Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

"Τρόπικαλ"

  Τη μέρα που με έδιωξε απ' το σπίτι πήγα και την άραξα στο γνωστό παγκάκι που την άραζα και το καλοκαίρι και διάβαζα τα βιβλία μου και γούσταρα. Μόνο που εκείνη τη μέρα ήτανε καταχείμωνο. Ψωλόκρυο. Έτρεμα ολόκληρος. Στ' αρχίδια μου όμως. Άρχισε και να βρέχει. Πήγα και χώθηκα στην είσοδο μιας πολυεθνικής μαλακίας που -επειδή ήταν και πέντε το ξημέρωμα- ήταν ακόμα κλειστή για να μη βρέχομαι. Μαλακίες. Βράχηκα. Ήμουν όμως σωστός και είχα σκεφτεί να βάλω τον καπνό και τα λοιπά μου στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν, να μην τα πιάσει το νερό. Την άραξα, έβγαλα τον καπνό, φιλτράκια, χαρτάκια, έστριψα ένα, βάλθηκα να το καπνίζω. Δεν έλεγε να ξημερώσει. Δεν έλεγε και να σταματήσει να βρέχει. Περίμενα. 
  Ο ήλιος βγήκε στις έξι και σαράντα πέντε. 
  Ταπ, ταπ, ταπ, ταπ. Ποιος μαλάκας, πρωί πρωί; 
  "Έχεις φωτιά;"
   Φωτιά, ναι, έχω. Μέσα μου. Να σου ξεράσω λίγη; 
   "Ε; Ε, ναι, έχω."
   Έμεινα έτσι να κοιτάζω τον τύπο στα μάτια. Τι; Δεν την ζήτησε. Με ρώτησε αν έχω. Ε, ναι, έχω. 

    "Α. Νάις" Στρογγυλοκάθισε δίπλα μου χωρίς να ζητήσει τη φωτιά.Τα μπούτια μας αγγίζανε μεταξύ τους. Τον κοίταξα. Είχε στο στόμα ένα τσιγάρο στριμμένο, μισοτελειωμένο και σβηστό. Τα μαλλιά του ήτανε μαύρα, μακριά κι ανακατεμένα. Είχε κάτω απ' τα μάτια σακούλες. Όμορφος ήτανε, άμα ήμουν γκέι θα του έδινα έναν. Έτσι λένε οι Εγγλέζοι. Άι γουντ γκιβ χιμ ουάν. Μου το 'χε πει ο Αδάμ κάποτε. 
    "Βρέχει καλά, ε;" Μάλλον αυτόν τον έναν θα του τον έδινα αφού πρώτα του έραβα το στόμα. 
    Δεν απάντησα. Άραξα πίσω, συνέχισα να ρουφάω το τσιγάρο μου σα μαλάκας και να μη μιλάω.
   Μας πλησίασε ένα αδέσποτο. Το χάιδεψα. Μου έγλυψε το χέρι, έκανε να πλησιάσει και στις πληγές μου. Το άφησα να γλύψει το ξερό αίμα.
   "Εγώ δεν θα το άφηνα, στη θέση σου." Πήγα να του ψιθυρίσω ένα ξεγυρισμένο στ'αρχίδια μου, αλλά ο τύπος συνέχισε πριν καν προλάβω. "Θα πάθεις ψωρίαση ή λέπρα ή AIDS ή κάτι μολυσματικοτέτοιο, θα πρασινίσει το χέρι σου και θα στο κόψουνε." Μάζεψα το χέρι μου αηδιασμένος με την εικόνα του πράσινου χεριού τρολ που είχε μόλις διαμορφωθεί στο κεφάλι μου. Μου ρθε μια περίεργη αναγούλα.

   Το ξανασκέφτηκα. "Και πού το ξέρεις εσύ, ρε μαλάκα;" είπα και πλησίασα ξανά το αδέσποτο σαν πεισματάρης πεντάχρονος καριόλης που ήμουν, στην ψυχή έστω. Ο Περίεργος σήκωσε το δεξί του μανίκι και μου φανέρωσε το κενό που κρυβόταν από κάτω του, στη θέση του δεξιού του χεριού. Τα 'παιξα. Μάζεψα πάλι το χέρι μου μακριά απ' το σκύλο.
  Ο Ανάπηρος Καριόλης γέλασε με την καρδιά του. Με στράβωσε -με το μάτι- απογοητευμένος. "Ανάπηρος πολέμου είμαι, ρε στόκε. Γαμώ την κωλοκοινωνία σας, ό,τι σας πούνε αμέσως το χάβετε. Χάπατα." 
  Δεν ξέρω τι σημαίνει χάπατα. 
  Καθίσαμε πολλή ώρα στα σκαλάκια χωρίς να μιλάμε. Σταμάτησε η βροχή, ξημέρωσε κιόλας. Έστριψα και κάπνισα άλλα δύο τσιγάρα. Έβγαλα τον αναπτήρα μου και τ' άναψα αλλά ο τύπος δεν είπε τίποτα. Το τσιγάρο το 'χε ακόμα στα χείλη. Έκανα να του το ανάψω και τραβήχτηκε μακριά. 
  Δεν είπαμε τίποτα. 
 
  "Ξέρεις να στρίβεις;" 
  "Δεν με είδες;" Καλά, την παλεύει αυτός;
  "Σόρι, δεν πρόσεχα."
  "Ναι. Ξέρω."
  "Νάις."
   "Και 'συ, ε;" 
   "Τι κι εγώ;" 
   "Ξέρεις να στρίβεις." Δεν έχω ιδέα γιατί ρωτάω. 
   "Α. Όχι."
   "Και αυτό;" Έδειξα το τσιγάρο στο στόμα του. 
   "Μισαδάκι. Το βρήκα στο δρόμο." 
    "Α."
    "Δεν καπνίζω." 
    "Τότε γιατί;" 
    "Έτσι." 
     Πολύ σωστά. Έτσι. Γιατί; Έτσι. Πόσα; Πέντε. Τι πέντε; Τι πόσα; 
     Κατά τις δέκα το πρωί έφτασε στην πλατεία μπροστά απ' τα σκαλάκια κόσμος. Μαυροντυμένοι όλοι. Κλαμμένοι, άσχημοι και για τον πούτσο. Ήρθε και το μαύρο αμάξι. Βγάλανε από μέσα ένα μακρόστενο ξύλινο κουτί. Το κουβαλήσανε. Κατευθυνθήκανε προς την εκκλησία δίπλα απ' την πολυεθνική που καθόμουνα εγώ με τον τύπο. Μια γυναίκα ακολουθούσε τους μαυροντυμένους που κουβαλούσαν το κουτί. Κοιτούσε κάτω. Δεν της μίλησε κανείς και δε μίλησε σε κανέναν. Πίσω της προχωρούσε ο υπόλοιπος κόσμος. 
   "Μεγάλη καριόλα" είπε ο τύπος. 
   "Ποια;"
   "Αυτή." Έδειξε τη γυναίκα που περπατούσε μόνη της. 
   "Πού το ξέρεις;" 
   "Την ξέρω." 
   "Από πού;" 
   "Από παντού." Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό. Επίσης δεν ξέρω τι σημαίνει χάπατα. 
   "Γιατί;" 
   "Τι γιατί;"
    "Γιατί είναι καριόλα;" 
    "Ποιος είπε ότι είναι;" 
     Ένα παιδί έτρεξε και της φίλησε το χέρι. 
  
    "Μεγάλος μαλάκας." 
    "Ποιος;" 
     "Αυτός." Έγνεψε προς το μακρόστενο ξύλινο κουτί. Δεν θα πω την άλλη λέξη γιατί δε μ'αρέσει. Έχει μέσα πολλά ρο. 
    "Τον ήξερες;" 
    "Όχι." 
    "Τότε πού το ξέρεις;" 
    "Τον έχω δει μια-δυο φορές."
    "Πού;"
    Δε μίλησε για λίγο. "Εκεί που βλέπεις κι εσύ εσένα." είπε μετά. 
    Σαράντα επτά στάλες νερού έπεσαν απ' την τέντα στο πεζοδρόμιο. Τις μέτρησα. Ο κόσμος μπήκε μέσα στην εκκλησία. 
   
    "Δεν θα 'πρεπε να είσαι κάπου αλλού τώρα;" με ρώτησε. 
    "Δεν ξέρω. Εσύ;" 
    "Ούτε εγώ." 
    "Ίσως" είπα. 
    "Ίσως" συμφώνησε. 

   "Τελείως χάπατο." 
    "Ποιος;" 
    "Εσύ. Εγώ. Όλοι μας. Τέρμα χάπατα." 
    "Γιατί;" 
    Έδειξε τα ξεραμένα αίματα στα χέρια μου. Έγνεψε έπειτα προς την εκκλησία. "Χάπατα" μουρμούρισε πάλι. Έβαλε το χέρι του στην τσέπη μου, έβγαλε τον αναπτήρα μου κι άναψε το τσιγάρο του. 
     "Δεν καπνίζω" είπε. 
     "Επίσης δεν είμαι νεκρός." είπε ξανά. "Ήθελα να είμαι αλλά δεν είμαι. Το έστησα όλο αυτό επειδή χρωστούσα." 
      Δεν εννοούσε στις Τράπεζες. 
      "Όποιος θέλει να πεθάνει είναι χάπατο." μουρμούρισα. Δε διαφώνησε. Δε συμφώνησε.
      Δεν έχω ιδέα τι σημαίνει χάπατο.  
       
      Ξανάρχισε να βρέχει. Πιο δυνατά αυτή τη φορά. Ο κόσμος βγήκε απ' την εκκλησία τρέχοντας. Όταν τελείωσε το τσιγάρο του, του έστριψα άλλο. Το πήρε, το έβαλε στο στόμα του και το άναψε κατευθείαν. Άρχισα πάλι να τουρτουρίζω. Έβρισα. Κοίταξα τα ρούχα του. Λεπτά σαν τα δικά μου. Κουρέλια. 
    "Βροχή ε;" Είπε. 
   "Αμέ" αποκρίθηκα. Θυμήθηκα κάτι. Γέλασα. "Τρόπικαλ." 
    
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου