Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

Im(z)=

 Είχαμε κανονίσει ένα πρωί να έρθει να την πηδήξω. Έτσι, στο άσχετο, είχαμε πει: αύριο θα έρθεις να σε πηδήξω. Ήρθε. Άργησε βέβαια, πάντα καθυστερημένη ήταν, και κυριολεκτικά και μεταφορικά, της το 'λεγα κιόλας. Έχε χάρη που έχεις ωραίο κώλο, της έλεγα, μωρή καριόλα. Αν και δεν το εννοούσα. Πανέξυπνη ήτανε, στο καταβάθος. Σπίρτο. Ήρθε, λοιπόν, που λες, εκείνο το πρωινό που είχαμε πει πως θα έρθει να την πηδήξω. Αν και ήτανε Αυτή και ήμουνα ο Στέλιος και αυτά είχανε τελειώσει μεταξύ μας. Ειδικά απ' τη μέρα που της πέταξα αυτό το "έρωτας της στιγμής" και τα 'παιξε. Βέβαια μπορεί να τα 'παιξε και επειδή σηκώθηκα κι έφυγα και γύρισα μετά από δυο βδομάδες ζητώντας μόνο τα σλίπινκ μπαγκς. Τα τρύπια. Για να πάω στο Αιγαίο.
  Αλλά τι να κάνουμε. Ήμουν -είμαι, δεν πέθανα ακόμα- σωστό τυπάκι. Έτσι κάνουν τα σωστά τυπάκια. Σηκώνονται και φεύγουν κι έπειτα επιστρέφουν μόνο για να πάρουν τον υπνόσακό τους.
  Και αυτή σωστό τυπάκι ήταν, βέβαια. Λίγο σαλιάρα μόνο να μην ήτανε ώρες ώρες. Μεταξύ μας, όμως, δεν με πείραζε και τόσο, όπως και να το κάνουμε και τα σωστά τυπάκια θέλουν το σάλιο τους εδώ κι εκεί. Ντάξει, όχι να πούμε μωράκι μου, γλυκουλίνι μου, μαλακοπιτουρίνι μου και αηδίες τέτοιες, αλλά ένα σ'αγαπώ γαμώ τη μάνα σου της το 'λεγα. Έπαιρνε πολλές μπύρες κατεβατές αλλά της το 'λεγα. 

  Αυτή δεν απαντούσε. Ήτανε άλλη φάση. Ντοντ νόου γουάτ λοβ ιζ κι έτσι. Εντάξει, στ' αρχίδια μου. Αρκεί να την πηδούσα, να με άκουγε όταν μιλούσα και να τραγουδούσε όταν έπαιζα στην κιθάρα το Cocaine. Τα 'κανε όλα αυτά. Γούσταρε κιόλας. Μόνο όταν επέστρεψα μετά τις δύο εβδομάδες που την είχα κάνει μου 'πε πως της είχα σπάσει τ' αρχίδια με το κωλο-Cocaine και να πάω στο διάολο, γαμώ τον Έρικ Κλάπτον. Έτσι ακριβώς το 'πε, το θυμάμαι. Μετά πέταξε και κάτι για το φίλο μου τον κοκάκια, που τον κουβαλούσα σπίτι και έτρωγε το φαΐ μας και έπαιρνε τις κόκες του ανενόχλητος στο μπάνιο μας. Πέταξε επίσης και ένα πιάτο στο κεφάλι μου. Πλαστικό. Με γούσταρε.
  Της είχα πει και πως πηδιόμουνα με μια άλλη όταν έφυγα. Μούφες. Το 'πα απλά για να μη μου πρήξει τ' αρχίδια. Αν και δεν ήτανε τέτοια και δεν θα το 'κανε. Δεν ξέρω γιατί το 'πα. Είμαι λίγο μαλάκας γενικά. Γούσταρα να τη βλέπω έτσι για τον πούτσο. Κλαμμένη. Όσο καιρό τα 'χαμε ποτέ δεν κλαιγότανε. Μ' έβριζε, την έβριζα, είμαι το αρχίδι σου, είσαι καριόλα, χριστοπαναγίες, ξύλο, τέτοια, μετά άμα τραβούσε το βρισίδι για πολύ έβγαινε στο μπαλκόνι, τι Δεκέμβρης τι Γενάρης τη κατακαλόκαιρο το ίδιο της έκανε, και κάπνιζε. Αυτό το σάπιο καπνό που έπαιρνε, το βαρύ, τον χάλια. Μου 'ρχοτανε να ξεράσω και μόνο που τον σκεφτόμουνα. Έβγαινα κι εγώ έξω σα μαλάκας μετά από λίγο, μου έλεγε πως κάνει κύκλους, την άκουγα. Συζητούσαμε, εξωμαλυνόταν το πράγμα για λίγο, μετά αρχίζαμε πάλι τα βρισίδια. Σηκωνόμουν, έφευγα. Πήγαινα και κοιμόμουν σε παγκάκια. Τι Δεκέμβρης, τι Γενάρης, τι κατακαλόκαιρο, το ίδιο μου έκανε. Στις πέντε γυρνούσα ολόχεστος, αυτή η αναίσθητη ήτανε ήδη ξαπλωμένη και κοιμότανε. Στ' αρχίδια της. Στεκόμουνα λίγο, μην κάνω φασαρία και την ξυπνήσω ο μαλάκας. Την κοιτούσα, όμορφη ήτανε. Γδυνόμουνα, χωνόμουνα κάτω απ' τα σκεπάσματα και της έλεγα σ'αγαπάω, που να σε πάρει ο διάολος.
  Αν δεν τραβούσε για πολύ το βρισίδι εξ' αρχής, ήταν επειδή στη μέση του τσακωμού καυλώναμε ο ένας με τον άλλο και την πηδούσα. 

  Τι έλεγα; Α ναι. Κανονίσαμε λοιπόν και ήρθε σπίτι μου. Έμενα τότε σε μια γκαρσονιέρα στη Ζωγράφου. Τ' άξιζε τα λεφτά της. Απέναντί μου ήτανε μια πολυκατοικία που 'χε συνέχεια τα ρολά κλειστά. Μένανε άνθρωποι μέσα, αλλά είχανε τα ρολά κατεβασμένα. Γαμώ την Αθήνα σας, ανοίξτε τα παράθυρα να δείτε λίγο κόσμο. Στο διάολο, πρόβατα. 
  Ναι. Και ήρθε. Φορούσε ένα σορτς που δεν είχα ξαναδεί, και μια μπλούζα παλιά δικιά μου, μαύρη με μια στάμπα Lucky 13. Δώρο απ' τον αδερφό μου που σπουδάζε στα ξένα. Γαμάτη μπλούζα. Πολύ τη γουστάραμε και οι δύο. Εγώ και Αυτή, όχι εγώ και ο αδερφός μου. Του αδερφού μου στ' αρχίδια του. Είναι πιο κυρίλα. Δε φοράει Lucky 13. Πάντως εγώ κι Αυτή τη γουστάραμε πολύ. Τη μοιραζόμασταν. Έτυχε τη μέρα που έφυγα να είχε μείνει στη δικιά της τη ντουλάπα. Καβαζόπουστα και καριόλα. Έτσι ήτανε Αυτή. Άνοιξα την πόρτα, μπήκε, κάθισε στον καναπέ. Γεια δεν είπε. Ούτε εγώ βέβαια, αλλά αυτό είναι άλλο. Εγώ δεν έλεγα γεια ούτε τις μέρες που τη γούσταρα. Κάθισε, έβγαλε τον καπνό της, το σάπιο, το χάλια, έστριψε, κάπνισε. 
  "Δε σε πηδάω άμα βρωμάς σάπια καπνίλα"
  "Στ'αρχίδια μου" 
  Κακιά μέρα. Τις κακές μέρες πάντα ήτανε σκύλα. Έτσι, όπως σήμερα. 
  "Καφέ;"
 "Ναι, μια Φιξ θα την έπινα"
   Πήγα στο ψυγείο και πήρα δύο Heineken. Οι Φιξ είναι ακριβές και δεν τις αγοράζω. 
  "Πώς ήταν το Αιγαίο;"
  "Πότε;"
  "Δεν ξέρω. Τότε που πήγες."
  "Α, τότε. Κουλ."
  "Νάις."
  Την καριόλα.
  "Γαμώ τη μάνα σου"

  "Θενξ"
  "Όχι, το εννοώ."
  Με κοίταξε. Γέλασε. Ένιωσα καλύτερα. Δε μιλήσαμε άλλο μέχρι που τελείωσαν οι μπύρες. Σηκώθηκε, ήρθε, έκατσε πάνω μου, έβαλε τα χέρια μου στο σώμα της, να την αγγίξω, και καλά. Υπάκουσα. Την άγγιξα παντού. Την ήξερα κι απ' έξω. Κι από μέσα την ήξερα. Τη σήκωσα, την ξάπλωσα, την έγδυσα. Την πήδηξα. Τα στόματά μας δεν πλησιάσανε ούτε εκατοστό σ' όλη τη διάρκεια. Δεν αγγίξανε το ένα το άλλο. Ούτε με κοίταξε καθόλου. Όλο κοιτούσε τριγύρω. Σα να χάζευε. Αδιάφορη. Αφηρημένη. Θίχθηκα. Δεν το έδειξα.
  Δεύτερη φορά. Τρίτη. Μου έσπαγε τ' αρχίδια.
  "Μου σπας τ' αρχίδια." 

  Δεν απάντησε.
  "Η αδιαφορία σου κάνει φασαρία και μου σπάει τ' αρχίδια." 

   "Τελείωνε." Αυτό δεν ξέρω πώς το εννοούσε. 
   Έπιασα το πρόσωπό της με τα δύο μου χέρια, την ακινητοποίησα, τη φίλησα. Με δάγκωσε. Δεν έκανα πίσω. Έβαλα γλώσσα. Τη δάγκωσε κι αυτή. Συνέχισα. Πήγε να με χαστουκίσει, της έπιασα το χέρι, το ακινητοποίησα. Το ακούμπησα πίσω. Ενέδωσε. Το 'ξερα πως σου 'χα λείψει, καριόλα. Ήρθες εδώ να μας το παίξεις και καλά πληρωμένη πουτάνα. Χωρίς αισθήματα. Τα προσωπεία σου είναι για τον πούτσο. 
   Τα χείλη μας ξεκόλλησαν. Τα μάτια μου κλειστά. Ακούμπησα το κούτελό μου στο δικό της. "Ορίστε. Τώρα δε μου σπας πια τ' αρχίδια." Έτσι της είπα. Σωστός; 
  Τρίτη και μισή φορά. Τα βλέφαρά της κατεβασμένα. Ιδρωμένη. Πιο συγκεντρωμένη από ποτέ. Βαριανάσαινε κιόλας. Σαν να έτρεχε τρίτη φορά το Μαραθώνιο βαριανάσαινε. Σαν τους καταρράκτες του Νιαγάρα έτρεχε ο ιδρώτας. Η ανάσα της βρομούσε σάπιο καπνό και αλκοόλ. Θυμήθηκα τον πατέρα μου. Δεν μου τον θύμισε Αυτή, απλά έτσι, τον θυμήθηκα. Στο άσχετο. Έτσι είμαι εγώ. Λίγο μαλάκας. Θυμάμαι τον πατέρα μου τις πιο άσχετες στιγμές. Το πρόσωπό της ήταν εντελώς χαλαρωμένο. Ούτε σφιγμένα φρύδια ούτε τίποτα. Ούτε μαύρες σακούλες. Όταν μπήκε στο σπίτι ήτανε το ακριβώς αντίθετο. Δέκα χρόνια γερασμένη.
 Εικόνες. Γενάρης μήνας. Αυτή και η σκιά της. Ολόγυμνη, στο μπαλκόνι. Πάνω στο σεξ σηκώθηκε και βγήκε έξω να καπνίσει. Γενάρη μήνα. Γυμνή. Περίεργος τύπος. Χρώμα. Μαύρο. Κόκκινο. Τραγούδι. Come not when I'm dead. Δεν υπάρχει τέτοιο τραγούδι. Ή υπάρχει; Δεν ξέρω. Κάπου το 'χω διαβάσει. Το μυαλό του ανθρώπου είναι σαν την τσίχλα. Κολλάει. Κι αυτό κάπου το 'χω διαβάσει. Σ' ένα βιβλίο της. Απ' αυτά που διάβαζε και γούσταρε. Όταν ήταν κακόκεφη και το Cocaine της έσπαγε τ' αρχίδια και δεν υπήρχε τίποτα να κάνω εγώ για να πάρει στροφές. Αυτά διάβαζε τότε και γούσταρε και είχε πάλι κέφια. Come not when I'm dead. Come not when you're dead. You're dead. 
   Θυμήθηκα πού το είχα διαβάσει. Όχι αυτό με την τσίχλα, το άλλο. Το Come not when I'm dead. Μου το είχε στείλει σε μήνυμα. Η καριόλα. Στα γενέθλιά μου. Πέρυσι. Έτσι, στο άσχετο. Όπως θυμάμαι εγώ τον πατέρα μου στο άσχετο. Come not when I'm dead. Τι στον πούτσο σήμαινε αυτή η μαλακία δεν ήξερα. Γιατί με θυμήθηκε αυτή η καριόλα μετά από δύο χρόνια που δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε κουβέντα, πάλι δεν ήξερα. 
  Τα γενέθλιά μου τα έχω είκοσι έξι Ιούνη.  
  Δεν ήθελε πολύ-πολύ. Άρπαξα ένα μαξιλάρι. Από το πάτωμα. Αυτά που είχαμε πετάξει στο πλάι, να μη μας ενοχλούν, και καλά. Σκονισμένο. Της το έβαλα στη μούρη. Έτσι. Απλά. Το πίεσα κιόλας. Τα 'παιξε. Πιο πολύ απ' ότι τα 'παιξε τη μέρα που σηκώθηκα κι έφυγα. Έτσι είμαι εγώ. Παρορμητικός τύπος. Και γουστάρω. Είκοσι έξι Ιούνη. Come not when I'm dead. Άρχισε να με βαράει. Σταμάτησα να την πηδάω. Έμεινα από πάνω της γυμνός. Κάθισα στην κοιλιά της. Το μαξιλάρι ακόμα της το ζουλούσα στη μούρη. Άρχισε να βγάζει και ήχους. Μμμμμγκχ, μμμν, μαλακίες. Σκάσε. Μου έδωσε μία γερή στο μπράτσο. Τίποτα, απλά πέτυχε νεύρο. Η καριόλα, πάντα πετύχαινε νεύρο. Έχει στόχο. Και με μαξιλάρια στη μούρη έχει στόχο. Εμένα. Εγώ είμαι ο στόχος της. 
  Αυτή ήτανε η πρώτη γυναίκα που γάμησα. Και με γάμησε. Κι αυτό κάπου το 'χω διαβάσει. 
  Μου 'παιξε μία στην πλάτη με το γόνατό της. Πόνεσα. Συνέχισε να βγάζει ήχους. Σκάσε. 
  Έβγαλα το μαξιλάρι απ' τη μούρη της. 
  "Γιατί τότε;"
  Πήρε μια βαθιά αναπνοή. Ήτανε κόκκινη.
  "Πότε;"
  "Είκοσι έξι Ιούνη"

  "Γιόρταζα."
   Της έχωσα πάλι το μαξιλάρι στη μούρη. Το ξανάβγαλα.
   "Κι εγώ."

   "Το ξέρω. Δεν γιορτάζαμε το ίδιο."
   "Προφανώς."
   "Ναι."
   "Εσύ τι;"
    Κοίταξε αλλού.
    "Παγκόσμια ημέρα κατά των ναρκωτικών"

    Οι μύες μου έσφυξαν. Τόσο που ένιωθα ότι μπορούσα να τη στραγγαλίσω στο έτσι. Κρακ, έτσι. Της έχωσα το μαξιλάρι στη μούρη. Περίμενα. Άρχισε πάλι να με κλωτσάει, να με βαράει. Της έριξα μια δυνατή μπουνιά στο στομάχι. Περίμενα. Έβγαζε πάλι ήχους, μχχχ, μγγκκκ, παπαριές. Σκάσε.
   Έσκασε.

   Σταμάτησε και να με βαράει. Γενικά, σταμάτησε. Να με κλωτσάει, να βγάζει ήχους, να τρέμει. Δεν έκανε τίποτα. Περίμενα λίγο ακόμα. Είναι καριόλα αυτή. Μπορεί να υποδυόταν. 
   Πέρασε ώρα. Δεν άλλαξε τίποτα. 
   Σήκωσα το μαξιλάρι. Το παράτησα στην άκρη. Την κοίταξα στα μάτια, τα ορθάνοιχτα, τα νεκρά. Γέλασα. Πλησίασα τα χέρια της στη μούρη μου. Είδα τις τρύπες. Σηκώθηκα. Ντύθηκα. Πήρα τον καπνό της, έστριψα ένα τσιγάρο. Το άναψα. Βρομούσε, είχε και σκατά γεύση. Το παράτησα στο τασάκι να καίγεται. 
 Σήκωσα το βλέμμα, κοίταξα στον καναπέ. Δεν ήταν εκεί. 
  Γουάι ντιντ γιου κομ σινς γιου γουέαρ ντεντ????????????? 




Re(z)=

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου