Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

Σε ενοχοποιούν, όχι τόσο οι πράξεις σου.. σε ενοχοποιούν οι σκέψεις..

  Εκείνη: Όταν τον γνώρισα, τρελάθηκα. Το εννοώ. Έχασα το μυαλό μου. Με μπέρδευε, με μπέρδευε πάρα πολύ ο ίδιος. Πίστευα στον εαυτό μου πριν ενωθούμε, ήμουν σταθερός χαρακτήρας, στεκόμουνα όρθια· όταν χωριστήκαμε είχα μετατραπεί σε ένα χάος. Τρία κουβάρια μπλεγμένα μαζί. Η παρουσία του στην ζωή μου πέρασε από μέσα μου σαν ανεμοστρόβιλος. Τυφώνας. Τα πήρε όλα και τα έκανε άνω κάτω. Η σχέση μας- και εδώ χρησιμοποιώ την λέξη με την κανονική της έννοια, δηλαδή, ο τρόπος που συσχετιζόμασταν μεταξύ μας και όχι κάποια δέσμευση- ήταν ένα καλούπι, ένα πηγάδι στο οποίο πέσαμε και οι δύο, μαζί, χέρι χέρι πέσαμε σε αυτό το πηγάδι.. Έπειτα ζήσαμε για λίγο μέσα στο πηγάδι, απομονωμένοι,  ευτυχισμένοι· δεν είμαι σίγουρη αν αυτό θα 'πρεπε να το μετανιώνω ή όχι. Από πλευράς λογικής, ήταν το πιο ηλίθιο πράγμα που έκανα ποτέ στην ζωή μου. Κανείς δεν μπορεί να ζήσει για πάντα σ' ένα πηγάδι, έπρεπε να το χα σκεφτεί, να είχα προνοήσει, να ήμουν πιο προσεκτική- δεν ήμουν. Δεν σκεφτόμουν όταν μέτρησα αντίστροφα κι έπειτα πήδηξα μαζί του μέσα στη μαύρη τρύπα. Δεν σκεφτόμουν ούτε όταν έπεφτα. Και δεν θα άρχισα ποτέ να σκεφτόμουν αν δεν το 'κανε πρώτα ο ίδιος.. Κάποια στιγμή η απομονωμένη ζωή στο πηγάδι άρχισε να δείχνει τα ψεγάδια της, τις ελλείψεις της. Ίσως αν ήταν άλλος να μην είχε συμβεί έτσι. Φταίει κι εκείνος. Φταίω κι εγώ. Βέβαια, ίσως και αν ήταν άλλος να μην είχαμε πέσει καν μέσα στο πηγάδι. Και ξαναλέω, δεν ξέρω αν αυτό θα 'πρεπε να το μετανιώνω ή όχι. Μου 'βαζε τη μπουκιά στο στόμα, και τη στιγμή που πήγαινα να κλείσω τα χείλη και να καταπιώ, τσουπ την έβγαζε απ' έξω και την πετούσε στο πάτωμα. Η τρυφερότητά του δεν κρατούσε ποτέ για πολύ. Πολλές φορές ήμουν ανεπιθύμητη. Είχα την όρεξη να φύγω, να τον αφήσω να ηρεμίσει, αλλά πόσο μακριά μπορούσα να πάω; Ήμουν φυλακισμένη σε εκείνο το πηγάδι στο οποίο και οι δύο βουτήξαμε, χέρι-χέρι, όπως είπα. Νομίζω ότι αυτό τον τρέλαινε περισσότερο από όλα. Το ότι δεν μπορούσε να φύγει, το ότι ήμασταν προσκολλημένοι ο ένας στον άλλο. Μια μέρα πήγα σπίτι του. Αδειάσαμε μαζί ένα μπουκάλι βότκα κι έπειτα κάναμε έρωτα. Έρωτα. Απέναντι από το κρεβάτι του υπάρχει ένας καθρέπτης. Όταν τελειώσαμε κι ηρεμήσαμε κι οι δυο, εκείνος σηκώθηκε και πλησίασε στον καθρέπτη. Ήμουν πίσω του και τον κοίταζα. Δεν άντεξα. Σηκώθηκα και στάθηκα πλάι του. Πάγωσε. Μου ψιθύρισε κάτι, δεν άκουσα, έπειτα άρχισε να βρίζει. Μ' έδιωξε. Δεν έφυγα απ' το σπίτι· δηλαδή, βγήκα έξω απ' το διαμέρισμα αλλά όχι από την πολυκατοικία. Έκατσα κάτω απ' το παράθυρο του μπάνιου και κρυφάκουγα. Ανησυχούσα. Γιατί διάολο τον πείραξε τόσο πολύ που στάθηκα δίπλα του στον καθρέπτη; Τι άλλαξε; Τι δεν του άρεσε; Αργότερα εκείνη τη νύχτα κατάλαβα πως εγώ δεν έφταιγα, δεν έκανα τίποτα λάθος. Όλα διαδραματίζονταν μέσα στο δικό του κεφάλι, στη δική του πραγματικότητα. Απ' την οποία με έδιωξε κακήν κακώς πριν προλάβω να πληγωθώ απ' αυτήν. Ή, απ' αυτόν. 
 Άκουσα πολλούς καθρέπτες να σπάνε όσο καθόμουν κάτω απ' το παράθυρο του μπάνιου και κρυφάκουγα. Είμαι σίγουρη πως ήταν καθρέπτες. Είμαι σίγουρη γιατί τον άκουγα να φωνάζει.. 'Φύγε!'..
 Την τελευταία μέρα που τον συνάντησα, ήταν που ήρθε σπίτι μου και παίξαμε ξύλο. Ξύλο, κανονικό ξύλο. Θυμάμαι πως είδα αίμα, αλλά δεν θυμάμαι αν ήταν δικό μου ή δικό του. Ή και των δύο. Δεν πρόλαβα να μάθω πόσο τον είχα χτυπήσει. Μπούκαραν στο σπίτι μου μπάτσοι, κάποιος γείτονας θα μας είχε ακούσει και θα τους κάλεσε. Τι θέλουν και μπλέκονται. Από τότε δεν τον ξανάδα. 

 Εκείνος: Όταν την γνώρισα, αρχικά, βρήκα την ηρεμία μου. Μπήκα σ' έναν εντελώς άλλο κόσμο και άφησα πίσω τον δικό μου. Για λίγο. Έτσι νόμιζα, έστω. Γιατί προφανώς δεν τον είχα αφήσει πίσω, απλώς τον είχα κρύψει, καλά, κάπου μέσα στο σπίτι. Να μην τον βρω και ξανακυλήσω στα άσχημα καλούπια. Δεν κατάφερα ποτέ να τον ξεφορτωθώ εντελώς. Γι' αυτό ξανακύλησα. Πέσαμε μαζί μέσα σε ένα πηγάδι όταν την γνώρισα, έπειτα για λίγο επιπλέαμε στην αρμονία-αν και στην πραγματικότητα ήμασταν στον πάτο- και κάπως, κάποια στιγμή, μας έπιασε μανία να βγούμε απ' την τρύπα. Στην αρχή προσπαθούσαμε μαζί, δεν έβγαινε όμως, δεν δούλευε αυτή η τεχνική. Κι έτσι αρχίσαμε να πατάμε ο ένας πάνω στον άλλο προσπαθώντας να βγούμε. Εγώ της τσαλαπατούσα το κεφάλι προσπαθώντας να φτάσω στο φως κι εκείνη μου 'κοβε κάθε φορέ τα πόδια. Και, αν και απ' αυτό βγήκαμε και οι δυο χτυπημένοι, άσχημα, κατακρεουργημένοι, εκφυλισμένοι, δεν το μετανιώνω. Δεν το μετανιώνω για αυτήν την αρμονία που μου πρόσφερε, για την ηρεμία που βρήκα όταν με έβαλε στον κόσμο της. Είναι ο πιο ανάλαφρος άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Ο ένας και μοναδικός άνθρωπος που ξέρω που νίκησε το μυαλό. Που το μυαλό δεν τον έβαλε από κάτω, να τη χτυπάει, αλύπητα κι αδιάκοπα, μέχρι να πεθάνει. Ήθελα να μου μάθει το μυστικό της, το μαγικό της· δεν πρόλαβε. Δεν προλάβαμε. Φταίω. Μονάχα εγώ φταίω. Εκείνη δεν θα μπορούσε να το 'χε χειριστεί καλύτερα. Φταίω. Φταίω και για τις μελανιές που άφησα στο χαρακτήρα της. Την άλλαξα. Την γέρασα. Η ύπαρξή μου στην ζωή της ήταν λάθος. Ήμουν ένας πόθος που πονούσε, μια μαζοχιστική συνήθεια. Κάτι που δεν θα 'πρεπε να έχει. Η διαφορά όμως ήταν πως εκείνη είχε ερωτευτεί τη φωτιά, όχι το κάψιμο. Είχε ερωτευτεί τη φωτιά την ίδια. Με πάθος, αφόρητο πάθος. Το παρατράβηξε. Ήρθε πολύ κοντά και την έκαψα..
  Εκείνη τη μέρα που κάναμε έρωτα κι έπειτα στάθηκε δίπλα μου κοντά στον καθρέπτη, αν έμενε έστω και για λίγο μαζί μου στον κάτοπτρο θα τη σκότωνα. Ήθελα να τη σκοτώσω. Με τα ίδια μου τα χέρια. Να την πνίξω. Να τη δω να πασχίζει ν' αναπνεύσει ενώ τα δυο μου χέρια θα αγκαλιάζουν το λαιμό της. Να δω τη λάμψη στα μάτια της να χάνεται. Θα τη σκότωνα, σας το ορκίζομαι. Δεν έπρεπε να μ' αφήσει να κοιταχτώ στον καθρέπτη. Αυτό ήταν το λάθος της, αυτό ήταν που δεν κατάλαβε ποτέ σ' εμένα, αυτό που περίμενα να καταλάβει και το αντιλήφθηκε μόνο όταν ήταν πολύ αργά. Δεν έπρεπε να μ'αφήσει να κοιταχτώ στον καθρέπτη. Όταν έφυγε, προσπάθησα να σκοτώσω κάθε επιθυμία που είχα μέσα μου να τη δολοφονήσω. Δεν γινόταν. ΔΕΝ ΓΙΝΟΤΑΝ. Ήταν άρρωστο, το ξέρω, ακούγεται άρρωστο, το απλοποιώ όσο μπορώ.. όσο γίνεται.. Αποφάσισα πως θα έπρεπε να δοκιμάσω. Να τη χτυπήσω. Έκανα ένα πάρα πολύ μεγάλο λάθος: εμπιστεύθηκα τον εαυτό μου και τα συναισθήματά μου. Πίστεψα πως, αν τη χτυπούσα, κάποια στιγμή θα ένιωθα τον πόνο της να γίνεται δικός μου. Θα ένιωθα την αγάπη μέσα μου, την προστασία που ήθελα να της παρέχω κάποτε. Γιατί αυτή ήταν το φως, έπρεπε να την προσέξω.. Λάθος μου, μέγα λάθος. Πήγα σπίτι της και τη χτύπησα μόλις μου άνοιξε. Κυλιστήκαμε στο πάτωμα και παίζαμε ξύλο. Τη χτύπησα άσχημα. Κι εκείνη μου άνοιξε μια- δυο πληγές. Όσο πιο πολύ τη χτυπούσα, τόσο πιο πολύ η βία φούντωνε. Φούντωνε. Μεγάλωνε. Άρρωστη αγάπη, άρρωστη. Στο πρόσωπό της έβλεπα ό,τι μισούσα. Αν και το πρόσωπό της ήταν ό,τι αγαπούσα περισσότερο. Ευτυχώς μπούκαραν οι μπάτσοι και μας σταμάτησαν. Μας χώρισαν και μας πήγαν στο κρατιτήριο.. σε διαφορετικά τον καθένα.. 
  Από τότε, την ξανάδα άλλη μια φορά μόνο, τυχαία, στο δρόμο· φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα που της πήγαινε πολύ. Δεν με είδε. Δεν της μίλησα. Γύρισα σπίτι κι έσπασα άλλον έναν καθρέπτη. Εκείνον που την αγαπούσε. 



"Σε ενοχοποιούν

όχι τόσο οι πράξεις σου


σε ενοχοποιούν οι σκέψεις


οι σχέσεις σου


κάτι χαμόγελα που έσβησες


κάτι μαλακισμένες εικόνες που κουβαλάς


σχεδόν ηλιοβασίλεμα

.
Σε ενοχοποιεί η αθωότητά σου


και αυτά που της χρωστάς.


Κάτι λάθη


και κάτι πάθη."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου