Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Καθρέπτες

  Στριμωχτήκαμε στις τελευταίες πέντε θέσεις ενός λεωφορείου η Ζωή, η Ανατολή, η Δάφνη, ο Μαγιόλ και εγώ. Πέντε θέσεις κι ήμασταν πέντε άτομα και στριμωχτήκαμε, θα μου πείτε, πώς έτσι, αφού μας έρχονται ακριβώς. Ε, όχι, καθίσαμε βασικά πέντε άτομα στις τέσσερις θέσεις, γιατί την πρώτη θέση από αριστερά την είχε πιάσει κάποιος άλλος, κάποιος πολύ χοντρός και μεγάλος του οποίου το πρόσωπο όμως δεν μπορούσα να δω· με κάποιον τρόπο η Ζωή κατάφερνε να τον καλύπτει εντελώς. Καθόμασταν, λοιπόν, σε σειρά, από αριστερά προς δεξιά, ο άγνωστος χοντρός τύπος, μετά η Ζωή, δίπλα της εγώ, ύστερα ο Μαγιόλ, δεξιά του η Ανατολή, και κολλητά στο δεξί παράθυρο η Δάφνη. Εγώ δεν ήμουν εγώ, εγώ δεν ήμουν κανένας, δεν υπήρχα, δηλαδή, ήμουν σαν φάντασμα μέσα στο λεωφορείο, ήμουν παρούσα αλλά δεν είχα προσωπικότητα, ήμουν άυλη, δεν μπορώ ακριβώς να το εξηγήσω. Κατακαλόκαιρο ήταν, βράδυ μάλιστα, κατά τις 12. Η Δάφνη κοίταζε έξω απ' το παράθυρο, η Ανατολή είχε καρφωθεί στην εκπληκτική συμμετρία μεταξύ των θέσεων του λεωφορείου, η Ζωή έγραφε με κόκκινο ανεξίτηλο μαρκαδόρο στο μπροστινό κάθισμα, "Είμαστε φυλή άγριων ινδιάνων, μόνοι μείναμε στη χώρα των ρουφιάνων" -δηλαδή μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε γράψει μόνο το 'είμαστε φυ' αλλά ήξερα τι ήθελε να γράψει- και ο Μαγιόλ ήταν χαμένος, αφηρημένος. Πότε- πότε γυρνούσε να με κοιτάξει και εγώ του έλεγα, πάρε με μαζί σου, και απλώς μου έγνεφε κι ύστερα τραβούσε το βλέμμα του μακριά. Πολύ πιο μακριά απ' τα σύνορα ενός αστικού λεωφορείου. Δεν ξέρω αν βρεθήκαμε εκεί τυχαία, ή αν ήμασταν μια παρέα που πήραν όλοι μαζί το λεωφορείο, δεν είμαι σίγουρη καν πως όλο αυτό οδηγούσε κάπου, δηλαδή, δεν ξέρω αν το λεωφορείο είχε προορισμό. Έχω την αίσθηση πως ανεβήκαμε στο λεωφορείο μόνο και μόνο για να στριμωχτούμε. 
  Σιωπή. Γνώριζα τις σκέψεις και των πέντε μας παράλληλα. Ίσως και να μιλούσαν βέβαια, και να μην θυμάμαι καλά. Το μόνο που θυμάμαι ν' ακούγεται μέσα στο λεωφορείο είναι η μηχανή, οι ρόδες που κυλούσαν, που τρίβονταν με το έδαφος, οι ρόδες που έκαναν αυτό που έπρεπε να κάνουν, που κυλούσαν. Παλιά, όποτε έβλεπα μια σταματημένη ρόδα, ξέρετε από αυτές τις ξαπλωμένες στο έδαφος, την ισοδυναμούσα με ένα νεκρό άτομο. Τώρα αυτό δεν είμαι σίγουρη αν το σκέφτηκα εγώ ή η Ζωή ή η Ανατολή. Πάντως, είναι μια σκέψη που υπήρξε και μέσα στο άυλο μυαλό μου, στο ανύπαρκτο. Περίμενα να δω αν θα φτάσει κάπου το λεωφορείο, μέσα στη σιωπή. Χίλιες ώρες ίσως και να περίμενα, μια στάση δεν κάναμε όμως. Είτε είχαμε πολύ συγκεκριμένο προορισμό, είτε δεν είχαμε κανέναν. Κι εκεί, εκείνη τη σκέψη μου τη διέκοψε η Δάφνη, γιατί μόλις έκανα εκείνη τη σκέψη, η Δάφνη ανασηκώθηκε λίγο, κάπως σαν να ήθελε να αλλάξει τη στάση της, σα να ένιωθε άβολα, κάτι τέτοιο, πάντως ανέβασε τα πόδια της στο κάθισμα και τα αγκάλιασε. Σαν να αγκάλιαζε τον εαυτό της ένα πράγμα, έτσι το είδα εγώ. Σαν μια χελώνα που κρύβεται στο καβούκι της στον κίνδυνο. Μόνο που η Δάφνη δεν είχε καβούκι. Τέλος πάντων, κάπως έτσι, ανασκουμπωθήκαμε όλοι, στριμωχτήκαμε λίγο παραπάνω γιατί τώρα η Δάφνη έπιανε περισσότερο χώρο. Λες και μεγάλωσε ξαφνικά αυτό το παιδί, θα έλεγε κανείς, και πιάνει πιο πολύ χώρο, αλλά αν τη βλέπατε, πράγματι, αν τη βλέπατε πώς είχε κουλουριαστεί, θα καταλαβαίνατε για τι πράγμα μιλάω, για τι μεγάλη παρεξήγηση. 
  Η Ζωή άρχισε να μουρμουρίζει ένα τραγούδι. Δεν μπορούσα να ξεκαθαρίσω ποιο ήταν, τραγουδούσε πολύ σιγανά, πάρα πολύ, αλλά ήταν εκεί, το τραγούδι, το άκουγα. Η Ανατολή τότε, γυρίσε να την κοιτάξει, με ένα χαμόγελο πολύ ενθαρρυντικό, κι έτσι η Ζωή πήρε λίγο τα πάνω της, αναθάρρησε και το 'ριξε στο τραγούδι, τραγουδούσε τώρα δυνατά, αρκετά. Τραγουδούσε ένα του Παυλίδη, ένα πολύ ωραίο, αγαπημένο μου, που μ' άρεσε τόσο που ήθελα να της πω, ευχαριστώ, σ' ευχαριστώ που τραγουδάς, ευχαριστώ. Μα η Ανατολή δεν ήξερε Παυλίδη, δεν ήταν της εποχής της, δεν τον άκουγε. Κάτι άλλο πες, είπε, κάτι άλλο, να χορέψω. Άστραψε η Ζωή ένα χαμόγελο από 'δω μέχρι το αύριο, ένα όμορφο χαμόγελο, γλυκό, με μια κρυμμένη παιδικότητα, και άλλαξε από Παυλίδη σε Beatles. Το For No One συγκεκριμένα. And in her eyes you see nothing, no sign of love behind her tears- όχι, όχι αυτό ρε Ζωή, ένα άλλο, να χορέψω λέμε, να χορέψω, παράπονο η Ανατολή. Και τσουπ, σαν να έβγαζες τον ένα δίσκο απ' το πικάπ και να 'βαζες τον άλλο, άρχιζε η Ζωή, yeah they got a new dance and it goes like this, yeah the name of the dance is the peppermint twist! : το Peppermint Twist. Σηκώθηκε η Ανατολή και άρχισε να χορεύει twist, να κλείνει τα μάτια και να κουνιέται στους ρυθμούς εκείνους που της άρμοζαν, μέσα στην καλοκαιρινή νύχτα, στα σκοτάδια, στο περίεργο λεωφορείο εκείνο, η Ανατολή γλεντούσε με το twist όπως θα 'πρεπε. Η Δάφνη το 'ριξε στο χασκογελάκι, αφέθηκε, κατέβασε τα πόδια απ' το κάθισμα και ήταν ξανά ήρεμη, το λεωφορείο γέμισε χρώματα, κέφι, μεταμορφώθηκε σ' ένα απ' τα βανάκια των χίπις που γύριζαν τον κόσμο το '60. Μέχρι και ο Μαγιόλ βαρούσε παλαμάκια, δεν ήταν εκεί που θα 'θελε να 'ταν αλλά και 'δω καλά ήταν, για την ώρα. Άλλωστε στο δρόμο ήμασταν και για εκεί που θα 'θελε να πάει, για εκεί που άνηκε, στο δρόμο ήμασταν. Να, έτσι μου ήρθε η φλασιά μέσα στο όνειρο: βέβαια και είχε προορισμό το λεωφορείο. Στη θάλασσα πηγαίναμε, ή μάλλον, μας πήγαινε, η θέληση του Μαγιόλ οδηγούσε το λεωφορείο. Απ' όλους εμάς τους πέντε που είχαμε στριμωχτεί σ' εκείνες τις θέσεις, μόνο ο Μαγιόλ ήξερε που ήθελε πράγματι να πάει, ίσως και η Ζωή να επιθυμούσε μια μουσική σκηνή, μια καριέρα στο τραγούδι, αλλά η θέληση του Μαγιόλ υπερίσχυε όλων. Και την Ανατολή δεν την ένοιαζε αρκεί να χόρευε. Dance while you can, μάγκες, dance while you can. Και στη Δάφνη άρεσε η ιδέα, πολύ, η ιδέα της θάλασσας ήταν η καλύτερη, και η ιδέα της βόλτας με το λεωφορείο μέσα στη νύχτα εξίσου καλή. Βολευόταν η Δάφνη, με ό,τι να 'ναι βολευόταν. Και εκεί πάνω στο κέφι λοιπόν, πάνω στα γέλια και στα παλαμάκια, στα τραγούδια και το τουίστ, σηκώθηκε η Ζωή όρθια, να χορέψει κι εκείνη, όσο μπορούσε. Γαμώ το σου, Ζωή, που να μην έσωνες. Ξέχασες, ρε ηλίθια, ξέχασες το ρόλο σου, ξεχάστηκες ρε Ζωή. Σηκώθηκες να χορέψεις και φάνηκε ο χοντρός που κρυβόταν πίσω σου, ο χοντρός που δεν έπρεπε να δω, ο χοντρός φάνηκε ρε Ζωή, τον έκρυβες, θυμάσαι; Σηκώθηκες και φάνηκε, παρ'τα, ηλίθια. 
  Μόλις σηκώθηκε όρθια η Ζωή, εγώ έστρεψα το βλέμμα μου προς εκείνον το μυστηριώδη τύπο που εξ' αιτίας του στριμωχνόμασταν τόσο πολύ σ' εκείνες τις θέσεις. Έστρεψα το βλέμμα μου πάνω του και εκείνος ανταπέδωσε, με κοίταξε, και δεν ήταν τύπος, ήταν τύπισσα, και μάλιστα, ποια τύπισσα! Η Μόνα Λίζα η ίδια με κοιτούσε. Στη Μόνα Λίζα άνηκε αυτό το ογκώδες σώμα, αυτό το τερατώδες και άσχημο πράγμα άνηκε στη Μόνα Λίζα. Το 'ξερα εγώ πως κρυβόντουσαν πολλά πράγματα από το τέλος του πίνακα και κάτω. Τι χοντροκώλος είναι ετούτος; Πώς είσαι έτσι μωρή; Το μόνο που άξιζε δηλαδή ήταν το χαμόγελό σου; 
  Και αχ, και να το βλέπαμε κιόλας το χαμόγελο! Γιατί η Μόνα Λίζα φορούσε μια μάσκα, από αυτές που φοράνε που καθαρίζουν τον αέρα από τοξικές ουσίες και εισπνέουν μόνο οξυγόνο, δεν θυμάμαι πώς τη λένε, τέλος πάντων, και από όλο της το πρόσωπο, έβλεπα μόνο τα μάτια. Αλλά έτσι όπως ήταν, έτσι όπως με κοιτούσαν αυτά τα μάτια, δε νομίζω να έκρυβαν χαμόγελο κάτω απ' τη μάσκα. Όχι, όχι δεν έκρυβαν. Όχι. 
  Χάθηκαν τα χρώματα μόλις συναντήθηκαν τα βλέμματά μας, και το χρωματιστό βανάκι άλλαξε πάλι και πήρε τη μορφή ενός πολύ πιο άχαρου, πολύ πιο βρώμικου και πολύ πιο σκοτεινού λεωοφορίου από 'κεινο που βρισκόμασταν πριν.
  Πανικός. Οι πέντε μας σηκωθήκαμε όρθιοι με μιας. Η Δάφνη ούρλιαξε, ύστερα κουλουριάστηκε πάλι σαν τη χελώνα στη γωνία, κρύφτηκε· η Ανατολή γύρισε την πλάτη της στο τέρας και κοίταξε έξω απ' το παράθυρο, άρχισε νομίζω και να σιγοτραγουδά στον εαυτό της, δεν είμαι σίγουρη· ο Μαγιόλ έτρεξε, μέσα στο λεωφορείο, προς το πιο κοντινό παράθυρο, θα 'θελα να τρέξω μαζί του, να φύγουμε, ήταν έτοιμος να πηδήξει πάνω στα τζάμια, να τα σπάσει και να πέσει στο δρόμο, νομίζω πίστευε πως έξω απ' τα τζάμια ήταν η θάλασσα... ΜΗ! η Ζωή του φώναξε μ' όση δύναμη είχε. Μη. Δεν είναι εκεί η θάλασσα. Μη. Και μας μάζεψε όλους δίπλα της, πήγα κι εγώ, δεν είχα πόδια να πάω αλλά πήγα. Μας μάζεψε όλους δίπλα της και μας είπε κάτι που δεν θυμάμαι, αλλά, πάνω κάτω, τέλος πάντων, είπε, ισχύς εν τη ενώσει, βρε μαλάκες. Ελάτε να ενωθούμε όλοι μαζί να πολεμήσουμε το τέρας, βρε στόκοι. Θα το φάμε το μαλακισμένο. Ελάτε να ενωθούμε. Κι εγώ συμφώνησα γιατί έμελλε να συμφωνήσω. Γύρισα την πλάτη μου στους τέσσερίς τους και προχώρησα προς το τέρας χωρίς σχέδιο επίθεσης, άοπλη, ανέτοιμη, χωρίς θάρρος, χωρίς αποφασιστικότητα, τρεκλίζοντας δηλαδή, τρέμοντας λίγο, κάπως έτσι περπάτησα προς τη Μόνα Λίζα με τη μάσκα και τον χοντρό κώλο. Και το γλαφυρό βλέμμα, μην ξεχνάμε το γλαφυρό βλέμμα. Περπάτησα με τα άυλα πόδια μου, με την άυλη καρδιά μου και χωρίς ψυχή, ξανά πίσω προς τη γαλαρία, νομίζοντας πως πίσω μ' ακολουθούν και με στηρίζουν όλοι τους, πως είμαστε ενωμένοι και περπατάμε ενάντια σ' αυτό που τόσο μας τρόμαξε, χωρίς λογική. Γιατί πού ξέρεις τι πράγματι κρύβεται κάτω απ' αυτή την περίεργη μάσκα. 
  Σβήνουν τα φώτα του λεωφορείου. Απόλυτο σκοτάδι. Δεν βλέπω τίποτα, ακούω όμως ακόμα τις ρόδες που κυλάνε, τη μηχανή που λειτουργεί ακόμη. "Θα ρθει καιρός που θα σπάσω την πόρτα, και η καρδιά μου στο φως θα χιμήξει." Ποια ήταν αυτή; Η Ζωή; Ζωή, εσύ ήσουν; Δεν έμοιαζε η φωνή σου. Ζωή; "Θα φύγω μακριά, θα πετάξω ψηλά, θα πετάω σ' ασύλληπτα ύψη." Αυτή είναι, αυτή μουρμουρίζει, μα γιατί ακούγεται έτσι η φωνή της; Γιατί βάρυνε η φωνή σου Ζωή; Και γυρίζω να κοιτάξω ποιος είν' αυτός που τραγουδά, ποιος είν' αυτός που μέσα στο χάος μουρμουρίζει στιχάκια- και τι στιχάκια!- ποια ειν' αυτή η φωνή μέσα στο σκοτάδι. "Και τότε πια, δεν μπορεί.." και σ' αυτό το δεν μπορεί, κάτι αστράφτει στο βάθος του λεωφορείου. 'Ποιος είναι εκεί;' ρωτάω εγώ. "Αυτή η φτηνή, αυτή η χλωμή, η τιποτένια μου θλίψη.." συνεχίζει η φωνή ακάθεκτη. Περπατάω με γρήγορο βήμα. "Θα μείνει ορφανή, θα γυρνάει σαν τρελή, θα ζητάει να με βρει και δεν θα με βρίσκει." Επιταχύνω κι άλλο το βηματισμό μου· μου φαίνεται το τέλος του λεωφορείου είναι πιο μακριά απ' ότι ήταν πριν. Κάτι αστράφτει εκεί ξανά, ύστερα χάνεται. Αστράφτει πάλι, χάνεται έπειτα. Δεν αναβοσβήνει ακριβώς, απλά κρύβεται κι επανεμφανίζεται, κάπως έτσι. Δεν είναι φως, είναι κάτι άλλο.. 
  Φτάνω στο τέλος του λεωφορείου χωρίς να το συνειδητοποιήσω, μα συνάμα έχει περάσει τόση ώρα που τρέχω, τρέχω, τρέχω και δε φτάνω. Ή, έστω, δεν έφτανα. Με περιμένει μια εικόνα που δεν περίμενα να δω. Στη γαλαρία λοιπόν, δίπλα στην χοντρή κι άσχημη Μόνα Λίζα που βρομούσε απελπισία και θάνατο, είναι καθισμένοι όλοι τους. Όλοι. Η Ανατολή, η Ζωή, η Δάφνη. Μονάχα ο Μαγιόλ λείπει. Κοιτάζω γύρω μα δεν τον βλέπω, έχει χαθεί. "Ζακ;" καμία απάντηση. "Ζωή, πού είναι ο Μαγιόλ;" ούτε που γυρνά να με κοιτάξει. Είναι καθισμένη μπροστά στην χοντρή και της μιλάει. Τι της λέει; Κι εκείνη τη στιγμή αστράφτει ξανά το περίεργο αντικείμενο· εμφανίζεται καθώς σηκώνει η Ζωή το χέρι της μέσα στο σκοτάδι: ένα χρυσό πιρούνι. Ολόχρυσο. "Κι ούτε πρόκειται ελπίζω ποτέ να μου λείψει" ψιθυρίζει ξανά η Ζωή, με τη χοντρή της φωνή, ταΐζοντας μια ακόμη μπουκιά στην βρωμιάρα Μόνα Λίζα που έχει βγάλει τη μάσκα απ' τη μύτη και κάτω για να μπορεί να καταβροχθίζει το φαγητό απ' το χρυσό πιρούνι. Και κάτι μου θυμίζει εμένα αυτό το στόμα, κάτι μου θυμίζει αυτή η καλλίγραμμη μύτη, το πιγούνι αυτό κάτι μου θυμίζει. 
 "Και δεν πρόκειται ελπίζω ποτέ να μου λείψει.." 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου