Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

μπαντ τάιμινγκ

  Ήτανε τα γενέθλιά της κι εγώ ένιωθα λες και μου ξεριζώνανε απ' τα σωθικά μου τις ρίζες της. Φορούσα το γκρίζο φόρεμα κι ήμουνα ξυπόλυτη. Λέγαν όλοι τι όμορφη που είμαι κι εκείνη συμφωνούσε. Γιορτή στην παραλία. Γέλια κι αυταπάτες. Εκείνη ντυμένη θαλασσί, σαν και πάντοτε. Ήμασταν στο δωμάτιο και χάζευε τον καθρέπτη· εγώ όρθια πίσω της· με ρώτησε κάτι, δεν απάντησα· μόνο χαμογέλασα σ' αυτήν την ομορφιά· την αγκάλιασα. Κατηφορίσαμε μαζί προς την ακτή. Είχανε κουβαλήσει κάτι φίλοι κιθάρες και τα σχετικά. Μεζέδες κι ελαφρύ αλκοόλ· ό,τι ψιλά είχαμε· μου προσφέρανε να πιω, αρνιόμουν, ήτανε βλέπεις τα χάπια. Της χαρίζανε κάτι βραχιόλα από κοχύλια και τα ρέστα, εκείνη χαρούμενη δεχότανε ευχές και δώρα, χαμογελούσε, αγκαλιές, φιλιά.  Τα 'βλεπα όλα αυτά κι αυτή η αίσθηση όλο και φούντωνε. Πόνος παράλογος, δυσανάλογος, άμορφος. Υγρός. Εισπνοή-εκπνοή, προσπαθούσα να εστιάσω. Συγκαταβατικό γέλιο, ψιλές συζητήσεις, δεν καταλάβαινα τίποτα. Τόση οργή, τόση. Έτοιμη να χυμήξει σ' οποιονδήποτε. Να πληγώσει οτιδήποτε. Ήμουν η μήτρα που της κλέβανε τ' αγέννητο παιδί της. Ήμουνα λουλούδι και σκοτώναν τους ανθούς μου· το δηλητήριο παράγεται ενστικτωδώς· συσσωρεύεται ύπουλα κάτω απ' τη γλώσσα. Συγγενείς, φίλοι, χειραψίες, κρύα φιλιά στο μάγουλο. Μου 'ρχόταν να ξεράσω. Θυμόμουν την Γκρίνα: Where are your feelings? Do not analyse. Locate. Locate. Συγκεντρωνόμουν στα πράγματα γύρω μου· αποστείρωνα ό,τι περνούσε απ' το βλέμμα μου· ρυτίδες· δάχτυλα· στυλό· φιλτράκι, χαρτάκι· ψίθυροι· ροζιασμένα ζυγωματικά· απόηχος γέλιου· σκεφτόμουν: the most beautiful bitter fruit. Κοιτούσα πέρα, πέρα απ' την παραλία, πέρα απ' την θάλασσα, πέρα απ' το τίποτα. Μετρούσα εισπνοές, αναπνοές, και πάλι εισπνοές. Έκλεινα τα μάτια και συλλογιόμουν όλα τα δωμάτια που μου 'πανε πως περιμένουν. Τα πρόσωπα και τα δωμάτια. Το μυαλό δεν άντεχε. No pain like this body. No pain like this body. Ήτανε τα γενέθλιά της κι εγώ όλο κι ένιωθα λαγνεία για θάνατο. Δίψα. Τι 'ν' όλ' αυτά τα χέρια που σ' αγγίζουνε· γιατί δεν είναι τα δικά μου· πώς χαρίζεις γέλια σ' αυτά τα ξένα μάτια. Καθ' ίντσα μου διαλυόταν μπροστά στο άπειρο των πιθανοτήτων· το μυαλό χανόταν· ήμουν η ίδια μία Βαβέλ· τα χέρια μου ήταν πια αυτόνομα· είχαν την εξουσία της απόφασης. Τέτοιες φορές το κενό μεταξύ εαυτού και κόσμου είναι υπερβολικά αισθητό· σχεδόν απτό· σχεδόν τ' αγγίζω καθώς πάλλεται. Η ψυχή μου σκούριασε στις αέναες παλινδρομικές κινήσεις. Το μυαλό είναι μια κούνια· μια γαμημένη κούνια· πίσω-μπρος, πίσω- μπρος, πίσω-μπρος, μπρος, μπρος. Πίσω. Φαντασιωνόμουν τη βία· με κυρίευε η εκστατική αίσθηση της καύλας· ποιος καριόλης κατάσχεσε το δικαίωμα να κρίνει τις νευρώσεις μου; Ούρλιαζα. Ούρλιαζα. Γαμώ το Χριστό σας, τετράγωνοι. Ήτανε τα γενέθλιά της κι εγώ μετρούσ' αντίστροφα τις ώρες μου έξω. Ρωτούσα και ξαναρωτούσα. Δεξιά- αριστερά επαναλαμβανόμενες κινήσεις, ήμουνα ο χρόνος, φώναζα, την είχα πιάσει απ' το λαιμό κι έσφιγγα, έσφιγγα, έπεσα στο πάτωμα, τα μάτια κλείσανε, αρχίσαν οι εικόνες. Η κούνια. Πρώτη μέρα σχολείο. Το χαστούκι. Πρώτη τιμωρία, πρώτο φιλί, κυνηγητό, κρυφτό, ιδρώτας. Η σκισμένη μπάλα. Το βιβλίο. Τα βιβλία. Τα μάτια. Η συναυλία. Πρώτη μπύρα. Πρώτος καφές. Ταξίδι. Ατελείωτες ώρες στο ΚΤΕΛ. Αγκαλιά. Γέλιο. Κι αυτή. Εκείνη. Η οποία. Της οποίας. Τα σεντόνια μου. Η βαλίτσα. Το κόκκινο πιτσίλισμα· κι έπειτα το γραφείο· η γιατρός. Χαρτιά, στοιχεία, υπογραφές, αποφάσεις. Για μένα, χωρίς εμένα. Και πάλι εκείνη. Εκείνη. Εκείνη. Πρώτη φορά. Ιδρώτας, ηδονή, οργασμός. Χαμόγελο. Βαριές ανάσες. Σ'αγαπώ. Ωραία, εντάξει. Δεύτερη. Τρίτη. Ατελείωτες. Και 'γω. Κρυφά. Το δέρμα, τα μάτια, ο ήχος. Η γεύση. Και 'γω. 

  Ξύπνησα στο δωμάτιο. Μαστουρωμένη κι ήρεμη απ' τα χάπια τους. Η ρόμπα στο νούμερό μου, λες και με περιμένανε. Σκεφτόμουνα πάλι τη Γκρίνα: πάντα, κάπου, υπάρχει ένα δωμάτιο που σε περιμένει.
     Τα βλέφαρα βάρυναν. 

 

   Κι από τότε, δεν την ξανάδα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου