Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

  Έφευγα εκείνη τη μέρα. Ήτανε είκοσι Αυγούστου, το θυμάμαι καθαρά, σαν εχθές. Έφευγα, και του είχα πει να έρθει να με αποχαιρετίσει, μα εκείνος είχε αρνηθεί, γιατί δεν μπορούσε, λέει, τους αποχαιρετισμούς. Μου το πε έτσι: θα ρθω, είπε, να σε βοηθήσω με τις βαλίτσες κι ύστερα θα φύγω. Δεν θα σε δω να φεύγεις. Δεν δέχθηκα τη βοήθειά του,βέβαια, ήμουν -και είμαι- πολύ ανεξάρτητη.. Δεν σκέφτηκα κι εγώ η ανόητη πως αν ερχόταν για τις βαλίτσες θα τον έβλεπα ξανά! Πείσμα, με έκαψε αυτό το πείσμα της αυτονομίας, της κυριαρχίας του εαυτού μου. Έτσι λοιπόν φορτώθηκα με τα μπαγκάζια μου και πήγα στην προβλήτα. Έβγαλα εισιτήριο κι ύστερα, για πολλή ώρα, στεκόμουν και κοιτούσα το πλοίο χωρίς να κάνω το βήμα να μπω μέσα και να φύγω. Ένα βήμα με χώριζε απ' το πλοίο και δεν το έκανα. Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα πόδια μου από εκείνα τα χώματα, εκείνο το μέρος που σήμαινε για 'μενα τόσα· όχι μόνο λόγω εκείνου, αλλά και για άλλους λόγους, κρυφούς. Κοιτούσα το πλοίο σπιθαμή προς σπιθαμή: τα σχοινιά του, την αρμύρα του, τους ναύτες του, τα λευκά και μπλε χρώματά του, τον καπετάνιο του που ίσα που φαινότανε μέσα απ' τα τζάμια στο δωμάτιο στο κατάστρωμα, τα τεράστια μπλε γράμματα που γράφανε ΠΟΣΕΙΔΩΝ.. Πού θα πάω, σκεφτόμουν, πού θα πάω; Ποια θα είμαι; Δεν θυμάμαι ποια ήμουν πριν, δεν θυμάμαι, δεν μπορώ να θυμηθώ. Πού θα πάω; Κι έπειτα, πότε θα γυρίσω; Κι αν έχουνε αλλάξει όλα όταν γυρίσω ξανά; Τι θα κάνω; Τα ρωτούσα αυτά και όταν ήμασταν μαζί το προηγούμενο βράδυ, κοιτάζαμε τις Περσίδες που πέφτανε απ' τον ουρανό, πλάι στη Σελήνη. Εκείνος τότε μου 'χε χαϊδέψει μια ιδέα τα μαλλιά και μου χε πει, μη φοβού. Όσα χρόνια και να περάσουνε, όσα πράγματα και ν' αλλάξουνε, ο ήλιος θα πέφτει πάντα με τον ίδιο τρόπο πίσω απ' τα βουνά· αυτό δεν γίνεται να στο στερήσουν. Κι έπειτα θ' ανατέλλει με τον ίδιο τρόπο μέσα απ' τη θάλασσα και θα λούζει το μέρος με τα φώτα του, θα ξυπνά πάντα το μέρος με τον ίδιο τρόπο. Και η Σελήνη, η Σελήνη θα κρέμεται πάντα απ' τον ουρανό όπως κρέμεται και τώρα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, και τα λευκά της φώτα θα χορεύουν στην επιφάνεια της θάλασσας όπως χορεύουνε και τώρα. Μη φοβάσαι. Όλα πάντοτε θ' αλλάζουν και όλα ίδια θα μένουν.. Που να με πάρει, δεν μπορούσα να το κάνω εκείνο το βήμα. Δεν γινόταν να φύγω, δεν γινόταν. Κι εκείνος που χάθηκε, γιατί δεν ήρθε να μου πει αντίο; Ας έκανε πίσω, ας ερχόταν, να τον δω, μια φορά. Περνούσε όμως η ώρα και δεν φάνηκε, έτσι κι εγώ το πήρα απόφαση και είπα πως είναι καιρός να την κάνω, γιατί με περιμένει η άλλη μου ζωή, ο άλλος μου εαυτός που δεν θυμάμαι καν ποιος είναι και πρέπει να πάω να τον βρω. Το πήρα απόφαση, έπρεπε, δεν γινόταν να μείνω. Κι έκανα το βήμα μου και ανέβηκα στο πλοίο. Τρέμανε τα πόδια μου. Γύρισα και κοίταξα για μια τελευταία φορά την άδεια προβλήτα και ψιθύρισα ένα αντίο. Ανέβηκα στο κατάστρωμα με τις βαλίτσες στο χέρι, ύστερα τις παράτησα σε μια γωνιά, σκαρφάλωσα στην πλώρη και κρέμασα τα πόδια μου απ' έξω. Κι έτσι όπως είχα τα πόδια μου να κρέμονται απ' τον αέρα και χάζευα τον τόπο εκείνο, έριξα μια τελευταία κλεφτή ματιά στην προβλήτα..Ήταν εκεί. Αναθάρρησα, γεμίσανε τα μάτια μου με δάκρυα. Τον κοίταξα, ανταπέδωσε· είμαι σίγουρη, αν και το πλοίο είχε απομακρυνθεί και η απόσταση ήταν μεγάλη. Ύστερα σήκωσε το δεξί του χέρι κι έβγαλε το καπετάνικο καπέλο του και το κράτησε στον αέρα, χωρίς να το κουνήσει. Κι ήξερα έτσι πως μ' αυτή του την κίνηση δεν μου έλεγε ούτε αντίο, ούτε μου έστελνε την αγάπη του, ούτε κανένα του συναίσθημα. Μου πρόσφερε ό,τι πιο πολύτιμο είχε από όλα αυτά· τον σεβασμό του. Αντίο, ψιθύρισα ξανά. Αντίο, πατέρα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου