Είμαι πλέον ολοκληρωτικά βυθισμένη στην αρτηρία της. Βιώνω τον καταρράκτη των αισθήσεων· με διανύουν ο χώρος και ο χρόνος, κλέβοντας απ' το μέσα μου κομμάτια ώριμα, γινομένα. Καρπούς έτοιμους να χαθούν απ' το κλαδί που τους ταίζει και ν' αγκαλιάσουνε ατόφια το χώμα. Μιλάω γι' αυτήν, για την Ζωή. Και μιλάω σ' εσένα ελπίζοντας να καταλάβεις. Θυμήσου το ξημέρωμα στο πλοίο· εγώ λουσμένη στην παιδική άγνοια, βλαστημούσα και καταριόμουν την τσιμεντούπολη που ορθονόταν μπροστά μας· έμοιαζε λες σαν καμπουριασμένη γριά στο περήφανο μπλε. Εσύ σιωπούσες· ήξερα, όμως, καλά, πως μέσα σου έκρυβες το πόσο σου λείψανε οι ψηλές ταράτσες, τα χιλιάδες πρόσωπα, η αρρωστημένη φασαρία. Οι πιθανότητες. Μέσα απ' τα μάτια σου παρ' ολίγον κι εγώ έτσι να την νοσταλγήσω, χωρίς ποτέ μου να την αγάπησα. Μετανιώνω που δεν σου μίλησα τότε. Ήταν η κατάλληλη ευκαιρία να καταλάβεις. Δεν αγάπησες ποτέ τη μήτρα που σε έθρεψε κι ούτε σεβάστηκες αρκετά την ύπαρξή σου -την ίδια σου την ύπαρξη!- για να διαλέξεις την αξιοπρέπεια της ηθικής αυτουργίας. Καθισμένη εκεί περιμένεις. Τι άραγε; Γιατί δεν φεύγεις; Μα δεν είμαι εδώ για να σε κρίνω. Όχι ξανά. Σου μιλάω, όπως σου μίλησα τότε, χαιδεύω την ραχοκοκκαλιά σου, τους καρπούς, τα δάχτυλα, τα πέλματα. Σε φιλώ στο στόμα σαν εραστής, στο μέτωπο σαν μάνα. Θέλω να σε ξυπνήσω. Να αισθανθείς το σώμα σου, το σώμα που για τόσο καιρό παράτησες στο ξύλινο κρεβάτι των παιδικών χρόνων. Τι νόημα έχει η ύπαρξη χωρίς το κυνήγι; Μακάρι να μπορούσες να ερωτευθείς. Θα 'ταν όλα τόσο πιο εύκολα. Κάποιες φορές φοβάμαι να σου μιλήσω. Παραδέχομαι την αδυναμία μου, τόσα χρόνια μαζί σου, η επαφή είναι ρίσκο. Και πάντα ήταν. Ο μαγνητισμός δεν πέθανε σαν εσένα. Είναι ζωντανός και με τραβά πάνω σου. Στον αργό θάνατο. Στην ανορεξία της ύπαρξης. Αυτό το δωμάτιο βρωμάει αποσύνθεση και νεκρή σάρκα. Τρίβω το κούτελο αγχωμένη. Εσύ στον καναπέ, ο δίσκος έχει τελειώσει από ώρα κι εσύ βυθίζεσαι σ' έναν ύπνο που τόσο με θάνατο μοιάζει. Δεν σε περιμένω. Προχωράω χωρίς εσένα κι ελπίζω να μην σε βρω. Είσαι το λιθάρι στην πλάτη μου. Άκου, ο ήλιος δύει ξανά· η θάλασσα πήρε το χρώμα μας. Σου δίνω το μαχαίρι κι ανοίγω διάπλατα τα χέρια. Τελευταία φορά. Και πράξε όπως θέλεις. Είμαι δική σου. Ερωτεύομαι κάθε πρωινό την ζωή γιατί κάθε νύχτα με σκοτώνεις. Σε χρειάζομαι. Μείνε εδώ και γλείψε μαζί μου το ξερό αίμα απ' τις πληγές μας. Αυτό μοιάζει με γράμμα αποχαιρετισμού. Κι όμως- ειν' η βαθιά αναπνοή πριν την μακρινή βουτιά μου.
Ιούλης 2016
going where the cold wind blows