Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

there are monsters on either side of the moon; and one is a creation of the other

  Μονόδρομος.Αν και η όρασή μου μέσα στο σκοτάδι δεν αρκεί ούτε για να κοιτάξω στο απέναντι πεζοδρόμιο, ξέρω πως βρίσκομαι στην άκρη ενός μονόδρομου. Γιατί κάθε άνθρωπος που περνάει από μπροστά μου έρχεται απ'τα δεξιά και φεύγει προς τα αριστερά. Εμφανίζονται απ'το σκοτάδι και χάνονται πάλι μέσα σ'αυτό, και στο ενδιάμεσο είμαι μόνη μου. Κι όσο ζω στο ενδιάμεσο εκείνο, δεν υπάρχει χρόνος. Κανένας. Μέχρι κι εγώ χάνω την αντίληψη του. Μπορεί να 'χουν περάσει 2 έτη και να μην το 'χω πάρει χαμπάρι. Μα κάθε φορά που εμφανίζεται ένας άνθρωπος, εμφανίζεται και ο χρόνος ξανά. Είναι υπαρκτός και μας κυνηγά. 
   Άλλο ένα πράγμα που δεν υπάρχει: το φως. Δεν βλέπω τίποτα. Ίσως να μην συνειδητοποιούσα πως περπατούν άνθρωποι μπροστά μου αν δεν άκουγα τον βηματισμό του καθενός. Κάθε ένας από αυτούς κρατά μία μικρή σπίθα φωτός - τόσο μικρή που ίσα φωτίζει τους ίδιους, πόσο μάλλον τον δρόμο γύρω τους. Θέλω πολύ να ακολουθήσω έναν από αυτούς, να τον στριμώξω και να κλέψω την σπίθα φωτός του. Μα ξέρω πως δεν είναι αρκετή. Καλύτερα στο απόλυτο σκοτάδι παρά στο ημίφως. 
   Και τότε, τότε ακριβώς, ο δρόμος λαμποκοπά ξαφνικά. Σαν να έπιασε φωτιά ένα ολόκληρο σπίτι. Σαν να πλησίασε η Σελήνη πιο κοντά στη Γη, μόνο και μόνο για να φωτίσει αυτόν τον δρόμο. Κλείνω τα μάτια μου από ένστικτο, προστατευόμενη απ'το ξαφνικό φως. Τα ανοίγω ξανά, σιγά σιγά. Μία κοπέλα με κατακόκκινα , μακριά μαλλιά χορεύει στη μέση του δρόμου. Και κουβαλά μαζί της τόσο φως... Βλέπω σχεδόν τα πάντα. Τα πάντα στο στενό που βρίσκομαι. Αλλά δεν βλέπω το τέλος του. Ούτε την αρχή του. 
    Κάθε κύτταρο του σώματός μου φωνάζει να την ακολουθήσω. Δεν το κάνω. Τα μάτια μου δεν φεύγουν λεπτό από πάνω της. Πρώτα το πρόσωπό της. Χαρούμενο, ζεστό. Μετά ολόκληρη. Φοράει ένα λευκό φόρεμα. Τα πόδια της- γυμνά. Χωρίς παπούτσια. Μετά, καθώς φεύγει, η πλάτη της. Τα μαλλιά της που χορεύουν μαζί της στο ρυθμό. Ταπ, ταπ, ταπ, ταπ, ταπ, ταπ... Βήματα. Τα δικά της. Αναρωτιέμαι πώς ένα γυμνό πόδι κάνει τόσο θόρυβο. Πλησιάζει στο τέλος του στενού. Όσο περπατάει, το τέλος απορροφά το φως της, σαν να μην υπήρχε ποτέ, το τέλος του στενού καταπίνει το φως της σαν διψασμένο κι αχόρταγο τέρας. 
   Και πέφτει. 
   Ούτε που σαλεύω. Το περίμενα. 
   Το φως χάνεται ξανά μα δεν φοβάμαι.
   Και να το πάλι- ταπ, ταπ, ταπ, ταπ... Τι είναι; Κοιτάζω γύρω μου. Τα μάτια μου κάνουν λίγη ώρα να συνηθίσουν στο σκοτάδι. Να 'τη. Μια κοπέλα. Δεν βλέπω τα χαρακτηριστικά της. Μόνο μια σιλουέτα. Ισχνή, σκοτεινή. Ξαφνικά ανυπομονώ για το δευτερόλεπτο που θα χαθεί στο τέλος του στενού. Την φοβάμαι πιο πολύ απ'ότι θα πρεπε. 
   Χάνεται κι αυτή. 
   Σκοτάδι ξανα.
   Περιμένω. 
   

  Την επόμενη φορά που ακούω βήματα, αρχικά τρομάζω γιατί δεν βρίσκω πουθενά καμία μαύρη σιλουέτα στο δεξί τέλος του δρόμου. Και να τος- ο μοναδικός μετά από χιλιάδες που περπατάει ανάποδα απ'τους άλλους. Μπαίνει απ'τα αριστερά και κατευθύνεται προς τα δεξιά. Δεν το σκέφτομαι. Τον ακολουθώ. 

  Περπατούσαμε για ώρες... Το μόνο που διέκρινα τώρα καθαρά απ'αυτόν ήταν η πλάτη του. Καθόλου γνώριμη. Δεν ήταν κανείς απ'αυτούς που πέρασε. Δεν ξέρω πού πηγαίνουμε.  Αλλά ξέρω πως είμαι ασφαλής.


  "Γιατί με ακολουθείς;" με ξαφνιάζει όταν γυρίζει να με κοιτάξει και χάνω την αναπνοή μου για ένα δευτερόλεπτο. Τον κοιτάζω κατάματα μα δεν βλέπω χρώμα. Δεν απαντώ στην ερώτησή του. 
   "Γιατί με ακολουθείς;" επαναλαμβάνει. 
   "Δεν ήθελα να πέσω στην μαύρη τρύπα."
    "Ποια μαύρη τρύπα;" βλέπω την απορία στο πρόσωπό του. 
    "Εκείνη που έπεφταν όλοι. Στην αριστερή πλευρά του δρόμου. Στο τέλος."
    "Μαύρη τρύπα την είδες εσύ;"
    "Ίσως όχι μαύρη τρύπα... ίσως κάτι πιο μεγάλο, ένα τέρας, δεν ξέρω, το κενό; Πάντως-"
     "Δεν έχει σημασία. Τώρα..." απλώνει το χέρι του προς τα εμένα, η παλάμη να κοιτάζει τον ουρανό. 
     Το κοιτάζω για ένα λεπτό πριν κάνω να τον αγγίξω. Κάνω ν'απλώσω το χέρι μου για να πιάσω το δικό του, και τότε σηκώνει το άλλο του χέρι στον αέρα, για να με σταματήσει με μια χειραψία. "Είσαι έτοιμη να πετάξεις;" λέει, προειδοποιητικά. 
     Να πετάξω; "Ναι!" είμαι τόσο ενθουσιασμένη. Πάντα ήθελα να πετάξω. Απορώ με τον εαυτό μου πώς πείστηκα τόσο γρήγορα, μα νιώθω μουδιασμένη. Μεθυσμένη. 
    Μου χαμογελάει και ξεχνάω. "Έλα, λοιπόν." λέει ξανά, απλώνοντας και τα δύο του χέρια προς εμένα. Κάνω να σφίξω τις παλάμες μου στις δικές του, και μόλις που τον ακουμπάω, μαρμαρώνω. Γιατί το χέρι μου πέρασε μέσα απ'το δικό του σαν να 'ναι φάντασμα. Δοκιμάζω μια δεύτερη φορά, σίγουρη πως είναι απ'τη μέθη. Μα όχι, δεν είναι, κι εγώ δεν είμαι μεθυσμένη. 

 Δεν ξέρω πού βρίσκομαι. Είμαι μακριά και απ'την αρχή και απ'το τέλος, μα νιώθω και τα δύο πολύ κοντά μου, λες και ένα απ'αυτά θα συμβεί όπου να 'ναι. Ή και τα δυο μαζί. Τρέμω από φόβο μα δεν τρέχω, δεν έχω πού να πάω, άλλωστε. Ποια κατεύθυνση είναι η σωστή μέσα στο απόλυτο σκοτάδι; 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου