Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

Πέρασαν χρόνια και κατάλαβα τι φταίει που όλοι δειλιάζουνε μπροστά στην ομορφιά.

 Σήμερα ήρθε, μετά από τόσο καιρό, και με βρήκε πάλι. Χτύπησε την πόρτα μια φορά μόνο, απαλά και διακριτικά· θα 'λεγε κανείς πως τη χτύπησε σα να μην ήθελε ουτ' η ίδια ν' ανοίξω. Ήτανε όμως που στο δωμάτιο τη μέρα ετούτη -σα να το 'χα φροντίσει, θα πεις - επικρατούσε σιγή νεκρική από νωρίς. Ουδεμία μουσική, ούτε κάποιο παροντικό δρώμενο κι ουδεμία ανάμνηση δεν τόλμησαν σήμερα να εισβάλλουν στο δωμάτιο. Μείνανε όλα κλειδωμένα απ' έξω εσκεμμένα, λες και δεν είχανε χέρια ν' απλώσουν και ν' ανοίξουν. Κι έτσι το χτύπημά της ακούστηκε πολύ πιο ηχηρό απ' ότι κι η ίδια επιθυμούσε. Ήξερα, πριν καν ρωτήσω, ποιος κρυβόταν πίσω απ΄την πόρτα μου. Πέρνα, της είπα, πέρνα. Καιρό είχες. Μου χαμογέλασε· έκλεισε την πόρτα πίσω της μα δεν τόλμησε να κουνήσει ούτε σπιθαμή πιο πέρα απ' το κατώφλι. Κι ήτανε, να δείτε, τόσο όμορφη, που λιώσανε οι οφθαλμοί μου και κυλήσανε στα πόδια της, διψασμένοι ν' αγγίξουνε την ομορφιά. Πού χάθηκες, τη ρωτάω, τόσο καιρό; Με κοίταξε, το χαμόγελο έσβησε κι ύστερα σχηματίστηκε ξανά. Κάθε βράδυ ερχόμουνα, μου λέει. Κάθε βράδυ εδώ ήμουν και χτυπούσα την πόρτα μια φορά, απαλά, διακριτικά, σαν και σήμερα. Τι να σε κάνω, όμως, που δε μ' άκουγες, συνεχίζει. Είχες εδώ μέσα φασαρία πολλή.
  Αμέ, της λέω. Να με συγχωράς, μα ούτε που σε νοστάλγησα, κι ούτε που ένιωσα την έλλειψή σου. Μείνε όμως, μείνε- να μείνεις, της λέω. Να, για χάρη σου, τα κλειδώνω όλα απ' έξω. Τόσο όμορφη είσαι, της λέω. Να, ορίστε, να, τα κλειδιά- παρ' τα. Της τα δίνω. Φυλάκισέ με εδώ μαζί σου, συνεχίζω. Πέφτω στα πόδια της κι ικετεύω. Μη φύγεις μόνο, της λέω. Τώρα που 'ρθες πάλι. Αν και ούτε που σε νοστάλγησα ούτε που ένιωσα την έλλειψή σου.
  Εκείνη λόγια δεν είχε να μ' απαντήσει. Και τι να πει; Που ούτε που τη νοστάλγησα ούτε που ένιωσα την έλλειψή της, μα ξάφνου τώρα που εμφανίστηκε πάλι μπροστά μου δεν τολμώ ούτε να διανοηθώ το δωμάτιο χωρίς την παρουσία της. Κι απορώ πώς τον έζησα τον καιρό όλο ετούτο χωρίς εκείνη. Απορώ πώς δε μου πέρασε ούτε για ένα λεπτό η επιθυμία να διώξω τις φωνές και να κλείσω τα παραθυρόφυλλα, ν' αδειάσει πάλι ο χώρος και να εισβάλλει εκείνη. Γιατί -γνωστό είναι- πως στη φασαρία δεν θα επιζούσε.  Έσφαλα, της είπα τελικά, μετά από ώρα που στεκόμασταν εκείνη στο κατώφλι μου κι εγώ στην άλλη άκρη· έσφαλα και είναι ώρα μου να πληρώσω. Γδύσου, της λέω, γδύσου και πέτα τα ρούχα στη φωτιά. Να μείνεις γυμνή, της λέω, να νιώσω την ασκήμια σου να ρέει στα σωθικά μου. Γυμνή να 'σαι, της λέω, ατέρμονη, ατελείωτη, αστείρευτη. Να πονάς την κάθε σπιθαμή μου. I was the one to lock you out. It was my human error. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου