Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

Στον Π ΙΙ (Μη Μου Μιλάς Για Τίποτα)

 Το πρωινό εκείνο ο Παυλής μ' είχε αφήσει να κοιμηθώ ως αργά· είχε καθυστερήσει, βλέπεις, ο ύπνος να 'ρθει να μας πάρει το προηγούμενο βράδυ, λόγω ενός πολύ άσχημου τηλεφωνήματος που μας είχε βρει γύρω στα μεσάνυχτα στο σπίτι μου, πάνω στην ώρα π' εκείνος έκαμε να βάλει το παλτό του. Κι ήταν τα νέα πολύ άσχημα και πολύ μας άγχωσαν, και τους δυο το ίδιο, κι έτσι περάσαμε μαζί το βράδυ το προηγούμενο. 
  Ξυπνώντας, περίμενα να τον βρω καθισμένο στο πάτωμα, να γρατζουνά την κόκκινη κιθάρα μου- μα, αντ' αυτού, τον βρήκα στο μπαλκόνι, γερμένο πάνω στα σιδερένια κάγκελα, δίπλα στη γλάστρα μου μ' αυτά τα μαραμένα κόκκινα λουλούδια που πάντα θα ξεχνάω τ' όνομά τους, να καπνίζει ένα τσιγάρο ατελείωτο και βαρύ. Τόσο βαρύ που φαινότανε στα δάκτυλά του, πως δεν τ' αντέχανε να το σηκώνουνε και λυγίζανε και ροζιάζανε σε δευτερόλεπτα. Κι ήταν πρωί, κατά τις εννέα -τόσο ειν' το αργά το πρωί για 'μενα, ένεκα, βλέπεις, του μίσους που τρέφω για τον ύπνο- κι ο Παυλής ποτέ δεν καπνίζει πριν πάει μεσημέρι. Γιατί είναι, λέει, πολύ όμορφος ο κόσμος τα πρωινά, και δεν του πάει καρδιά να τον λεκιάσει με τις στάχτες και τις γόπες του και να τον θολώσει με τον καπνό του. Δεν μου 'πε καλημέρα, ούτε και μ' έσφιξε απ' τη μέση να με κρατήσει πάνω του όπως έκανε κάθε μέρα που μ' έβλεπε καινούρια. Το σώμα του παρέμεινε γερμένο σ' αυτά τα μαύρα κάγκελα, κι ίσως λίγο το στόμα του να στράφηκε προς εμένα για να μου μιλήσει. Κοντοστάθηκα στην μπαλκονόπορτα, να κοιτάζω την καλλίγραμμη πλάτη του και τ' ατημέλητα καστανά μαλλιά του."Ζωή" ψιθύρισε, "χτύπησε το τηλέφωνο, πριν.." 
  Ούτε που το 'χα ακούσει. "Και τ' απάντησες;" αποκρίθηκα. 
  Κούνησε το κεφάλι του μ' άρνηση. "Όχι.. Δηλαδή, το σήκωσα, αλλά δεν τ' απάντησα, δεν μίλησα- μιλήσανε αυτοί, είπανε αυτό που είχανε να πούνε..και το 'κλεισα μετά.."
  Η καρδιά μου άρχισε τότε να χτυπά δυνατά· δυνατά τόσο που πίστεψα πως θα τ' άκουγε. "Τι..τι είπανε..;" 
  Είδα τα χείλη του π' αγκομαχούσανε να βγάλουνε τις λέξεις, παλεύανε μ' εκείνον και το μυαλό του π' ακόμη προσπαθούσε να τις συλλάβει, κι έτσι πήγα και στάθηκα δίπλα του, κι έγειρα κι εγώ το σώμα μου στα μαύρα τα κάγκελα και τον άφησα ν' ακουμπήσει το κεφάλι του στον ώμο μου. Δεν μου 'πε, κι ούτε έμαθα ποτέ μου πώς του το 'πανε σ' αυτό το τηλεφώνημα ακριβώς- μα δεν είχε δα και τόση σημασία. Κι ήτανε, που λες, απ' τις μέρες 'κεινες που έβρεχε μέσα του μα εγώ δεν ρώταγα γιατί -μιας κι ήξερα πως ο πόνος του είχε αιτία τυφλή, όπως μου 'χε κάποτε τραγουδήσει. Ήμουνα μαζί του μ' όλους τους δυνατούς τρόπους, κι έφτανε που μ' άγγιζε για να νιώθω τ' αόρατα μαχαίρια που τον πληγώνανε να πληγώνουνε κι εμένα, και μοιραζόμασταν, έτσι, τον πόνο· σήκωνα κι εγώ λίγο απ' το βάρος του και πορευόμασταν. Το τσιγάρο εκείνο μαζί το τελειώσαμε, μαζί το κατεβάσαμε ως κάτω και το εκπνεύσαμε και θολώσαμε τη μέρα εκείνη π' όλα τ' άλλα πέρα από όμορφη δεν ήταν. Αν και, από 'δω που την κοιτάζω τώρα, από μακριά, ίσως και να 'χε μια ομορφιά περίεργη. Κι όταν το σιγαρέτο στέρεψε και φτάσαμε πια στις τελευταίες του τζούρες, ο Παυλής μου ψιθύρισε να το "σκοτώσω", κι έτσι εγώ το ρούφηξα όλο μέσα κι έπειτα το πέταξα στον κόσμο έτσι αναμμένο, μπας και τυλιχτεί στις φλόγες τούτη η πόλη η σάπια. 
  Μα δεν τυλίχτηκε· κι έτσι μείναμε εγώ κι εκείνος στο μπαλκόνι αυτό για όλη την υπόλοιπη μέρα, κυριευμένοι από μια σιωπή π' ούρλιαζε την ανάγκη μας για λέξεις που δεν είχανε ακόμα δημιουργηθεί -και συνάμα την απέχθειά μας προς αυτές- ν' αγναντεύουμε με θλίψη τον κόσμο ετούτο που σήμερα ξημέρωσε και του 'λειπε πάλι κι από κάτι, κάτι π' όμως χθες το 'χε, και το 'χαμε κι εμείς δίπλα μας. Την άχρωμη ετούτη πόλη π' όλο μας έτρωγε, έτσι, σιγά σιγά, λίγο λίγο· το βράδυ ενώ κοιμόμασταν τσιμπούσε τα κομμάτια μας σαν ποντικός που μασουλάει στα κλεφτά απ' το τυρί μας. Τα δένδρα τα γυμνά, χωρίς δείγμα φυλλωσιάς, τα παιδιά τ' αγέλαστα.. Και συλλογιζόμασταν, κι εγώ, κι εκείνος, πως ήτανε σίγουρο πως ο κόσμος πια δεν τη σήκωνε την ψυχή εκείνη π' αποφάσισε μονάχη της να την κάνει γι' αλλού μονάχη το ξημέρωμα εκείνο που μόλις μας πέρασε. Του 'πεσε βαριά πολύ η τόση αναρχική φύση που μοιραζότανε σ' αναρχικό έρωτα κι αναρχική τέχνη, κι έβαφε τοίχους και στόλιζε δρόμους και μοίραζε ποίηση στους περαστικούς με τις γραβάντες. Και ποιοι είσαστε εσείς, ήθελα να πω εγώ τώρα σ' όλους αυτούς τους γραβατανάδες, ποιοι είσαστε εσείς που σκίσατε και ριμάξατε κι ούτε ένα βλέμμα δεν χαρίσατε στην ποίηση αυτή που γράφτηκε προσωπικά για εσάς, κύριοι Χι και Ψι και Κάπα και Άρες Μάρες Κουκουνάρες; Μα η οργή μου δεν χωρούσε στο εικοσιτετράωρο εκείνο, δεν είχε θέση.. Κι ούτε είχε κανένα άλλο συναίσθημα θέση σ' αυτή τη μέρα- ούτε καν η αγάπη που 'τρεφα -και δεν είναι διόλου κρυφή- για τον Παυλή δεν είχε θέση, ουτ' εκείνη· γιατί ήτανε μέρα γκρίζα, ή ούτε καν και γκρίζα, μάλλον πως άχρωμη, ομιχλώδης, ελλειπής. Γιατί ο κόσμος είχε χάσει μια παρουσία που του προσέφερε ουσία, και μαζί με την παρουσία εκείνη είχε φύγει και η ζωή απ' τα μάτια του Παύλου.. Μα ούτε θάρρος είχα να του πω, κοίταξέ με, Παυλή, κοίτα με, να δούνε κι αυτά λίγο Ζωή, μπας και.. 
  Ως που έφτασε πια το δειλινό κι άρχισε ο ήλιος να βασιλεύει. Τότε μόνο, άνοιξε ξανά το στόμα του ο Παυλής κι ήχησε η φωνή του στον κόσμο. "Μη μου μιλάς για κόλαση.. την έχω ζήσει όλη.." ήταν στην αρχή ένα μουρμουρητό μονάχα που έβγαινε απ' τα χείλη του, τραγουδιστό κι όμορφο, μα ύστερα, καθώς συνεχίζανε οι στίχοι, η φωνή όλο και μεγάλωνε και φούντωνε και δυνάμωνε και γλύκαινε. "Μη μου μιλάς για ουρανούς, για θείο περιβόλι.." 
  "Μη μου μιλάς για τα παιδιά" συνέχισα εγώ, προς απάντησή του· "που ψάχνουνε στους δρόμους.." 
  "..Σαν τους αλήτες, τους σοφούς, δεν ξέρουν από νόμους" το στίχο αυτό τον προφέραμε μαζί, και να βλέπατε, αχ να βλέπατε, πώς σηκώθηκε τ' ακροχείλι του, πώς στραβοχαμογέλασε στις λέξεις ετούτες. Τον άφησα λοιπόν να τραγουδά μονάχος, κι όσο προχωρούσε το τραγούδι και δυνάμωνε η φωνή του, ξάφνου φυτρώνανε από 'δω κι από 'κει τα λουλούδια, αναστηθήκανε τα κόκκινα εκείνα μαραμένα που 'χα εγώ στη γλάστρα μου, και η γκρίζα η πόλη έγινε ξάφνου πολύχρωμη, γέμισε ζέστη, ζέστη, ζωή- και μαζεύτηκε κάτω απ' το μπαλκόνι μας κόσμος πολύς, ν' ακούσει την αγγελική φωνή αυτή π' έβγαινε απ' τα σωθικά του Παυλή και γιόμιζε τα κενά όλα του κόσμου. Και χορεύανε στον ουρανό Αναμνήσεις παρέα με τα μαύρα χελιδόνια, και δακρύζανε τα σύννεφα του κόσμου κι έπεφτε στο έδαφος η πιο γλυκιά βροχή που 'χουνε τα μάτια σας αντικρίσει. Και παγώσανε όλες οι ηρωίνες, όλες οι κόκες κι όλα τα συναφή, και τη θέση τους την πήρε το τραγούδι του Παύλου π' αντηχούσε τώρα σ' όλοκληρη την πόλη κι όχι μονάχα στα στενάκια της γειτονιάς μας. Και τα παιδιά γελάσανε ξανά κι ήταν αυτά η Ελπίδα. Και κάθε βάσανο και κάθε πόνος και κάθε ταλαιπωριά βρήκε το δρόμο της έξω απ' τον κόσμο, και κάθε όργανο μουσικό βάλθηκε να παίζει συνοδεία του Π. Γεννήθηκε μια ολάκερη ουτοπία απ' τα χείλη του Παυλή. Τα τανκ προχωρήσανε τα ίσα πίσω, κι ούτε νεροπίστολα πλέον δεν έβρισκες στην παράγκα κανενός, κι ουδείς πια δεν έφερε τον τίτλο "φυλακισμένος" για δεν υπήρχανε πια φυλακές, κι ούτε βόμβες ούτε βομβαρδισμένοι, ούτε ξύλο μεταξύ των μπασκίνων και των αγωνιζόμενων· μονάχα λουλούδια ανταλάσσανε οι τελευταίοι. Και πώς, εξηγείστε μου πώς, πώς μπόρεσε μια φωνή τέτοια, θλιμμένη, βαμμένη μαύρη και πενθούσα, πώς μπόρεσε να φωτίσει έτσι τον κόσμο αυτή η φωνή, πώς το κάνανε τα μάτια του κι έλαμψαν ξάφνου στο τίποτα, πώς.. Κι ούτε ουσίες ούτε τίποτα· καθαρός ο Παυλής, νηφάλιος, μεθυσμένος μόνο απ' το μυαλό, πού 'ναι έτσι κι αλλιώς από μόνο του οπιούχο. 
  "Μες στα ερείπια του καιρού.. Ζωή πάω να χτίσω.." γύρισε να με κοιτάξει όταν έφτασε στον στίχο εκείνο, και μου χαμογέλασε έτσι στραβά κι αυθεντικά όπως χαμογελάει, έτσι που οι καστανές του μπίλιες -που κρύβουνε μέσα τους και λίγο πράσινο που μόνο 'γω το βλέπω, μου φαίνεται- ζεσταίνονται και λιώνουνε, και ρέουν απ' αυτές άπλετες στα ζυγωματικά του οι νότες. "Μες στα ερείπια του καιρού..Ζωή πάω να χτίσω.." το επαναλάμβανε και το επαναλάμβανε ο Παυλής κι έτσι το τραγούδι δεν είχε τελειωμό· σαν τα δάκρυά του που τρέχανε ποτάμι, επιτέλους, και κουβαλούσανε μαζί τους όλα του τα ουρλιαχτά που παλεύανε με χέρια και με δόντια να ξεφύγουνε απ' το σώμα του. Μα χαμογελούσε! Χαμογελούσε και δάκρυζε την ίδια τη στιγμή. Και τ' αγαπούσα, μωρέ, το χαμόγελο, και τ' αγαπούσα και το δάκρυ του. Στη μέση του κόσμου στεκόμασταν με τον Παυλή. Στη μέση του κόσμου. Κι εκεί λοιπόν, στη μέση, κι ενώ περνούσανε στο πλάι μας μηχανές που βγάζανε θορύβους περιέργως αρμονικούς με τη φωνή του, και γέλια ανθρώπινα που ταξιδεύανε ξυστά από μας, εκεί, στάθηκα εγώ στις μύτες των ποδιών μου και πλησίασα το πρόσωπό του. "Μες στα ερείπια του καιρού.. Ζωή.." συνέχιζ' εκείνος, κι εξακολουθούσανε τα δάκρυα να τρέχουνε. "..Πάω να.." Και με τα χείλη μου ακούμπησα απαλά τα ζυγωματικά του, και φίλησα τις θάλασσες που τρέχανε από μέσα του στάλα- στάλα. Ήτανε στιγμή π' ένιωσα να σπάνε μέσα μου φράγματα, να διαλύεται ο κόσμος και να ξαναγεννιέται ίσαμε χίλιες φορές.. Τα μάτια μου σφιχτά κλεισμένα, κι όταν ακουμπήσαμε τα 'κλεισε κι εκείνος. "Σ'αγ-" έκαμε να ψιθυρίσει, όταν φίλησα τα δάκρυά του. Μα εγώ κάλυψα τα χείλη του με τα δάκτυλά μου και του 'κανα νόημα να σωπάσει. "Ζωή πάω να χτίσω.." συμπλήρωσα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου