Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

βορράς/βουνό/παράθυρο

Οι ρίζες είναι για να βγάζουμε κλαδιά κι όχι για να επιστρέφουμε σ' αυτές. Πάντα μ' άρεσε αυτή η φράση της Γώγου, ωστόσο πάντα επέστρεφα στις ρίζες μου. Θυμήσου ποια είσαι και θα ξέρεις πάντα πού πηγαίνεις, ήταν κι αυτή μια σημαντική φράση που με συντρόφευε απ' την εφηβεία και την τηρούσα όποτε την θυμόμουν - παράδοξο. Όταν θυμόμουν ποια είμαι, θυμόμουν κι ότι δεν πρέπει να ξεχνάω. Σπουδαία ταυτολογία. Το βουνό μου μιλάει, όπως μου μιλάει η θάλασσα, λέμε τα μυστικά μας, κι ο πλάτανος θυμάται αμέτρητες ιστορίες. Σου είπα πως για μένα ο χρόνος είναι κάτι που κολυμπάς μέσα του. Το διασχίζεις με απλωτές και μακροβούτια. Κολυμπάω απροσανατόλιστα, ακατανόητα ίσως, δεν πρόκειται να πνιγώ· έχω αυτήν την αδικαιολόγητη αυτοπεποίθηση. Θέλω πολύ να βάλω τα κλάματα, θέλω να κλάψω για όλα, ακριβώς εδώ, σ' αυτήν την γωνία που μου είπες πως φαίνονται οι βάρκες όταν φτάνουν. Θέλω να κλάψω για όλες τις Χούσνα και τους Τζουμαχάν του κόσμου. Θυμάμαι τον ποταμό του χωριού μου. Μου μιλά κι αυτός. Μου θυμίζει. Του λέω: δεν ξέρω πότε θα τα ξαναπούμε. Και στα λόγια μου στάζει η μοναξιά σαν μέλι. Η σιωπή των δρόμων τραγουδά καλύτερα απ' τις Σειρήνες, ταξιδεύει πάνω στους πόρους του δέρματός μου, κάνει τις τρίχες στη ράχη μου ν' αναθαρρέψουν. Χορεύω νωχελικά στην φρενίτιδα των αναμνήσεων. Η θάλασσα με ζητά. Της θυμίζω: θα λέω ψέματα πως δεν θα ξαναφύγω. Η άλλη άκρη είναι φοβερά κοντά, κι όμως κάποια Χούσνα και κάποιος Τζουμαχάν δεν κατάφεραν να διασχίσουν το στενό πέρασμα. Τα σκυλιά αλυχτάνε, το ουρλιαχτό τους χαράσσει τη νύχτα στα δύο. Είχα πει: την επόμενη φορά που θα ερωτευτώ, θα το γιορτάσω. Το χαρτί που έδωσα στην Χούσνα έλεγε γκουντ λακ, δεν ήξερε όμως τι σημαίνει, ίσως στα είκοσί της να το 'χει ακόμη, να το κοιτάξει και να θυμηθεί και τότε να καταλάβει. Οι αναμνήσεις μου από σένα μυρίζουν καφέ και χόρτο. Σκέφτομαι: σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιών χαράκι. Και παρακαλώ τον ήλιο ν' ανατείλει. Μόνο κάτι ψωροδάκρυα στάξανε, κοροϊδέψανε τα ίδια τον εαυτό τους. Θυμάμαι: γλυκά είναι τα δάκρυα που στάζουνε με πόνο, μα να τα χύνεις μια φορά, δυο το πολύ τον χρόνο. Διασχίζουμε την επαρχιακή οδό σαν τρελαμένοι. Το λάστιχα αιωρούνται πάνω απ' την άσφαλτο, αγαπιούνται τρελά, είναι τρελά και παλαβά ο ένας για τον άλλο. Ο αέρας βουίζει απ' τα παράθυρα, χορεύει με την μουσική που ουρλιάζει απ' τα ηχεία, και οι αγελάδες ακούνε Τρύπες πρώτη φορά στην σύντομη ζωή τους. Έχουν αυτήν την τρομερή τύχη. Ειν' επικίνδυνοι όλοι αυτοί, οι μεθυσμένοι απ' τον θεό, οι εθισμένοι στην ζωή. Συμφωνούμε πως αυτή τη μουσική μπορείς να την ακούς μόνο με γυαλιά ηλίου. Τα φοράμε και για λίγο είμαστε κάποιοι άλλοι. Σκέφτομαι να σου πω πως οι βόλτες με το αμάξι είναι το αγαπημένο μου πράγμα. Το αφήνω γι' αργότερα. Το αμάξι στροβιλίζεται, η ταχύτητα οξύνει τις αισθήσεις, αναρωτιέμαι αν αυτά τα μονόφυλλα σε καταστέλλουν ή βρίσκεσαι σε μια αδιάλειπτη αισθαντικότητα. Συναντάμε έναν τύπο, κρατάει ένα χορτοκοπτικό μηχάνημα κι εσύ λες ότι μοιάζει σαν να ψάχνει μ' αυτό χρυσάφι. Για τους χωριάτες μπορείς να φανταστείς ό,τι θες, κατά πάσα πιθανότητα θα ισχύει. Ότι έχουν θαμμένες λύρες στο χωράφι τους ή ότι γαμάνε τις κατσίκες τους. Πως μια γυναίκα σκότωσε τον άντρα της ρίχνοντας τον στο πηγάδι κι έπειτα είπε πως ήταν ατύχημα. Ή πως κάποια γριά ξέρει ξόρκια, αληθινά, τα μουρμουρίζει τη νύχτα με τα μαλλιά της λυτά φορώντας μια λευκή νυχτικιά, μπορεί να τα λέει για τον γέρο που γαμάει την κατσίκα του, μπορεί και για σένα. Πώς πήγαινε αυτό το τραγουδάκι που έλεγε για μια παχιά αγελάδα που λιαζότανε στον κάμπο; Αυτή η αγελάδα ήξερε πως είναι επικίνδυνοι οι μεθυσμένοι απ' τον θεό, οι εθισμένοι στην ζωή; Το ήξερε; Κι εγώ ακούω Τρύπες όταν τρέχω στους επαρχιακούς αυτοκινητόδρομους. Αργά τη νύχτα όμως, που είναι έρημοι· τη μέρα δεν τρέχω. Θυμάμαι εκείνη τη συμμαθήτριά μου και δεν τρέχω. Άμα ξέρεις κάποιον που έχει χύσει αίμα στην άσφαλτο, προσέχεις μια στάλα παραπάνω. Η σιωπή τραγουδάει καλύτερα απ' όλες τις Μούσες. Μέχρι και τα διηγήματα που διάβασα ήταν σαν να συνέβησαν. Μυρίζουν κι αυτά καφέ και χόρτο, όπως εσύ. Την επόμενη φορά που θα ερωτευτώ, θα το γιορτάσω. Προς το παρόν, πάω να βρω ένα μέρος να με καίει καλά-καλά ο ήλιος. Για να λιώσουνε οι πάγοι απ' τα φτέρα μου, και τα κρού- και τα κρούσταλλα από τα κράνυχά μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου