδια μας, έχει και φλεβίτιδα η γιαγιά μου, πονάει, άντε, τελείωνε. Άντε. 
  Καιιι να 'τος. Το 'πε. Επιτέλους, να τελειώνουμε, να πάμε σπίτι να φάμε. Φως, φως παντού. Σβήσανε τα φώτα στην εκκλησία, βυθιστήκαμε στο σκοτάδι, και ύστερα το είπε, δεύτε λάβετε φως. Ελάτε να πάρετε το φως. Και τρέχουνε όλοι στον παπά, να ανάψουνε το κερί τους απ' το κερί του, να διαδωθεί το φως, γιατί ο Χριστός αναστήθηκε, αυτό γιορτάζουν αυτοί, εγώ γιορτάζω το φως, γιορτάζω γιατί ένα κερί δεν χάνει τίποτα ανάβοντας ένα άλλο κερί, γιορτάζω για τη φωτιά, τη μαγεία της. Ένα ένα τα κεριά ανάβουν, το φως μεταδίδεται, η φωτιά πηδάει από κερί σε κερί, χοροπηδάει, χορεύει στην ατμόσφαιρα, λικνίζεται, κάνει τα μαγικά της. Μου δίνει μια ζεστασιά περίσσια που δεν την ήθελα, ζεσταινόμουν ήδη, ευχαριστώ. Και εκεί που σιγά σιγά κάθε πρόσωπο φωτίζεται από ένα κερί, και βλέπω τη χαρά να απλώνεται παρέα με τη φωτιά, κάθε κερί και φως, κάθε κερί και ευτυχία ένα πράγμα, έτσι που βλέπω την πίστη να τους γεμίζει ζέστη, μου έρχεται αυτός ο στίχος, και όλες οι σκέψεις σταματάνε και στο μυαλό μου αντιχεί μόνο αυτός ο στίχος. Όσα φώτα και ν' ανάψεις το σκοτάδι δε νικιέται απ' τα ίδια σου τα μάτια σα γεννιέται. Αυτός ήταν ο στίχος. Όσα φώτα και ν' ανάψεις το σκοτάδι δε νικιέται απ' τα ίδια σου τα μάτια σα γεννιέται. Ανάψτε, ανάψτε κι άλλα φώτα, ανάψτε, έχει δίκιο, να δούμε, ανάψτε, ανάψτε ρε! Και έπιασα έτσι τη λαμπάδα μου και έβαλα φωτιά στην μία καρέκλα, μετά στην άλλη, μετά σε όλες της καρέκλες της αριστερής πλευράς, του γυναικονίτη, πώς τον λένε, μετά στην άλλη, στην πλευρά των ανδρών, και ουρλιάζανε όλοι και τρέχανε έξω, κάνανε και το σταυρό τους, και εγώ φώναζα συνέχεια τον ίδιο στίχο, και έβαλα ύστερα με το ίδιο φως φωτιά στις εικόνες, και στους τοίχους, και στα πατώματα. Φως, φως, ανάψτε κι άλλο φως! Φως, φως ρε μαλάκας, φως, φωτιά στα μπαντζάκια μας, φως! 
  Ακούω το σκύλο μου να γαβγίζει δυνατά, αγριεμένα, το σπίτι μας είναι δυο στενά παρακάτω. Είδε μάλλον το λαμπάδιασμα της εκκλησίας μέσα απ' τα δικά του τα σκοτάδια, μύρισε τον καπνό, κι αγριεύτηκε. Σσσς, κάτω, Λόλα, σσσς. 
  Όσα φώτα και ν' ανάψεις το σκοτάδι δε νικιέται απ' τα ίδια σου τα μάτια σα γεννιέται. Και άμα ανάψω το φως στα μάτια μου; Άμα βάλω φωτιά στα μάτια μου, τι θα γίνει, ε, τι θα γίνει; Αυτό δεν το καλύπτει ο στίχος. Πες μας, πες, τι θα γίνει άμα λαμπαδιάσουνε τα μάτια μου; Και με τη σκέψη αυτή, πήρα το κερί και το 'χωσα μέσα στα μάτια μου, έλεγα, πάρε, πάρε φως, πάρε, να καούνε όλα να καούνε, όλα. Έχωσα την λαμπάδα με τη φωτιά μέσα στη μούρη μου, μέσα στα μάτια μου, πρώτα στο ένα κι έπειτα στο άλλο, θα 'θελα και τα δυο μαζί αλλά δεν είχα λαμπάδες αρκετές, μία μόνο, δεν μου έδωσε τελικά η γιαγιά μου τη δικιά της να την κρατάω. Αλλά τι να κάταλαβα; Πήρε φωτιά το πρόσωπό μου, ούρλιαξα, ούρλιαξα δυνατά, βγήκε το ουρλιαχτό μέσα απ' την κοιλιά μου και αντήχησε σε όλη την εκκλησία, και είδα για λίγο το φως, αλλά το είδα μέσα απ' τον πόνο, τον απέραντο, πάλι, γιατί καιγόμουν, καιγόμουν και γελούσα ταυτόχρονα.. Κι ύστερα βυθίστηκα στο απέραντο σκοτάδι, σκόνη γίνανε τα μάτια μου. Στάχτη. Και τι 'ναι, ρωτώ, τι 'ναι μια στιγμή φωτός σε σύγκριση με το απέραντο σκοτάδι; Τι 'ναι μια στιγμή φωτιάς σε σύγκριση με την στάχτη; Και αφού το ένα οδηγεί στο άλλο, αξίζει; Ρωτώ, απαντήστε μου! Αξίζει; 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου