Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

ένα δέντρο μια φορά

 Αέρας ψυχρός, έκλεισα σφιχτά την ζακέτα μην παγώσω, τρέξανε δάκρυα απροειδοποίητα. Ανοιγότανε μπροστά ο δρόμος, κι εγώ ξωπίσω, αφελής, παρθένος ταξιδιώτης.. σαν τ' άλογο που τρέχει να προφτάσει τον μεζέ που του κρεμάσαν απ' το κεφάλι. Θυμήθηκα τα χέρια. Το ποδοβολητό. Αυτή τη νύχτα που -ξελογιασμένοι- νομίσαμε πως θα 'χει λευκό ξημέρωμα. Βαριαστενάζουν τώρα τα ροζιασμένα μάγουλα και μουρμουρίζουν, τόση ανηφοριά για το τίποτα. Και τα πιτσιρίκια γυρνούν και τους δείχνουνε μ' ασέβεια τη γλώσσα.. Θυμήθηκα τα μάτια τα κόκκινα, τα βαριά, που τόσες φορές απ' το πιοτό σκοντάψαν στις αλήθειες μου. Κι άλλες τόσες, τρομαγμένα, αλληθωρίσαν. Θυμήθηκα την γεύση της ζαβολιάς, την έξαψη, τον προσποιητό πονοκέφαλο. Τις κλεμμένες τσίχλες, τα απανωτά τσιγάρα, τον φόβο της πρώτης φοράς. Τον ήχο των γυάλινων ποτηριών όταν συγκρούονται, και πώς μύριζαν οι δρόμοι εκείνο το πρωινό που γελούσαμε κρυμμένοι πίσω απ' τους κάδους, μ' εκείνο τον μπάτσο που έχασκε απορημένος στη θέα του στηθόδεσμου που κρεμότανε απ' την ταμπέλα του τμήματος.. Τώρα του σκύλου τα πόδια τρέμουνε απ' τον πόνο καθώς περπατά, και τ' άλογο πια πονηρεύτηκε κι άρχισε να κοιτάζει δεξιά-αριστερά· του καφενείου τα ρολλά κατεβασμένα, κι αυτά τα πετάλια όλο σκουριάζουνε στην αποθήκη. Μα εγώ, καρντάς, ακόμα αναβοσβήνω. Δεν ξεχάστηκα κι ούτε με φάγανε τα ψυγεία και τα σούπερ μάρκετ τους. Κι ούτε σέρνομαι· μόνο τρέχω, τρέχω, τρέχω.. 

(Σύντροφε που ξανοίγεσαι, που χάνεσαι και φεύγεις
ας δωσουμ' όρκο, με καιρούς, να σ' εύρω ή να μ' εύρεις.) 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου