Τι τις σκαλίζεις μωρέ συνέχεια.
Ασ' τις εκεί να ψηθούνε με την ησυχία τους. Τι φοβάσαι, να κολλήσουνε; Δεν
κολλάνε. Τόσο λάδι έχουνε. Γελάκι. Ναι, ναι, μοιάζει, έτσι που
τηγανίζουνται. Σα να βρέχει, ε; Ναι. Λοιπόν. Α, δεν ξέρεις τι θυμήθηκα-
Τι;
Παύση. Πού σου 'ρθε τώρα αυτό. Μα κάθε φορά με ρωτάς. Τι πότε, συνέχεια με
ρωτάς. Τέλος πάντων, ορίστε.. αφού
δέχτηκες εσύ να κάτσουμε να κάνουμε μαζί το φαί, να σου κάνω κι εγώ το χατίρι.
Ορίστε. Κάθεται. Κάτσε κι εσύ. Να σου βάλω χυμό; Λοιπόν. Όχι, εγώ δεν
μεγάλωσα σ' αυτό το σπίτι. Όχι, όχι, εγώ στο χωριό μεγάλωσα, αφού σ’ το χω πει,
βρε. Ναι. Μέναμε σ’ ένα σπίτι, μεγάλο, οχτώ δωμάτια. Ένα ρογδάκι να σου
καθαρίσω; Ένα ρόγδι. Κάτσε να το φέρω. Από δικά μας είναι. Κάτσε. Τι απόγινε;
Το σπίτι; Τώρα το 'χει πάρει ένας ξένος. Το νοικιάζει, έρχονται οι Άγγλοι κάθε
χρόνο και μένουνε.. Ο αδελφός μου του το πούλησε. Είχε κι αυλή απ' έξω. Είχε
εκεί η μάνα μου φυτεμένα διάφορα, ήτανε κήπος, σαν όνειρο το θυμάμαι. Ύστερα ο
αδερφός μου το 'στρωσε με μπετό, το ενενήντα. Τέλος πάντων.. Εκεί μέναμε με
τους γονείς μου και τ’ αδέρφια μου. Τώρα πόσα έχω; Τώρα έχουνε μείνει δύο. Δύο
αδέρφια. Το φαντάζεσαι; Ναι.. Έξι μας έκανε η μάνα μου. Πολλά σου φαίνονται, ε;
Εμ, τότε ήτανε αλλιώς. Έξι λοιπόν, τέσσερις γιους και δυο κόρες. Εγώ ήμουνα η
πρότελευταία. Γι’ αυτό στέκω μέχρι τώρα, μη νομίζεις. Τέλος πάντων. Όχι όχι,
δεν μένουνε στο χωριό τα αδέρφια μου. Ο ένας είναι στην Αθήνα, ο άλλος κάπου
στα Χανιά.. έχω χρόνια να τους μιλήσω. Χρόνια. Αλλά άμα δε ζούσανε θα το 'ξερα,
θα τό 'χα μάθει.
Τι
γιατί; Γιατί δεν μιλάμε; Ε ναι, αυτό, θα σου πω τώρα, κάτσε να σου πω. Μεγάλη
κοπέλα είσαι έτσι κι αλλιώς. Να μάθεις κάποια στιγμή. Λοιπόν.
Εγώ,
το ξέρεις, μέχρι τα δεκαεννιά ήμουνα στο χωριό, κι ο παππούς σου εδώ, δεν τον
ήξερα τότε. Τότε ήρθε, στα δεκαεννιά μου, και τονέ γνώρισα. Τυχαία, δηλαδή, τον
έστειλε η ΔΕΗ, περνούσανε τότε ρεύμα στα γύρω χωριά. Ο πατέρας μου είχε τότε
ένα καφενείο στo Λιμάνι, τέλος πάντων, μη σ’ τα πολυλογώ, πάνε
οι ηλεκτρολόγοι στο μαγαζί, γνωρίζονται με τον πατέρα μου, του λένε έτσι κι
έτσι, πως είμαστε ηλεκτρολόγοι και ψάχνουμε μέρος να μείνουμε. Τό 'κανε λοιπόν η
τύχη -ο διάολος, όπως θες πες το- κι είχε τότε πεθάνει πρόσφατα μια θειά μου,
παιδιά δεν είχε, κι είχε μείνει το σπίτι άδειο.. Και τους το 'δωσε ο πατέρας
μου· ήτανε ένα μικρό σπιτάκι με δυο δωμάτια- είναι, ξέρεις πού είναι; Πού είναι
ο φούρνος; Εκεί. Παραδίπλα. Με την πράσινη πόρτα, ναι, αυτό. Γέλιο. Κάνανε
εκεί οχτώ μήνες. Κι έτσι τους γνώρισα κι εγώ. Ήτανε νοικάρηδες αλλά εμείς τους
είχαμε σα μουσαφίρηδες, ό,τι να μαγειρέψει η μάνα μου να τους πάμε κι αυτών ένα
πιάτο, να ρθούνε ύστερα το βράδυ να καθίσουνε με τον πατέρα μου να πιούνε τη
ρακί.. Άλλη ιστορία κι αυτή. Μου καλάρεσε και μένα ο παππούς σου βέβαια, μη
θαρρείς· αλλά εγώ πού μυαλό για τέτοια, εγώ ήμουνα αθώα κοπέλα. Τα παράθυρα του
σπιτιού της θειας μου βλέπανε όλα στο δρομάκι, κι εγώ άμα περνούσα το στενό του
φούρνου δε σήκωνα βλέμμα. Τόση ντροπή. Μη και δω τον παππού σου και
χαιρετηθούμε, δε μπορούσα. Θυμάμαι μια φορά -μόνο αυτό θα σου πω κι ύστερα θα
συνεχίσω την άλλη ιστορία- πού 'χαν' έρθει έτσι που σου λέω, στο σπίτι, για τη
ρακί, και τος είχα βγάλει εγώ τον μεζέ, ό,τι βγάναμε τότε, και είχε πει ο
παππούς σου ένα, ας πούμε, κοπλιμάν.. Για μένα. Τι ωραία νοικοκυρά που είμαι, κάτι
τέτοιο. Κατακόκκινη εγώ ως τ' αυτιά, κι ύστερα το βράδυ εκείνο δεν εκοιμήθηκα
και το σκεφτόμουνα. Διάφορα σκεφτόμουνα, τέλος πάντων..
Φάε
ρογδάκι. Να. Να κόψομε και μια σαλάτα λες; Για το μεσημέρι. Σε λίγο ε; Σε λίγο.
Που
λες.. περνάνε οι οχτώ μήνες. Έρχεται η ώρα να φύγουνε· περνάνε απ' το σπίτι για
τ' αποχαιρετιστήρια, κι ο παππούς σου μου λέει στο επανειδείν και σκύβει και
μου φιλά το χέρι. Τρέλα εγώ. Μετά δυο βδομάδες γυρνάει στο χωριό -μη σου πω
πέντε ώρες δρόμο με το λεωφορείο, άλλη εποχή, ο δρόμος να πάει απάνω
χωματόδρομος ακόμα- πάει και βρίσκει τον πατέρα μου, και του λέει, έτσι κι
έτσι. Να πάρω την κόρη σου. Εμένα, δηλαδή. Ο πατέρας μου, καλός άνθρωπος, ποτέ
δεν με πίεσε, λέει ανέ θέλει, να τηνέ πάρεις. Έτσι παντρευτήκαμε κι ήμουνα 'γω
δεκαεννιά χρονώ κι έφυγα απ' το χωριό.
Στο
μεταξύ, αυτό που σου είπα πριν, πως είχα έξι αδέρφια. Κοίτα να δεις, ήμασταν τέσσερα
αγόρια, δυο κορίτσια. Κι όπως σου 'πα, εγώ ήμουνα η προτελευταία. Μετά κι από
μένα, η μάνα μου άργησε πολύ να κάνει άλλο παιδί. Πέντε χρονώ ήμουνα, δηλαδή,
όταν γεννήθηκε η Λενιώ. Η δεύτερη κόρη. Πέντε χρονώ εγώ, κι ο μεγαλύτερος απ’
όλα τ’ αδέρφια μου ήδη δεκάξι. Ύστερα, σιγά-σιγά, τ' αδέρφια μου άρχισαν να
παντρεύονται και να φεύγουν απ' το σπίτι, και μείναμε πια μόνες εγώ κι η Λενιώ·
μεγαλώσαμε δηλαδή πιο πολύ μοναχές μας, εγώ κι αυτή. Κι ήρθαμε πιο κοντά, ας το
πούμε. Ασ’ τις παιδί μου τις πατάτες, τις κοιτάζω εγώ.. Η Λενιώ που λες ήτανε,
πώς να το πω. Δεν ήτανε σαν τα άλλα παιδιά. Θα λεγες σήμερα ας πούμε, πώς το
λένε, νοητική υστέρηση; Δεν ξέρω. Δεν θέλω να λέω και μπούρδες.. Αλλά ήτονε
παράξενη. Όχι πολύ. Απλώς ήτον από ένα σημείο και μετά λες και δε μεγάλωνε
άλλο. Όσω χρονώ έφτασε δεν επαρέτησε να παίζει με τις κούκλες. Δεν ήθελε να
πηγαίνει στο σχολείο. Καμιά φορά νευρίαζε πολύ, τότε ήτον τα δύσκολα, νευρίαζε
και φώναζε κι έσπαγε ό,τι έβρισκε. Και τότε για να ηρεμίσει, μόνο εγώ ήξερα
πώς. Μόνο μ' εμένα ηρεμούσε η Λενιώ. Σα να μού 'χε, ας πούμε, αδυναμία· κι εγώ
το ίδιο. Σα να 'χαμε άλλη γλώσσα να μιλάμε μεταξύ μας, να τη μιλάμε μόνο εγώ κι
η Λενιώ. Μη θαρρείς- μόνο τότε έκανε χαμό, άμα νευρίαζε, κι αυτό σπάνια· κατά
τ' άλλα η πιο ήσυχη κοπέλα. Αγαθή. Αθώα. Κι όλοι την αγαπούσανε. Ήτονε κι η
μικρότερη και πιο πολύ τη νιώθανε παιδί τους παρά αδέρφι τους· αλλά σ' εμένα η
Λενιώ είχε, ας πούμε, αδυναμία. Πάντως, σου λέω, όλοι την προσέχανε. Μπορεί
δηλαδή να ‘μασταν μεταξύ μας όλοι στα μαχαίρια, αλλά στη Λενιώ δεν μιλούσε
άσκημα κανένας.
Λογοστενόμαστε
που λες με τον παππού σου, γίνεται ο γάμος, τον κάναμε εδώ, στο χωριό, στην
Αγία Τριάδα. Άλλη εποχή. Γλέντι υπέροχο. Και περνάνε οι εορτασμοί κι έρχεται ο
καιρός να φύγω απ' το χωριό.. Η δουλειά του παππού σου ήτανε τότε στην πόλη,
έπρεπε να φύγουμε. Η Λενιώ κλάμα. Κλάμα,
φωνές. Τότε δεκατεσσάρων χρονών, ολόκληρη κοπέλα, ε; Αλλά δεν ήθελε λέει να
φύγω χωρίς αυτήν. Είχε τότε μια πλεξούδα, ξανθή, μακριά, ως τη μέση.
Σηκωνόμασταν κάθε πρωί και της την έπλεκα εγώ. Έχω λοιπόν τα πράγματά μου
έτοιμα, δυο βαλίτσες δίπλα στην πόρτα, κι είμαι να φύγω. Φιλάω τη μάνα μου,
φιλάω τον πατέρα μου – στο σπίτι πια είχαμε μείνει οι τέσσερίς μας – κι η Λενιώ
πουθενά. Ψάχνω λοιπόν, βγαίνω στην αυλή, και κάνω μια έτσι και τηνέ βλέπω μες
στο αποθηκάκι, καθισμένη ανακούρκουδα. Κοιτώ καλύτερα, και βλέπω πως έχει πάρει
κι έχει κόψει την πλεξούδα της την όμορφη. Απ’ τη ρίζα σχεδόν. Τι έκανες, της
λέω. Έβαλα να φωνάζω, μπορεί και πρώτη φορά να της φώναζα. Είναι το κεφάλι της
σαν αγοριού. Πιάνει λοιπόν την κοτσίδα, μου τη δίνει, και μου λέει έτσι: να με
θυμάσαι.
Ε
ναι, τηνέ πήρα, τι να έκανα; Την πήρα και την κράτησα σε ένα κουτί. Τον πατέρα
μου έπρεπε να δεις όταν την είδε. Και πώς θα σε βλέπει ο κόσμος, και τα ρέστα.
Δεκατεσσάρων χρονών κοπέλα. Μα τότε το να πας απ’ το χωριό μέχρι την πόλη ήτανε
μεγάλο πράγμα. Δεν ήτανε τόσο κοντά. Μην το βλέπεις τώρα που είναι, πόσο, δυο
ώρες; Τότε δεν ήτανε έτσι. Κι ύστερα, τηλέφωνα δεν είχαμε. Έπρεπε να πας στο
δημαρχείο για να μιλήσεις στο τηλέφωνο. Κι εγώ, αντίστοιχα, έπρεπε να πάω στον
ΟΤΕ, εκεί είχε κάτι καρτοτηλέφωνα και τηλεφωνούσες. Και βέβαια, στη Λενιώ
μάλλον αυτό έμοιαζε, τι να σου πω.. σα να 'φευγα για πάντα, μπορεί.
Εγώ
λοιπόν στην αρχή κατέβαινα κάθε βδομάδα στον ΟΤΕ και τηλεφωνούσα. Πήγαινε
κάποιος κι εφώναζε τη μάνα μου πως έχει τηλεφώνημα, κι αυτή ερχότανε και μου
μιλούσε. Κι η Λενιώ μαζί της, κάθε φορά. Και μού 'λεγε πάντα πως της λείπω και πότε
θά ρθω κι αν έχω την κοτσίδα της. Και της έλεγα εγώ, ναι Λενιώ την έχω, μα πώς
να 'ρθω που 'ναι μακριά· κι ο άντρας μου -ο παππούς σου- δούλευε κάθε μέρα
τότε. Με τον καιρό, λοιπόν, από κάθε βδομάδα που 'παιρνα τηλέφωνο, άρχισα να
παίρνω κάθε δυο. Ύστερα κάθε μήνα. Στο μεταξύ ζούσα με τον παππού σου ωραία,
μάθαινα την ζωή στην πόλη. Άλλη ζωή, ξεκούραστη με τον τρόπο της, αλλά
παράξενη, εγώ είχα μάθει αλλιώς. Παίρνω λοιπόν μια μέρα τηλεγράφημα. Να
τηλεφωνήσω λέει το συντομότερο στο χωριό. Εγώ, πανικόβλητη, κατεβαίνω στον ΟΤΕ,
το σηκώνει πρώτος τότε ένας υπάλληλος, και πριν πω λέξη μου λέει συλλυπητήρια.
Λέω τι; Τι μου λες; Μου λέει α, δεν ξέρεις.. Κάτσε να φωνάξω τη μάνα σου.
Εμένα
τα πόδια μου κομμένα. Πόσην ώρα περίμενα ως να φωνάξει τη μάνα μου δεν ξέρω.
Αλλά ήμουνα να τρελαθώ. Τη Λενιώ σκεφτόμουνα, και το ήξερα βέβαια, το
αισθανόμουνα πως ήτανε η Λενιώ. Παίρνει η μάνα μου το ακουστικό κάποια στιγμή.
Επιτέλους. Και βάζει να κλαίει κατευθείαν. Της λέω μάνα πες μου. Μη με
βασανίζεις. Πες μου. Και μου λέει, παιδί μου, η Λενιώ, η Λενιώ..
Ναι,
τότε δεν ήτανε.. Τότε άμα αρρώσταινες ήτανε δύσκολα, δεν ήτανε σαν τώρα, και η
Λενιώ.. Άλλος οργανισμός. Ευαίσθητος. Έμαθα αργότερα πως ήτον άρρωστη δεκαπέντε
μέρες, και δε μ' είχανε πάρει ένα τηλέφωνο, μη μ' ανησυχήσουνε λέει. Τέλος
πάντων. Πρώτη φορά οι οικογένειες εμένα και του παππού σου βρεθήκανε στο γάμο
μας, δεύτερη φορά στην κηδεία της Λενιώς. Ένα άσπρο φέρετρο, ξέρεις.. Δεκαπέντε
χρονών κοριτσάκι. Στο νεκροταφείο εδώ κάτω, ξέρεις, ε; Ναι, στον Άγιο Νεκτάριο,
μπράβο.. Άσκημη κηδεία. Μέρα με ήλιο. Όλοι κλαίγανε. Τί να σου πω. Το θυμάμαι
και βουρκώνω. Είμαστε λοιπόν εκεί.. ό,τι έχει τελειώσει ο παππάς και είναι να
πάμε στον καφέ. Και πετάγετ’ απάνω ο αδερφός μου ο Νικόλας, κι έρχεται μπροστά
μου και βάζει να με βρίζει. Κανονικά. Μου λέει εσύ φταις, έφυγες και την
άφησες, κι ούτε που σ’ ένοιαζε να δεις τι κάνει. Πέθανε το κοπέλι από
στεναχώρια. Εσύ τη σκότωσες τη Λενιώ. Έτσι μου είπε. Σαν όνειρο το θυμάμαι. Νικόλα
του λέω, τι λες, με παίρνουνε τα κλάμματα απ’ την τρέλα, τι λες του λέω, εγώ τη
Λενιώ την αγαπούσα πιο πολύ απ’ οτιδήποτε. Αυτές οι κουβέντες τώρα, τι να σου
πω, δεν το πίστευα πως τις άκουγα. Δεν το χωρούσε ο νους μου. Να μου λέει ο
αδερφός μου, άσε και σε τυφλώσανε τα λεφτά του κωλοπρωτευουσιάνου κι εμάς ούτε
να μας χέσεις, τέτοια πράματα. Ένα φράγκο δεν έστειλες να πάρουνε του παιδιού ένα
γιατρό. Τέτοια πράματα μού 'λεγε μπροστά σε όλον τον κόσμο. Σε όλους. Και
κανείς δε μίλησε. Άχνα. Και γύρισε ύστερα και στους άλλους αδερφούς μου και
τους είπε, μιλάτε ρε, πείτε, μαζί τα λέγαμε, πείτε. Λέξη αυτοί. Κι εγώ να κλαίω
και να φωνάζω, μα τι λες Νικόλα, τι πράματα είναι αυτά που λες. Που ούτε που το
ξερα πως ήτον το παιδί άρρωστο. Γυρνάει λοιπόν αυτός και μ' αστράφτει ένα
σκαμπίλι… χάμω έπεσα. Ε, και βάλθηκε ύστερα ο παππούς σου, καταλαβαίνεις..
Πιαστήκανε στα χέρια. Σου λέω, σαν τρελοί κάνανε, όλοι τους. Η μάνα μου μπήκε
στη μέση και τους χώρισε. Λέει λυπηθείτε με. Μία είμαι. Σηκωθήκαμε και φύγαμε
με τον παππού σου. Με τα κεφάλια μας σκυφτά· σε κανέναν δεν μίλησα, ούτε γύρισα
να κοιτάξω. Ούτε τη μάνα μου.
Καταλαβαίνεις
τώρα, ήτον άλλα πράματα στη μέση. Εγώ άργησα να το καταλάβω. Αυτά που μου ‘λεγε
ο αδερφός μου χρόνια με τυραννούσανε, χρόνια. Ήμουνα η μόνη απ’ τα παιδιά που
είχα κατέβει στην πόλη. Και νομίζανε πως επειδή μένω στην πόλη είμαι τίποτα,
πώς να σ’ το πω, τίποτα πλούσια. Είχαμε βέβαια πιο πολλά λεφτά απ’ τ’ αδέρφια
μου, έτσι νομίζω, αλλά έστελνα λεφτά, ήτονε ψέμα δηλαδή πως δεν είχα στείλει
ούτε φράγκο. Δεν έφταιγα ‘γω για τη Λενιώ. Τώρα έχουνε περάσει χρόνια και το
ξέρω, τότε τυραννήθηκα, αλήθεια σου λέω. Ακόμα τα σκέφτομαι και δεν τα πιστεύω,
θέ μου, που εγώ ήμουνα της Λενιώς δεύτερη μάνα της. Κι ύστερα δεν εμπόρουνα
ούτε στον τάφο της να πάω, δηλαδή, απ' τη ντροπή μου. Απ' τον εξευτελισμό, πώς
να σ' το πω. Ώσπου ο παππούς σου βρήκε το τηλέφωνο του γιατρού και μ’ έβαλε να
του μιλήσω. Το 'καμα, ναι. Τονέ ρώτησα άμα υπήρχε φάρμακο και δεν είχε λεφτά η μάνα
μου να τ' αγοράσει. Όχι, μου λέει, προς θεού. Όχι. Καταλαβαίνεις, δηλαδή.. Έπαιρνα
τη μάνα μου τηλέφωνα, να μου πει άμα φταίω, αυτή πολεμούσε ν' αγαπηθούμε με
τους αδερφούς μου, να κατέβεις στο χωριό να τα πείτε· ήθελε να στήσουμε
ολόκληρο κόλπο, να τους καλέσει στο σπίτι να φάνε και να 'μαι κι εγώ μα να μην
το ξέρουνε. Αλλά 'γω φοβόμουνα. Κάναμε έτσι να βρεθούμε πόσα χρόνια, κι όταν
σμίξαμε ήτον στην κηδεία του πατέρα μας, κι εκεί, ασ' τα.. Και στο χωριό δεν
ξαναπάτησα για χρόνια. Με τι μούτρα; Δεν είχα το θάρρος.. Τέλος πάντων.
Επειδή δεν επήγαινα στο χωριό, κι
επειδή ήθελα πολύ να μπορώ να επισκέφτομαι τον τάφο της αδερφής μου, είχα μιαν
άλλη ιδέα. Πήραμε λοιπόν μια Κυριακή με τον παππού σου το κουτί, εκείνο το
κουτί με την ξανθιά πλεξούδα της, κι ανεβήκαμε το βουνό. Το θάψαμε εκεί σ’ ένα
ξέφωτο, κι ύστερα ανεβαίναμε, σταθερά, το επισκεφτόμουνα.. Με τον καιρό λοιπόν,
κάποια στιγμή, αφού πέθανε ο πεθερός μου, η προγιαγιά σου -η μάνα του παππού
σου, τώρα- ήρθε να μείνει στο σπίτι, μαζί μας. Αυτή λοιπόν ήτονε μια πολίτισσα,
ξέρεις, ήτονε πρόσφυγες οι γονείς του παππού σου, το ξέρεις; Ναι.. Είχε μια
φωνή αυτή η γυναίκα. Άλλο πράμα. Τραγουδούσε, δηλαδή, αυτό εννοώ. Και μες στο
σπίτι συχνά. Είναι λοιπόν Κυριακή και θέλω 'γω να πάμε στο μνήμα, δεν
μπορούσαμ' όμως ν' αφήσουμε μόνη την πρόγιαγιά σου στο σπίτι, μοναχή της η
γυναίκα.. Τηνέ παίρνουμε λοιπόν μαζί, τάχα μου πως πάμε εκδρομή στο βουνό,
περίπατο· δεν ήξερε βέβαια αυτή πως είχα στήσει μνήμα της Λενιώς. Περνούμε
λοιπόν από 'κει, τους λέω εγώ θα σταθώ εδώ ένα λεπτό. Δεν είχε τίποτα
φανταχτερό, μη θαρρείς, απλά απάνω ένα-δυο βοτσαλάκια, να καταλαβαίνω πού
είναι. Η προγιαγιά σου όμως κατάλαβε, τι να σου πω. Και βάζει και μαζεύει
λουλούδια, φτιάχνει ένα ωραίο ματσάκι και το αφήνει από πάνω. Κι όπως στέκουμε
έτσι όλοι, αρχίζει και λέει ένα τραγούδι, έναν αμανέ, θα σου πω..
όλα τα μέρη σκοτεινά
αθώ’ μου αγγελούδι
μόνο το μνήμα μου έχει φως
ωραίο μου λουλούδι
άσπρη κορώνα έβαλες
στα ολόχρυσα μαλλιά σου
άνοιξε την αγκάλη σου
να ρθω κι εγώ κοντά σου
(Ω, μωρέ διάολε, τις ξεχάσαμε τις πατάτες!)