Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

  Απλώνει τα χέρια της εκείνη, απλώνει τα χέρια του κι εκείνος, ν΄αγγίξει τις παλάμες της, να τη νιώσει. Έχουν ανοίξει τις αγκαλιές τους και οι δυο και περιμένουν να ενωθούν· τους χωρίζουν μονάχα τρία βήματα δρόμος, τρία βήματα μόνο, τρία. Τρία και για εκείνους φαίνεται μια αιωνιότητα, το νιώθω κι εγώ ακόμη κι αν απουσιάζω, είμαι μια τρίτη σ' αυτήν την πολύ προσωπική στιγμή. Κάνει λοιπόν αυτή το πρώτο βήμα μα εκείνος δεν κινείται, την περιμένει, με τα χέρια απλωμένα, περιμένει να 'ρθει να τον αγγίξει. Περίμενε καιρό και φαίνεται, εγώ τουλάχιστον το βλέπω, περίμενε καιρό, τρέμουν τα χέρια του, το βλέπω, βουρκώνουνε τα μάτια του, το βλέπω. Ανατριχιάζει. Το βλέπω. Τα βλέπω όλα. Κι εκείνη χορεύει όσο τον πλησιάζει, χορεύει μέσα της, το ξέρω, είμαι σίγουρη. Παίρνω όρκο, μέσα της χορεύει. Κάνει το δεύτερο βήμα. Περιμένει εκείνος. Χέρια ανοιχτά, μάτια βουρκωμένα. Μου 'χες πει πως θα ρθεις και ήρθες. Ήρθες. Σε περίμενα κι ήρθες. Ήρθες. Ένα βήμα ακόμα και σ'αγγίζω, ήρθες. Κάνει και το τρίτο βήμα, είναι στη διαδικασία δηλαδή, να σύρει το δεξί πόδι, ύστερα να σύρει τ' άλλο και να πέσει κατευθείαν στην αγκαλιά του, να τον νιώσει επιτέλους γύρω της, ολόγυρα, και μέσα κι έξω και δεξιά και αριστερά της, αυτόν, τη μυρωδιά του, τη φωνή του. Κι ας είναι ο πατέρας της ή ο αδερφός της ή ο καλύτερός της φίλος ή ο γκόμενός της ή και ο σκύλος της στην τελική, δεν με νοιάζει η σχέση που τους δένει, γι' αυτό να μην νοιάζει ούτε εσάς· με νοιάζει η ένταση, το συναίσθημα που σχεδόν βλέπω να διαπερνά και τους δυο. Με νοιάζει η ανατριχίλα στο δέρμα του, τα δάκρυα στα μάτια του, ο χορός μέσα της. Στη διαδικασία, που λέτε, του τρίτου βήματος, εκεί βρίσκεται, στο κρίσιμο λεπτό· μια στιγμή πριν τον παράδεισο. Μια στιγμή. Και θα ναι μέρος ο ένας του άλλου, θα αλληλοσυμπληρώνονται, το είχατε ποτέ αυτό; Εκεί, στη διαδικασία του τρίτου βήματος, στο τσακ να τ' αποκτήσει, αυτό που ποθεί, και να, να, μόλις που αγγίζονται, αγγίζονται σας λέω, την έφτασε, αγγίζονται τα χέρια τους, και τώρα την πιάνει, πέφτει στην αγκαλιά του αυτή, την πιάνει αυτός και την σηκώνει στον αέρα, ψηλά, στον αέρα, χορεύουν, δεν σας το πα; Τη σηκώνει ψηλά στον αέρα και την κάνει ένα κύκλο, ένα κύκλο στον αέρα. Χορέυουνε, σας το πα. Χορεύουνε. Μα όπως την σηκώνει σκοντάφτει και πέφτουνε, αυτός στον πεζόδρομο και αυτή κατρακυλά πίσω στο δρόμο, εκεί που δεν θα 'πρεπε να είναι· και ο οδηγός εκείνου του φορτηγού δεν προλαβαίνει να φρενάρει.. Κόρνες, ουρλιαχτά, πόνος.. Πόνος.. Πέφτει εκείνος στα γόνατα και κρύβει το πρόσωπο.. Βοήθεια, βοήθεια.. Φωνάζει ένα όνομα, δεν θα το πω όμως, δεν θα το πω. Βοήθεια, βοήθεια, η.. Βοήθεια.. Μην μου την παίρνεις τώρα που τη βρήκα, όχι τώρα που την βρήκα.. Όχι και αυτήν ρε μαλάκα.. Όλα τα πήρες, όχι κι αυτήν.. Σε ποιον μιλάει; Δεν ξέρω. Είναι πεσμένος στα γόνατα και ουρλιάζει. Θα θελα να του πω, σήκω ρε μαλάκα, σήκω, σήκω και τρέχα να δεις αν είναι ζωντανή, σήκω, μην πέφτεις στα γόνατα, τρέχα να δεις αν χτυπά ακόμα η καρδιά της να πας να της πεις έστω κάτι, μια λέξη, κάτι.. Σήκω.. Αλλά πού· δεν θέλω να περιγράψω τη σκηνή μα φαινότανε, δεν ζούσε η κοπέλα, την έφαγε ο φορτηγατζής.. Πεσμένος ο άλλος στα γόνατα κι ακόμα να φωνάζει, όχι ρε μαλάκα, όχι και αυτήν, γαμώ το στανιό μου.. Όχι και αυτήν.. Κι έπειτα σηκώνεται και τρέχει προς το δρόμο αλλά ποτέ δεν έμαθα για πού ακριβώς, για εκείνη; Για να φτάσει κι αυτός στον πάτο κάποιου αμαξιού; Ζουλιγμένος στο δρόμο; Για να περάσει και να γυρίσει σπίτι του; Για να φύγει γι' αλλού; Δεν ξέρω, δεν έμαθα ποτέ, γιατί εκεί που αυτός έτρεξε προς το δρόμο η σκηνή κόπηκε, μιας κι εγώ τα 'βλεπα όλα απ' το κλειστό τζάμι του ασημένιου ταξί που με πήγαινε στη βόλτα μου. Σταματημένοι στο φανάρι ήμασταν και τα 'βλεπα. Άναψε το πράσινο και στρίψαμε, κόπηκε η σκηνή. Στρίψαμε στο στενάκι και η ζωή μου συνεχίστηκε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, γιατί εγώ όλα τα 'βλεπα πίσω απ' το τζαμάκι του ασημένιου ταξί, ασφαλής, απούσα. Μόνη. Και ήταν τρία μόνο, τρία βήματα. Τρία γαμημένα βήματα. Ο ενθουσιασμός τους έφαγε, ο πόθος. Το πάθος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου