Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Ρέκβιεμ

  Μείνε μακριά απ' ό,τι θέλει να πεθάνει. Έτσι έλεγε. Όταν δεν είχε όρεξη και δε μιλούσε. Έλεγε μόνο αυτό. Τη ρωτούσες, θες καφέ; Αυτή απαντούσε, μείνε μακριά απ' ό,τι θέλει να πεθάνει. Την ξαναρωτούσες, θες να πάμε καμιά βόλτα; Αυτή απαντούσε πάλι, μείνε μακριά απ' ό,τι θέλει να πεθάνει. Και μετά έφευγε. Κλεινόταν στο δωμάτιό της και δε μιλούσε σε κανένα. Ιδέα δεν έχω τι έκανε. Μουσικές δεν άκουγα, κιθάρες δεν άκουγα. Βιβλία δεν διάβαζε σίγουρα, γιατί τα 'χουμε όλα στη βιβλιοθήκη του σαλονιού, και δεν την έβλεπα ποτέ να παίρνει κανένα μαζί της. Την είχα ρωτήσει μάλιστα κάποτε, τι στον πούτσο κάνει τόσες ώρες εκεί μέσα κλεισμένη τις μέρες αυτές. Τις παράξενες μέρες. Τις θαυμάσιες μέρες. Μου είχε πει, έτσι ακριβώς, όπως θα σας το πω, πως περπατάει ήσυχα προς το θάνατό της. Περπατάω ήσυχα προς το θάνατό μου. 
  Μια φορά, μια τέτοια μέρα, παρόμοια, μου 'πε και Everywhere I go, it rains on me. 
  Όταν είχε όρεξη και γούσταρε, έλεγε πως η ζωή είναι σαν να κυνηγάς μια πάπια. Έλεγε κι άλλα πράγματα τότε, αλλά αυτό το επαναλάμβανε πιο πολύ απ' όλα. Γελαστά. Η ζωή είναι σαν να κυνηγάς μια πάπια. Αυτό το καταλάβαινα. Κι όποιος δεν το καταλαβαίνει, το μόνο που έχει να κάνει είναι να δοκιμάσει να κυνηγήσει μια γαμημένη πάπια. Όχι με την καραμπίνα, προς θεού. Απλά έτσι, να την πάρει από πίσω. Κυριολεκτικά. 
  Άλλαζε, ναι, βεβαίως και άλλαζε. Πότε ήτανε Έτσι και πότε ήτανε Αλλιώς. Έτσι ήτανε όταν δε γούσταρε, Αλλιώς ήτανε όταν γούσταρε. Κάποια πράγματα μένανε πάντα όμως. Να, ας πούμε, όταν την ρωτούσες που ήτανε, είτε Έτσι είτε Αλλιώς να 'ταν, εδώ κι εκεί θα σου απαντούσε. Εδώ κι εκεί. Ποτέ κάπου συγκεκριμένα. Δεν επιτρεπότανε να πας να τη βρεις εσύ κάπου. Πάντα ερχότανε αυτή να βρει εσένα. Την έπαιρνα στο κινητό και της έλεγα, έλα, πού είσαι; Ε, εδώ κι εκεί, μου 'λεγε. Here and there. Εσύ πού είσαι, να ρθω; Συνέχιζε. Δεν άφηνε περιθώρια. Ε, μετά από λίγο έμαθα κι εγώ, και της έλεγα κατευθείαν πού να 'ρθει.
  Μερικές φορές ρωτούσα απλά για να την ακούσω να το λέει. Γούσταρα. Έτσι είμ' εγώ. Το καταλάβαινε. Γελούσε. Μου 'λεγε τότε, you speak my language. Και μετά απαντούσε.
  Το παρελθόν είναι περίεργο πράγμα. Συμφωνείτε, δεν συμφωνείτε; Ώρες ώρες το σκέφτομαι κι αναρωτιέμαι άμα υπήρξε όντως ή εγώ τα 'χω χαμένα. Δηλαδή, αν υπήρξε όντως, τότε πού είναι τώρα; Γιατί δεν είναι εδώ; Γιατί μπορώ να δω μόνο τα αποτελέσματα της ύπαρξής της και όχι την ύπαρξή της την ίδια; Εννοώ, είναι λογικό, δεν είναι; Ώρες ώρες που σκέφτομαι πως είναι απλό απόκομμα της γαμημένης φαντασίας μου είναι αναμενόμενο, δεν είναι;
  Μείνε μακριά απ' ό,τι θέλει να πεθάνει. Έτσι έλεγε. Και μετά έφευγε. Και δεν ήξερες, σε 'σενα το λέει; Η σ'αυτήν; Ποιος θέλει να πεθάνει; Εσύ; Αυτή; Κανείς μας; Ποιον σώζει τώρα που φεύγει; Εσένα; Αυτήν; Κανένα; Δεν ήξερες. Κι άντε βγάλε κι άκρη. Ήξερες όμως πως έχει σκοτώσει. Ήξερες πως τα χέρια της έχουνε πιάσει αίμα. Το 'ξερες. Ήξερες, δηλαδή, πως κάποτε ήθελε να σκοτώσει. Και το 'κανε. Δεν της ξέφυγε ο θάνατος. Τον παρέδωσε. Με κανονική χειραψία. Αμέ.
  Ποιον σκότωσε, ειν' άλλη ιστορία. Γι' άλλη μέρα.
  Πολλά λέω. Φοβάμαι μην και τα δει κανείς που δεν πρέπει κι έχουμ' άλλα.
  Κάποτε με πήρε τηλέφωνο και με ρώτησε πού είναι. Όχι πού είμαι. Πού είναι αυτή. Με πήρε και μου είπε, πού είμαι; Πού είμαι; Απανωτές φορές. Πού είμαι, πού είμαι, πού είμαι; Πού είμαι; ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ; Κι εγώ αμέσως κατάλαβα,γιατί την ήξερα, που να με πάρει, μπορεί να μην την καταλάβαινα αλλά την ήξερα. Της είπα, λοιπόν, well honey, you're on the wrong side of the road. Obviously.
  Obviously. Αυτό το obviously τη σκότωσε. Είμαι σίγουρος.
  Μια άλλη φορά με πήρε και με ρώτησε πού στον πούτσο να πάει. Έτσι, το σήκωσα, και ρώτησε κατευθείαν, πού στον πούτσο να πάω; Κι έπειτα συνέχισε, χωρίς να μ' αφήσει ν' αρθρώσω λέξη, κι είπε, because everywhere I go, it rains on me. Να, τότε μου το 'πε. Everywhere I go, it rains on me.
  Ήρθε και σπίτι μου εκείνη τη μέρα. Χτύπησε την πόρτα. Σπασμωδικά. Κι εγώ κατάλαβα πως αυτό που με περίμενε πίσω απ' την πόρτα δεν ήθελα να το δω. Το κατάλαβε κι αυτή. Και γέλασε. Θλιμμένα. Είπε, η ζωή είναι σα να κυνηγάς μια πάπια που θέλει να πεθάνει. Γέλασε ακόμα περισσότερο. Την έβρισα. Δεν θυμάμαι τι είπα, αλλά την έβρισα. Της κόπηκε το γαμήδι το γέλιο. Άκουσα τα βήματά της ενώ απομακρυνόταν. Τ' άκουσα και όταν γύρισε πίσω ξανά. Χτύπησε πάλι την πόρτα. Της είπα να φύγει. Κι εκείνη απάντησε, do not go quietly unto your grave.
  Από τότε, δεν την ξανάκουσα. Ούτε την ξανάδα. Γι' αυτό σας λέω, έχω αμφιβολίες. Πολλές. Μια φορά βγήκα στο δρόμο κι άρχισα να ρωτάω από 'δω κι από 'κει αν την είδανε. Με κοιτάξανε περίεργα, με βρίσανε, με χαστουκίσανε, γελάσανε. Ουτ' ένας δεν μ' απάντησε. Οπότε εγώ το 'βγαλα το συμπέρασμά μου. Δεν είν' εδώ. Δεν είναι καν αλλού. Ορίστε. Το 'πα. Αμφίσημο, ε; Ε; Γιατί πού ξέρεις, μπορεί να 'ταν εδώ. Πού ξέρεις.
  Δεν ξέρεις. Αυτό είναι το πρόβλημα. 

  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου