Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

φιάλη #1

  Με σέρνεις στη φωτιά κι έπειτα μου προσφέρεις την στάχτη που σου ζήτησα, κοινωνία ανάλγητη, λες και τόλμησα ποτέ ν' αγνοήσω πως οποιαδήποτε πράξη έχει το προσωπικό της αντίτιμο, κοινωνία αμόλυντη, άθικτη από το πέρασμα της οργισμένης σάρκας μου, πόση ψευδαίσθηση άραγε με τάισες για να κοιμάσαι ήσυχη τα βράδια, κοινωνία φιλήδονη, ασελγής, πώς τολμάς να με πληγώνεις με τα βέλη που σου έριξα, κοινωνία λαίμαργη, με τα θρύψαλλα του καθρέφτη που κατάφερα να σπάσω τώρα στο σώμα μου πληγές δικές σου χαράζεις, πώς, πώς εγώ τέτοιο αίμα να χύσω, πώς να μην ακούν οι γείτονες που τη νύχτα ουρλιάζω, κοινωνία ζηλόφθονη, άπληστη, με κομμένα τα χέρια μου ζητάς ν' αγκαλιάσω, ν' αγκαλιάσω τι, αφού τα πάντα ρούφηξες κοινωνία λαίμαργη, αφού τα πάντα θέλησες και τα πάντα μου πήρες


 κι εγώ η τρελή, εγώ, πώς την στάχτη σου ζητάω και σ' αυτήν ελπίζω, αφού ξέρω πως προσάναμμα θα βάλεις τα παιδιά μου

2 σχόλια: