Τέσσερις και έξι, φαντάζομαι πως σιδερώνω όλες τις φορές φέτος που ήταν νύχτα και γελούσα, ή πως ξεφλουδίζω τον ουρανό με το νύχι του μικρού μου δαχτύλου. Τα χέρια μου είναι σαν αποκολλημένα από το υπόλοιπο σώμα, και στον πάγκο της κουζίνας μου ξεπαγώνει υπομονετικά ένα κουτί με άσκοπες συναναστροφές που φρόντισα να φυλάξω για όταν ξεμείνω. Αναρωτιέμαι πόση ώρα θα κρατήσει αυτή η αναμονή. Έχω έναν ελαφρύ πονόκοιλο· η μιζέρια με βαράει στο συκώτι· το είχαμε πει έτσι κι αλλιώς πως αυτός ο αιώνας θέλει γερό στομάχι. Θα μπορούσα να την ξεράσω, αλλά αντιπαθώ πολύ τους εμετούς. Ειδικά τους δικούς μου. Σε κάθε περίπτωση, έχω σκεφτεί όλες τις εναλλακτικές· και τις απέρριψα όλες ώσπου να φτάσω εδώ. Απέναντι μου κρέμεται ένα κάδρο· αρκετά κοινότυπο· η εμμονή της μνήμης του Νταλί. Ωραίο κάδρο· ωραίος κι ο Νταλί· είχα διαβάσει πως έτρωγε κίτρινο χρώμα για να γίνει χαρούμενος· μπορεί βέβαια να λέω και βλακείες. Απ' έξω ακούγονται χειροκροτήματα. Γελάω. Υπάρχει άραγε καλύτερη περιγραφή της ηττοπάθειας από το χειροκρότημα; Σιγουρεύτηκα μια μέρα που είδα τυχαία κάτι γέρους να χειροκροτούν μπροστά σε μία τηλεόραση. Τέσσερις και εφτά. Αν φορούσα γραβάτα, θα την χαλάρωνα. Δεν ήθελα ποτέ να γεράσω. Οι άνθρωποι άνω των εξήντα μου φαινόντουσαν αποκρουστικοί. Έχει πλάκα αυτό· τώρα μόνο συνειδητοποιώ πως, το γεγονός να είσαι ζωντανός ίσως είναι πολύ ασήμαντο σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους -που είναι εξίσου ζωντανοί με εσένα- αλλά έχει ταυτόχρονα βαρύτατη προσωπική σημασία. Προσωπική και μοναδική· που δεν μοιράζεται. Είναι αργά για τέτοια όμως. Τέσσερις και εφτά και είκοσι. Το σώμα φαντάζει εξαιρετικά γνώριμο, εκτός από τις στιγμές που το κοιτάζεις. Έχω τα δάχτυλα του πατέρα μου και την μέση της μάνας μου. Όμως το σημαντικότερο πράγμα που κληρονόμησα κι απ' τους δύο, είναι οι αμαρτίες τους. Όπως όλοι. Γι' αυτό άλλωστε "τα καλύτερα παιδιά είναι αυτά που σε κάνουν να ξεχνάς τον πατέρα τους". Σκέφτομαι τους ανθρώπους που με περιμένουν, αλλά εγώ δεν θα πάω· και όλους εκείνους που περιμένω, αλλά δεν θα έρθουν. Σκέφτομαι και εκείνο το ποίημα· δεν πεινάω, δεν πονάω, δεν βρωμάω. Ίσως κάπου βαθιά να υποφέρω και να μην το ξέρω. Τέσσερις και εφτά και μισό. Χειροκροτήματα ξανά. Αυτή είναι η πιο τραγελαφική απάντηση στην φάρσα που έστησα στον εαυτό μου. Ίσως να χειροκροτούν για μένα. Αυτή η σκέψη μου προκαλεί έναν περίεργο ενθουσιασμό· δεν έχουν ποτέ χειροκροτήσει για μένα. Ψέματα- μία φορά μόνο. Είχε πεθάνει η γιαγιά μου, ήταν Μάρτης του 2003 και τότε είδα νεκρό άνθρωπο πρώτη φορά. Ήταν παγωμένη, λευκή και ακίνητη. Αυτό ήταν όλο. Η μάνα μου είχε γράψει έναν λόγο, κάτι τέτοιο, ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα για την κηδεία, αλλά δεν άντεχε, λέει, να τον εκφωνήσει η ίδια. Μου ζήτησε να το κάνω εγώ. Ήταν απλοϊκός λόγος· αγαπημένη μας μητέρα, αυτές είναι οι τελευταίες λέξεις που.. Έλεγε τις κοινότυπες βλακείες: πως η ζωή είναι ένα ταξίδι που κάποτε τελειώνει και κάτι για την Ιθάκη και τον προορισμό και κάτι για τον παράδεισο. Διάολε, τι μεγάλο ανέκδοτο κι αυτός ο παράδεισος! Στο τέλος, όλοι χειροκρότησαν κι εγώ δεν ήμουν σίγουρη αν έπρεπε να υποκλιθώ ή όχι. Τέσσερις και εφτά και σαράντα. Θυμήθηκα τον παππού μου· ήταν ο μόνος συγγενής μου που συμπαθούσα ειλικρινά· τη μέρα που πέθανε η γιαγιά μου, με είχε πάρει παράμερα και μου 'λεγε κι εκείνος τα δικά του· κάτι για την ζωή, πως είναι σαν την θάλασσα, με τα κύματα και τις φουρτούνες και τις καλοσύνες, κι ότι εμείς την διασχίζουμε κάθετα -κάθετα, όχι οριζόντια- και τα λοιπά, και τα λοιπά. Δεν είπε τίποτα για παράδεισο· είπε απλώς ότι στον πάτο αυτής της θάλασσας φτάνεις μόνο πνιγμένος. Τέσσερις και οχτώ. Είναι σαν να βλέπω ένα απόκοσμο όνειρο· και σίγουρα δεν ισχύει αυτή η φήμη πως βλέπεις μία ταινία με τις καλύτερες στιγμές της ζωής σου να περνάει από μπροστά σου. Οι άνθρωποι κατασκευάζουν απίστευτα πράγματα για να παρηγορηθούν για το μέλλον που τους περιμένει. Και για το παρόν που τους βασανίζει. Όπως το 1999 που σκοτώθηκε εκείνο το παιδί στη γειτονιά· η αδερφή του ανέβαινε στην ταράτσα κάθε τόσο και φώναζε το όνομά του. Την έπιασε η μάνα της και την έσπασε στο ξύλο· τι σκατά κάνεις, της λέει· κι εκείνη απάντησε πως του φωνάζει, για να ακούσει απ' τον ουρανό και να κατέβει. Σκέφτομαι πως θα 'ταν ωραία να χτυπούσε τώρα ένα ξυπνητήρι, το ξυπνητήρι μου· να ξυπνήσω και να 'ναι ακόμα 1999. Θα 'ταν στ' αλήθεια ωραία. Τέσσερις και οχτώ και δέκα δεύτερα. Η ζάλη ήρθε πάνω στην ώρα που είχα αρχίσει να μετανιώνω. Γύρισα το κεφάλι δεξιά και κοίταξα τον ολόσωμο καθρέπτη που υπάρχει στο σαλόνι. Ήταν η δεύτερη φορά στην ζωή μου που έβλεπα νεκρό άνθρωπο.