Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

Μας κοιτάζαν οι σκιές που χορεύαν ψιθυρίζοντας..(Μια ματιά σα βροχή)

  Δεν έχω νιώσει ποτέ μου ηλεκτρισμό να διαπερνά τη σάρκα μου κι έπειτα να ταξιδεύει σε όλο μου το σώμα, να το ξαγρυπνά, μα είμαι σχεδόν σίγουρη πως αυτό που ένιωσα όταν τα χέρια σου άγγιξαν τα δικά μου είναι το ίδιο. Ήμουν βυθισμένη μέσα στον ωκεανό μου, την είχα κάνει την βουτιά πριν πολλή ώρα κι είχα κλείσει και τα μάτια, πεπεισμένη πια πως θα μείνω εκεί για πάντα. Ήμουν ένα νεκρό σώμα που επέπλεε στην επιφάνεια της θάλασσας μου· σχεδόν δεν υπήρχα. Σχεδόν είχα πεθάνει. Το μόνο που με κρατούσε δεμένη στην άλλη πραγματικότητα ήταν εκείνη η φωνή, η μοναδική φωνή που όταν τραγουδά νιώθω την ψυχή μου να ταλαντεύεται, να χορεύει.  Κι εσύ..εσύ με κατάλαβες, με ένιωσες. Δεν μιλώ για έρωτες τούτη τη βραδιά, μιλώ για κάτι ανώτερο, την ένωση δύο ψυχών. Άπλωσες τα χέρια σου και έπιασες τα δικά μου και στ' ορκίζομαι πως ρούφηξες όλη τη μοναξιά απ' τα ακροδάχτυλά μου. Με τράβηξες πάνω, με αναγέννησες, με ξύπνησες από το λήθαργό μου. Με ένιωσες και σ' ένιωσα με μία ξεχωριστή έννοια της λέξης. Μου φανέρωσες το μαύρο σκυλί που σ' ακολουθεί πάντα, σου φανέρωσα κι εγώ τον δικό μου λύκο.. Κατέβασες τη μάσκα σου και είδα το πραγματικό φως στα μάτια σου, είδα τις σκιές του μυαλού σου να καθρευτίζονται εκεί· και δεν τις είδα απλά, τις ένιωσα να πετούν γύρω μου, ένιωσα τον αέρα τους, την αύρα τους. Ξεκλείδωσες τα κλουβιά τους και τις άφησες να πετούν ελεύθερες πάνω απ' το κεφάλι σου χωρίς φόβο πώς ίσως τις δω.. ίσως σε δω. Και σ'ακολούθησα σ' αυτό το μονοπάτι, αφέθηκα όσο κι εσύ, ίσως και παραπάνω. Μα έκλεινες τα μάτια, κι ακόμα και πίσω απ' τα κλειστά ματόκλαδα εγώ μπορούσα να σε διαβάσω αλλά δεν έφτανε. Άνοιξέ τα, ήθελα να σου πω. Άσε με να μπω μέσα σου και να ρίξω μια ματιά. Μ' άφησες, χωρίς να πεις ούτε μια λέξη. Θα μπορούσα να σου 'χα πει τα πάντα μα δεν χρειάστηκε, δεν στα 'πα μα στα έδειξα, τα είδες. Τα ένιωσες. Κι όταν με κάλεσε ξανά το μαύρο τέρας που λατρεύω τόσο να βυθιστώ ξανά μέσα του, με κράτησες πίσω. Κατέβαλλες δύναμη και με κράτησες πίσω. Μη! Πετάξαμε χθες βράδυ. Πετάξαμε πάνω απ' τους εαυτούς μας και δια μέσω αυτών · ήταν η μία στο εκατομμύριο πιθανότητα που τα σκουλήκια δεν κρύφτηκαν μόλις ένιωσαν το σκούντημα μα αφέθηκαν γαλήνια κι άφοβα. Η μία στο εκατομμύριο πιθανότητα που ο λύκος δεν γρύλισε στον απειλητικό επισκέπτη, που ο μαύρος σκύλος δεν φοβήθηκε με την παρουσία του ξένου αίματος. Ίσως να ναι τα ίδια μαύρα κοράκια που κρύβουμε στα σωθικά μας- ποιος ξέρει; Ίσως να μιλούν την ίδια γλώσσα.. Κι ίσως να μ' ένιωσες περισσότερο απ' όσο έχω νιώσει εγώ η ίδια τον εαυτό μου. Εγώ σίγουρα σε είδα, κι από δω και μπρος θα σ' αναγνωρίζω καθαρά, ακόμα και πίσω απ' τις πιο θολές τζαμαρίες. Γνωρίζω την παρουσία σου. Την διαισθάνομαι. Ακόμα κι όταν θα έχουν περάσει τα χρόνια και θα έχουμε κι οι δυο αλλάξει με τον κάθε τρόπο που αλλάζουν δυο μορφές, θα σε κοιτάζω και θα με κοιτάζεις και θα γνωρίζουμε. Θα γνωρίζεις και γνωρίζω. Θα θυμάμαι κι εγώ μα κι εσύ, τη νύχτα εκείνη που γίναμε σκυλάκια και ξεδίναμε, και γλύφαμε ο ένας τ' άλλου τις πληγές.. Μου τον θυμίζεις, στο είπα. Μου τον θυμίζεις πολύ. 

2 σχόλια:

  1. ανάβαμε και σβήναμε και πάλι ξαναρχίζαμε, και γίναν μια των δυο μας οι καρδιές

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. φακ, αυτό ακριβώς νιώθω αυτή τη στιγμή, ολόκληρο, ΟΛΟΚΛΗΡΟ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή