Πρώτη Ιουνίου σήμερα, λέω θα βγω, θα πάω μια βόλτα. Ντύνομαι, ξεντύνομαι, ξαναντύνομαι, ξαναξεντύνομαι, νευριάζω και φοράω δύο κουρέλια επίτηδες, παίρνω ακουστικά και κινητό και βγαίνω έξω με τον ήλιο ντάλα · είναι αρχές καλοκαιριού και στις 7 το απόγευμα ο ήλιος είναι ακόμα 'ντάλα'. Ωραία λοιπόν, λέω, γιατί μ'αρέσει ο ήλιος. Δηλαδή, καλός είναι. Δηλαδή, κάποιες φορές είναι καλός και κάποιες δεν είναι. Ναι. Όλα το έχουν αυτό, δεν είναι κάτι συγκεκριμένο. Πότε είναι καλά και κάποια δεν είναι. Βέβαια υπάρχει και η εξαίρεση, πάντα υπάρχει η εξαίρεση..
Ναι, τέλος πάντων, περπατούσα λοιπόν στο δρόμο με τον ήλιο ντάλα και στα ακουστικά μου άκουγα κάτι πολύ καλοκαιρινό. Κάτι σε Janis Joplin νομίζω (τι φωνή και αυτή!), ναι, πρέπει να ήταν κάτι σε Janis Joplin. Και το είχα πάρει πάνω μου εγώ, πως είναι καλοκαίρι, πως είναι η πιο όμορφη εποχή, πως ήρθε η ώρα μου και εμένα, πως ήρθε η ώρα να φεύγουμε, να την κάνουμε, να αποδημήσουμε, φτου ξελευτερία για όλους ένα πράγμα, κάτι τέτοιο, φαντασιονόμουν πως περπατάω σε καθαρά λιμάνια μικρών νησιών κι έπειτα έρημες θάλασσες κι έπειτα δάση γεμάτα ζωή και όμορφη σκιά και έτσι όπως είχα χαθεί μέσα στη φαντασία μου κλείνω τα μάτια και παίρνω μια βαθιά ανάσα και -δεν ξέρω γιατί, από βλακεία- περιμένω να νιώσω τον καθαρό αέρα, την αλμύρα ή τα δέντρα, κάτι · και εκείνη τη στιγμή, περνάει από δίπλα μου μια γαμημένη νταλίκα, αλλά εκείνη ακριβώς τη στιγμή ρε πούστη μου, και μπουκάρει όλο το καυσαέριο μέσα στα ρουθούνια μου. Δηλαδή, τι στον πούτσο δηλαδή, τι να πεις πια με αυτήν την κωλόπολη, μία φορά να μην μας κόψει τα φτερά αυτό το γκρίζο κωλοδωμάτιο, μία, ΜΙΑ. Μπαίνει που λες το καυσαέριο στα ρουθούνια μου, όλο, όλη η βρώμα μέσα, όλα τα χημικά μέσα, και αρχίζω έναν βήχα, γκουχ γκουχ, γκουχ γκουχ, έναν τεράστιο βήχα. Απέραντο. Θα φτύσω αίμα, λέω, θα φτύσω αίμα, γκουχ γκουχ, βοήθεια ρε, θα φτύσω αίμα. Και γκουχ γκουχ γκουχ, γκουχ γκουχ γκουχ, αρχίζω να παραπατάω γιατί ζαλίζομαι, δεν μπορώ ν' αναπνεύσω σαν τον άνθρωπο, γκουχ γκουχ γκουχ, βοηθήστε με ρε, πνίγομαι από τα καυσαέρια, βοηθ- γκουχ, γκουχ γκουχ.. παραπατάω, και πέφτω στο δρόμο, και περνά πάλι μια νταλίκα, δεν είμαι σίγουρη αν ήταν η ίδια · είδα τα φώτα, είδα την πινακίδα, ένιωσα πόνο του ενός δευτερολέπτου κι έπειτα βυθίστηκα στην ανυπαρξία.
Από τα κωλοκαυσαέρια.
Ποιος φταίει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου