Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014

  ..Και μου είπε, μια μέρα, πάμε εκεί που οι άλλοι δεν έχουν φτάσει ακόμη. Του λέω, πάμε, μα οι άλλοι δεν έφτασαν γιατί δεν κατάφεραν να επιβιώσουν. Μου λέει, αυτοί δεν ένιωθαν όπως εμείς. Δεν θέλανε ό,τι κι εμείς. Μα, δεν έχουμε λεφτά, του λέω. Μου λέει, όχι, δεν έχουμε, αλλά νιώθουμε. Δεν φτάνει. Φτάνει. Εντάξει, φύγαμε. 
    Και φύγαμε.
    Την πρώτη μέρα ήμασταν εντάξει. Τη δεύτερη μέρα, μου λέει, δεν μπορώ, κουράστηκα να περπατάω. Του λέω, δεν πειράζει, θα με καβαλήσεις και θα γίνω τα πόδια σου. Και με καβάλησε κι έγινα τα πόδια του. Την τρίτη μέρα, μου λέει, κρυώνω. Του λέω, δεν πειράζει, θα σ' αγκαλιάσω και θα γίνω το πανωφόρι σου. Και τον αγκάλιασα κι έγινα το πανωφόρι του. Την τέταρτη μέρα, ενώ ήμασταν ξαπλωμένοι, μου λέει, δεν μπορώ, πονάω, χρειάζομαι να ξαπλώσω κάπου μαλακά. Του λέω, δεν πειράζει, θ' ακουμπήσεις το κεφάλι σου στο στέρνο μου και θα γίνω το μαξιλάρι σου. Κι ακούμπησε το κεφάλι του στο στέρνο μου κι έγινα το μαξιλάρι του. Την πέμπτη μέρα, μου λέει, δεν γίνεται, κρυώνω κι άλλο. Του λέω, δεν πειράζει, θα σκιστώ στα δύο και θα μπεις μέσα μου και θα 'ναι σαν να με φοράς· θα γίνω το πουλόβερ σου. Και σκίστηκα στα δύο και με φόρεσε κι έγινα το πουλόβερ του. Ζήσαμε έτσι μέρες πολλές, ως που ήρθε βαρυχειμωνιά κι οι καρποί των δέντρων χάθηκαν· η τροφή έγινε δυσεύρετη. Δυο μέρες νηστικοί, μου λέει, δεν μπορώ, πεινάω. Χρειάζομαι να φάω. Και του λέω, δεν πειράζει, φάε εμένα. Μου λέει όχι, δεν γίνεται, δεν θέλω να σε πονέσω· μα ενώ το 'λεγε με κοιτούσε ήδη με λαιμαργία, σαν ν' αντίκριζε στο σώμα μου τίποτε παραπάνω από φαγώσιμο κρέας, προσπαθώντας να ξεδιαλέξει το καλύτερο κομμάτι μου. Κι έτσι έκοψα με το τσεκούρι που κόβαμε τα ξύλα ένα κομμάτι μου και το καταβρόχθισε. Το τσεκούρι γέμισε αίματα, δεν μπορούσε να το κοιτάζει. Το θάψαμε στο χώμα. Το βράδυ εκείνης της ημέρας το δάσος σκεπάστηκε απ' το χιόνι· κρυφτήκαμε στην κουφάλα ενός δέντρου. Το επόμενο πρωινό, μου λέει, δεν αντέχω, κρυώνω πολύ. Πρέπει οπωσδήποτε να ζεσταθώ. Τα χέρια του τρέμανε και τα χείλη του είχανε μπλαβίσει. Του λέω, δεν μπορούμε πια να κόψουμε ξύλα.. Μα εντάξει, δεν πειράζει. Θα καώ εγώ, να, θα γίνω φωτιά σου, να σε ζεστάνω. Μου λέει, όχι, όχι, δεν γίνεται, δεν θέλω να υποφέρεις για να βολευτώ· μα ενώ το 'λεγε ήξερα πως δεν σκεφτόταν "δεν θέλω να υποφέρεις" αλλά, "τι θα κάνω χωρίς εσένα;".. Του λέω, το πρωί που θα ξυπνήσεις, να φυλάξεις τ' αποκαΐδια μου στο πουγκί σου, να με θυμάσαι. Και περπάτα πίσω, προς το νότο· θα φτάσεις σε δυο μέρες το πολύ. 
   Κι έτσι μου 'βαλα φωτιά και κάηκα κι έγινα η ζέστη του. Κι αυτός γύρισε κι εγώ χάθηκα στο πουθενά για χάρη του. Τις στάχτες μου δεν τις έβαλε στο πουγκί του. Δεν πρόλαβε. Τις φύσηξε το πρωινό αεράκι. 


  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου