Τρίτη 12 Απριλίου 2016

να χεν' η θάλασσα βουνά

 [κι άγρια μονοπάθια, 
 να πάρω ένα και να 'ρθω
 μάθια γλυκά μου μάθια]*


  Κάθε καλοκαίρι μου χάριζε κι από ένα. Τα λέγανε αυτιά της θάλασσας και μου 'χε πει πως μ' αυτά η Πλανεύτρα άκουγε και μετέφερε τα λόγια των θαλασσινών. Έτσι, μου 'πε, αν μιλήσω για κείνον στη θάλασσα, εκείνη θ' ακούσει και θα μεταφέρει τα λόγια μου πάνω απ' τα κύματα. Κρατούσε ένα τέτοιο κοχύλι για τον εαυτό του, κι έτσι θα ίσχυε, λέει, το ίδιο και για μένα. Εγώ δεν φοβόμουν. Ούτε μ' άγγιζε καμία μοναξιά. Περπατούσα στην ακτή κάθε σούρουπο, το βλέμμα καρφωμένο στην πορεία που 'χα δει τελευταία φορά το πλοίο του να φεύγει. Τις μέρες με φουρτούνα, σφιγγότανε η καρδιά μου· περίμενα ν' αγαλλιάσει η θάλασσα, και πήγαινα τότε στην προβλήτα κι έστεκα ώρες ατέλειωτες, περιμένοντας λέει να φανεί ένα σημάδι, κάτι, να μου πει πως ειν' εντάξει. Φαντασμένη και 'γω, τι να λες.. Ύστερα, χάιδευα το κοχύλι που μου 'χε χαρίσει, ελπίζοντας παράφορα σε μαγείες που -ήξερα καταβάθος- δεν υπήρχανε. Αυτά όλα από ανάγκη. 
  Τα ταξίδια του ήτανε, πάνω-κάτω, εξάμηνα. Κι όταν γυρνούσε, ευχόμουνα βαθιά μέσα μου να μην ξαναφύγει. Μα πάντα έφευγε· και πάντοτε γυρνούσε. Και πού δεν είχε περάσει.. Μου 'φερνε πάντοτε πεσκέσια από ξένους τόπους. Γυρνούσε σ' εμένα με χέρια λερωμένα, από μέρη και σώματα που χάιδεψε χωρίς εμένα. Πάντοτε όμως μ' έπειθε πως ολ' αυτά τ' άγγιξε χωρίς να εγκαταλείψει την θύμησή μου. Εγώ δεν νοιαζόμουν. Το κοχύλι κρεμότανε στο στέρνο του έτσι κι αλλιώς· και τα μάτια χαρίζονταν στα δικά μου, κι ήμουνα σίγουρη πως δεν είχαν δοθεί σ' άλλη γυναίκα το ίδιο. Άλλωστε, έλεγα, κι εγώ θα διψούσα να γευτώ τον αέρα μιας ξένης σάρκας. Μιας Παριζιάνας, ή μιας Αμερικάνας ταγμένης στη ζάπλουτη μπουρζουαζία.. Κι ύστερα, ποτέ στ' αλήθεια δεν φοβήθηκα πως θα ερωτευόταν μιαν άλλη γυναίκα· έτρεμ' όμως η καρδιά μου όταν έβλεπα το βλέμμα του να χάνεται στην θάλασσα. Τέτοιον έρωτα, έλεγα, σ' εμένα δεν θα τον δώσει. Τέτοιαν αγάπη. Αυτόν τον πόλεμο είχα στην πλάτη μου. Κι όλο ρωτούσα γιατί γυρνά, αφού την αγαπά περισσότερο από 'μένα, κι όλο δεν απαντούσε. Αναγνώριζα όμως πως γυρνούσε σ' εμένα. Τα ταξίδια του δεν μ' αφορούσαν· όπως κι εκείνος δεν είχε δουλειά στην στεριανή ζωή μου, όσο έλειπε. Πάντα θεωρούσα, βλέπεις, αυτά τα δύο ως χωριστές υπάρξεις· σαν παράλληλα σύμπαντα που συμπορευόντουσαν στον ίδιο κόσμο. Ποτέ δεν κατάφερα να ενώσω αυτόν τον άνθρωπο, αυτό το αμφίβιο της στεριάς και της θάλασσας, σ' ένα άτομο· παρά αντιμετώπιζα το θαλασσινό και το στεριανό του πρόσωπο ως όντα χωριστά. Διαφορετικά νομίσματα, κι όχι απλές όψεις. Έτσι, λοιπόν, εγώ είχα ταχθεί στον Στεριανό· εκείνον που μ' αγαπούσε εξίσου· μα ο πραγματικός μου έρωτας θαβόταν πλάι στον θαλασσινό. 
  Κάποτε, του μίλησα. Του ζήτησα να με πάρει μαζί του. Για ένα μόνο ταξίδι. Παράτολμη, βλέπεις, κι αλαζόνας. Μου είπε δεν θ' αντέξεις. Διαφώνησα. Του είπα πως η θάλασσα ήταν πάντα ο κρυφός μου πόθος. Γέλασε, ειρωνευόμενος την τόλμη μου. Εκνευρίστηκα τότε πολύ. Το κατάλαβε· δεν σώπασε. Σε γελάσανε, μου λέει. Και ποιός δεν μέθυσε με την ομορφιά αυτού του τέρατος, καθώς το χάζευε απ' την ασφάλεια της στεριάς. Και ποιος δεν μέθυσε, μου λέει, μα ποιος τόλμησε πράγματι να την ανταμώσει; Έκαμα να φύγω. Έβλεπα μπροστά μου έναν σκάρτο άνθρωπο που μου επιδείκνυε την περίσσεια ανδρεία του, έναντι της πλαστής μου δειλίας. Με τράβηξε πίσω. Δυο βδομάδες αργότερα, φόρτωσα τον σάκο στην πλάτη μου και πήγα στο λιμάνι. Θα σαλπάραμε. Λίγο πριν τραβήξουμε άγκυρα, πήδηξα όξω. Είχε δικαιωθεί, μα στο πρόσωπό του δεν υπήρχε ίχνος χαμόγελου. Παρά μόνο τράβηξε το καπέλο απ' το κεφάλι και τ' ακούμπησε στο στέρνο· με κοίταζε κατάματα απ' το πλοίο, με μια θλίψη ευδιάκριτη, καθώς όλο τραβιότανε μακριά, προς το πέλαγο.
  Γονάτισα κι έκλαψα. 

  Ήτανε μεσημέρι Πρωτομαγιάς όταν σκόνταψα στο χωράφι κι έπεσα. Είχα στο χέρι ένα μάτσο λουλούδια κι όλα σκορπίστηκαν γύρω. Σηκώθηκα. Το χέρι μου πήγε κατευθείαν στο κοχύλι. Είχε γίνει χίλια κομμάτια. Απ' τον λαιμό μου κρεμόταν μονάχα ένα μαύρο λουράκι. Γύρισα σπίτι τρέχοντας. Ήξερα, σου λέω. Που να με πάρει, ήξερα. Έκρυψα το λουράκι κάτω απ' το μαξιλάρι. Είπα στη μάνα μου να προσευχηθεί· εγώ τέτοια πράματα δεν γνώριζα. Τράβηξα για το λιμάνι και περίμενα. 
  
  Τα μαντάτα φτάσανε αργά. Το πλοίο δεν φάνηκε. 


      Πάνε τώρα χρόνια. Με παντρέψανε μ' έναν συγχωριανό μας. Για την προίκα και την περιουσία. Φορές-φορές με φιλάει και νιώθω όμορφα. Ζούμε σ' ένα σπίτι στο βουνό. Το κύμα πια δεν τ' ακούω· παρά μόνο φορές-φορές χαζεύω το γαλάζιο της. Μα τα βράδια τριγυρίζει πάντα στο κεφάλι μου κείνη η φράση που μου 'χε αφήσει κάποια φορά ο ναυτικός σ' ένα σημείωμα, πλάι στο κοχύλι:

Θε μου, ποια ρίζα να κόψω ξέχασα 
κι όλο πίσω με τραβά. 




*https://www.youtube.com/watch?v=UexiYTMFVxg

3 σχόλια:

  1. ναι. μπράβο. τώρα έγινες σαν αυτούς τους συγγραφείς που σε βάζουν τόσο μέσα σε μια ιστορία και στο τέλος είναι θλιμμένη και να πας να πεθάνεις, πάω να πάρω μια σοκολάτα και το αρκουδάκι μου.
    <3

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Παιδί μου μπράβο, απίστευτο!
    Δηλαδή, απίστευτο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή