Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

Θα 'θελα να 'μουν σαν εσένα
ιστιοφόρο με τα πανιά του ανοιγμένα 


 Ήρθε ένα νεαρό παιδί σήμερα, γύρω στα είκοσι, και ρώτησε εμένα, γέρο άνθρωπο, που ξέρω, λέει, περισσότερα, τι είναι κατάντια. Μου 'πε, πες μου συ, γέρο, τι είναι κατάντια, να ξέρω κι εγώ, να μείνω μακριά της. Στάθηκα εγώ να τον κοιτάζω καλά καλά, να μετρώ καταστάσεις, να δω αν τ' άξιζε να μάθει τι είναι κατάντια για να το προλάβει. Κι ύστερα, χλεύασα τον εαυτό μου. Κανείς δεν προλαβαίνει την κατάντια. Όλοι ξυπνάμε μια μέρα γέροι κι αδύναμοι, με άσπρα γένια και λευκές, αραιές τρίχες αντί για μαλλιά, με ροζιασμένα χέρια και πόνους στις αρθρώσεις. "Τι να σου πω, παιδί μου" απάντησα στο νεαρό, "ό,τι και να κάνεις δεν θα την προλάβεις την κατάντια. Θα σε χτυπήσει. Ό,τι και να κάνεις στην ζωή σου, μόνος θα πεθάνεις, αδύναμος, κρύος.. Ό,τι και να κάνεις, τα ίδια σκουλήκια θα φάνε το σώμα σου, ο ίδιος θάνατος θα πιει την ψυχή σου φωνάζοντας άσπρο πάτο.." 
 Ο μικρός δεν ευχαριστήθηκε απ' την απάντησή μου.Ούτε εγώ ήμουν ευχαριστημένος, για να λέμε και την αλήθεια. "Κοίταξε" είπα, αναστενάζοντας βαθιά, "η κατάντια είναι πράμα που καθένας το ξέρει αλλιώς. Εγώ, για το γιο του κυρ Γιώργη που το 'ριξε στα ναρκωτικά, θα σου πω, για δες, πώς κατάντησε έτσι, νέο παιδί.. Μα ίσως ο ίδιος ο γιος του Γιώργη να μην θεωρεί καθόλου τον εαυτό του μια κατάντια.. ίσως κεινο το παιδί να ζει τώρα την ζωή του, να 'ναι χαρούμενος, να κάνει κείνο που θέλει... μάλλον κατάντια είναι να κάνεις κείνο που κάνει τους άλλους χαρούμενος παιδί μου, κι όχι εσένα.. " 
 Έκανε να φύγει, τότε, ο νεαρός. Μα ακόμη ένιωθα πως κάτι μου 'λειπε, κάτι είχα ξεχάσει να του πω. "Στάσου!" φώναξα, ενώ εκείνος κατευθυνόταν προς την πόρτα, "ο Καββαδίας είχε γράψει κάποτε, Οι κάλοι των χεριών μου από τα λουριά σου μου είναι τόσο αγαπητοί, όσο κι εκείνοι που κάποτε απέκτησα στις θαλασσινές μου πορείες. Ορίστε, τούτο να θυμάσαι. Κατάντια είναι να γερνάς χωρίς ν' αγαπάς τους κάλους που απέκτησες σε πόδια και σε χέρια ενώ ήσουνα νέος.." 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου